Η κοιλάδα των Τεμπών είναι περισσότερο γνωστή για τα πολύνεκρα δυστυχήματα του 1999 με τους επτά νεκρούς οπαδούς του ΠΑΟΚ, του 2003 με τους 21 νεκρούς μαθητές και μαθήτριες από το Μακρυχώρι Ημαθίας και εσχάτως του 2023 με τους 57 νεκρούς και 56 αγνοούμενους επιβαίνοντες στο μοιραίο τραίνο που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Η κοιλάδα των Τεμπών είναι επίσης ταυτισμένη με το ιερό προσκύνημα της Αγίας Παρασκευής το οποίο προσελκύει ετησίως χιλιάδες διερχομένων ταξιδιωτών αλλά και παραθεριστών κατά τους θερινούς μήνες στις γύρω περιοχές.
Αυτό που δε γνωρίζει στη συντριπτική του πλειοψηφία ο μέσος αναγνώστης και πολίτης, ακόμα και κάτοικοι γειτονικών περιοχών και νομών, είναι ότι προ της απελευθερώσεως της περιοχής και της προσαρτήσεως της στο ελληνικό κράτος το 1912-1913 ως αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων, στην περιοχή όπου σήμερα εντοπίζεται το χωριό των Τεμπών διαβιούσε μία ανθηρή κοινότητα μουσουλμάνων δερβίσηδων και χωρικών γύρω από το ιερό προσκύνημα του μπεκτασικού δερβισικού τεκέ του Χασάν Μπαμπά.
Ο τίτλος του παρόντος άρθρου εσκεμμένα παραπέμπει σε δρομολόγιο λεωφορείου της γραμμής καθώς ο τόπος αυτός έχει μία μακρά ιστορική διαδρομή. Ξεκινώντας τον ιστορικό του βίο ως Λυκοστόμιον, το οποίο περιγράφεται ως ένας οχυρός τόπος που φυλούσε τις ορεινές διαβάσεις των Τεμπών ήδη στο έργο Γεωγραφικά του Στράβωνα, πέρασε υπό ρωμαϊκή και βυζαντινή κυριαρχία επιτελώντας την ίδια λειτουργία μέχρις ότου στα τέλη του 14ου αιώνα να περιέλθει υπό οθωμανική κυριαρχία. Στα πρωιμότερα οθωμανικά έγγραφα και κατάστιχα ο υπάρχων οικισμός αναφέρεται ως Liküstüm (οθ. لکوستوم), προδίδοντας τον άμεσο δανεισμό του ελληνικού/προ-οθωμανικού ονόματος από το νέο επικυρίαρχο της περιοχής. Σύντομα εντούτοις το Liküstüm ξεχάστηκε και αντικαταστάθηκε από την ονομασία Hasan Baba/Χασάν Μπαμπά, όνομα που παραπέμπει στον δερβισικό τεκέ (μοναστήρι/ησυχαστήριο) που ιδρύθηκε στην περιοχή από τον Χασάν Μπαμπά, δερβίση του μπεκτασικού τάγματος, και τον Ομέρ Μπέη, υιό του πολεμάρχου Τουραχάν Μπέη και κατακτητή της Θεσσαλίας. Λόγω του προνομιακού φορολογικού καθεστώτος που χαρακτήριζε τις γαίες που ελέγχονταν από βακουφικά ιδρύματα που συντηρούσαν δια των εσόδων τους μεταξύ άλλων ιερά τεμένη και τεκέδες, σύντομα γύρω από το χώρο του τεκέ του Χασάν Μπαμπά αναπτύχθηκε ένας οικισμός ο οποίος έλαβε το όνομα Χασάν Μπαμπά, το οποίο διατήρησε μέχρι το 1927 όταν ως αποτέλεσμα του κύματος μετονομασιών οικισμών από το Ελληνικό Κράτος μετονομάστηκε σε Τέμπη.
Ο χώρος του τεκέ περιγράφεται από Οθωμανούς και Ευρωπαίους περιηγητές, ενώ μέσα από τις υπάρχουσες οθωμανικές πηγές που εντοπίστηκαν να εναπόκεινται στο Οθωμανικό Αρχείο της Πρωθυπουργίας (Başbakanlık Osmanlı Arşivi) στην Κωνσταντινούπολη δύναται ο ερευνητής να ανασύρει τα στοιχεία εκείνα που αποδίδουν στον συγκεκριμένο τεκέ το ρόλο ενός θρησκευτικού κέντρου και τόπου προσκυνήματος, τον πυρήνα εγκατοίκισης και ανάπτυξης του ομώνυμου οικισμού του Χασάν Μπαμπά μέσα από την εγκαθίδρυση βακουφίων και τέλος το ρόλο του τεκέ και του οικισμού ως σημείο εκκίνησης και απόληξης του δερβενίου, δηλαδή ορεινής στενωπού, του φαραγγιού και της κοιλάδας των Τεμπών. Ταυτόχρονα, καθώς ο Χασάν Μπαμπά έγινε μετά θάνατο γνωστός ως θαυματουργός, ο τεκές κατέστη τόπος προσκυνήματος για πιστούς μουσουλμάνους αλλά και χριστιανούς, ιδιαίτερα για γυναίκες οι οποίες επιθυμούσαν να τεκνοποιήσουν, καθώς και παιδιά τα οποία αδυνατούσαν να περπατήσουν. Ένα μεγάλου μεγέθους μοναστηριακό συγκρότημα των Μπεκτασήδων αναπτύχθηκε περιμετρικά του τουρμπέ (μαυσωλείου) του ιδρυτή του, συμπεριλαμβανομένου ενός τετράγωνου σχήματος τζαμιού με μιναρέ, το οποίο κατασκευάστηκε από τον Ομέρ Μπέη, καταλύματα για τους δερβίσηδες και τους προσκυνητές, καθώς και μεγάλου μεγέθους μαγειρεία.
Σήμερα, σε μία εποχή όπου ο μουσουλμανικός πληθυσμός του Χασάν Μπαμπά έχει αναχωρήσει και εξαφανιστεί προ πολλού από το χώρο, το μοναδικό στοιχείο που προδίδει την κάποτε ανθηρή παρουσία του είναι το κτίριο του τεκέ του Χασάν Μπαμπά, το οποίο μέχρι προσφάτως βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάσταση, έχοντας πέσει θύμα τόσο της εκθέσεώς του στα καιρικά φαινόμενα, όσο και των βανδαλισμών που κατά καιρούς υφίστατο από διερχόμενους και μη, οι οποίοι εξέφραζαν ένα αδικαιολόγητο πλην όμως δηλητηριώδες μένος απέναντι σε ένα μνημείο το οποίο δεν εκφράζει την «ελληνικότητα» του χώρου και του πολιτισμού του κατά τη στρεβλή εκ μέρους τους θέαση της ιστορίας. Από το 1987, το μνημείο τελεί υπό την αρμοδιότητα της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ενώ σχέδια για την πλήρη αναστήλωση του μνημείου τέθηκαν σε εφαρμογή το 2009. Το 2018 ξεκίνησαν περιορισμένης έκτασης αναστηλωτικά έργα για την υποστήριξη της κατασκευής και τελικά το Δεκέμβριο του 2021 έγινε εκ νέου έναρξη συστηματικών πια εργασιών, οι οποίες αναμένεται να ολοκληρωθούν στα τέλη του 2023.
Το ερώτημα λοιπόν το οποίο τίθεται είναι ποια θα είναι η χρήση του χώρου μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αναστήλωσης. Άποψη του γράφοντος αποτελεί ότι υφίσταται άμεση και αδήριτη ανάγκη ανάδειξης και επαναλειτουργίας του μνημείου ως χώρου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, ιστορικής μνήμης και περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Μία ματιά στο χάρτη αλλά και σε φωτογραφικό υλικό της περιοχής αρκεί πιστεύω να καταδείξει τις δυνατότητες χρήσεως του μνημείου και του περιβάλλοντος χώρου ως ένα σημείο συνάντησης και ανάδειξης των πολυποίκιλων ιστορικών φάσεων όχι μόνο του Λυκοστομίου-Χασάν Μπαμπά-Τεμπών, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Λάρισας, Κατερίνης και του Πλαταμώνα. Το μνημείο βρίσκεται σε ειδυλλιακή τοποθεσία στις όχθες του Πηνειού ποταμού, κάτι που θα επέτρεπε τη δημιουργία στον περιβάλλοντα χώρο και στην παρόχθια έκταση του μνημείου ενός χώρου πολιτιστικών γεγονότων, ενώ η λειτουργία ενός υπαίθριου περιπτέρου κατά τους θερινούς μήνες επί τη βάσει των αρχών της πράσινης ενέργειας (π.χ. εγκατάσταση πλωτής εξέδρας κάτω από την οποία θα μπορούσαν να εγκατασταθούν αθόρυβες υδρογεννήτριες, που θα παρέχουν μέσω της εκμετάλλευσης του ρεύματος του Πηνείου ηλεκτρικό ρεύμα, τόσο στο περίπτερο όσο και στον ευρύτερο μνημειακό/μουσειακό χώρο) θα μπορούσε να προσελκύσει την προσοχή του τοπικού πληθυσμού και ιδίως παιδιών και εφήβων τα οποία έτσι θα έρθουν σε επαφή με την ιστορία του τόπου τους αλλά και τη δυνατότητα επανασύνδεσης του ανθρώπου με την φύση και την ανάγκη σεβασμού προς το περιβάλλον και τις ανάγκες του ως ζωτικού χώρου για τη διαβίωση και επιβίωση του ανθρώπου.
Εν κατακλείδι, αποτελεί θετικό γεγονός η αναστήλωση και συντήρηση των μνημείων, αλλά έτι σημαντικότερη είναι η κατά Μπένθαμ ωφελιμιστική χρήση τους με γνώμονα το στοχασμό και το σχεδιασμό ενός καλύτερου μέλλοντος για τις επερχόμενες γενιές.