Ο Χένρι Κίσσινγκερ ήταν σίγουρα μια από τις πιο σημαντικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στον χώρο της παγκόσμιας πολιτικής και διπλωματίας.
Οι θαυμαστές και οι φίλοι του θεωρούσαν ότι ήταν ο διπλωμάτης του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, οι εχθροί του έβλεπαν έναν κυνικό, ανήθικο πολιτικό, έτοιμο για όλα και χωρίς φραγμούς για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων τρέφει μάλλον αρνητικά αισθήματα προς το πρόσωπο του.
Τον Κίσσινγκερ τον «γνώρισα» στο χώρο εργασίας μου, στο Ριτζ, στο Παρίσι.
Και αυτή η προσωπική αίσθηση που αποκόμισα είναι το θέμα του παρόντος κειμένου.
…
Ερχόταν μόνος ή με την οικογένεια του· τον είδα αρκετές φορές από το 1998 ως το 2012. Με «αναγνώριζε» απλά – αφού με άκουγε όλα αυτά τα χρόνια να παίζω – ως τον πιανίστα.
Χαιρετούσε ευγενικά από μακριά με ένα νεύμα.
Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν το 2012, λίγους μήνες πριν το κλείσιμο του Ριτζ για την τετράχρονη ανακαίνιση του.
Στο τέλος ενός ραντεβού του, πριν αποχωρήσει με τους συνομιλητές του, κατευθύνθηκε – η μοναδική φορά – προς το πιάνο, περπατούσε λόγω ηλικίας αργά και δύσκολα και χαμογελαστά με ρώτησε:
-Πως σας λένε;
-Γιάννη
-Είστε Γάλλος;
-Έχω γαλλική υπηκοότητα, είμαι ελληνικής καταγωγής
-Ευχαριστώ για τη μουσική σας όλα αυτά τα χρόνια
-Εγώ σας ευχαριστώ κύριε
-…
-«Good job!»
-Ευχαριστώ πολύ, το κομπλιμέντο σας με τιμάει ιδιαίτερα.
Μετά από μια σύντομη παύση:
-Λοιπόν Γιάννη… good luck!
Το εντυπωσιακό στον Κίσσιγκερ ήταν τρόπος που τον κοιτούσαν οι συνομιλητές του. Με έντονο θαυμασμό και ανεξέλεγκτο δέος.
Διαδοχικά ραντεβού διάρκειας μιας ώρας, σπάνια παραπάνω. Το ένα διαδεχόταν το άλλο, με ολιγόλεπτο κενό.
Συνομιλητές του, πολιτικοί όλων των εθνικοτήτων, αρχηγοί κρατών εν ενέργεια ή πρώην, υπουργοί, διπλωμάτες, πρόεδροι μεγάλων πολυεθνικών, Άραβες με παραδοσιακές ή μη ενδυμασίες, Αφρικανικές αντιπροσωπίες, όλοι οι συνομιλητές του είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό· κρέμονταν από τα χείλη του.
Σπάνια υπερέβαιναν τους δύο.
Κάπου κάπου έθεταν ένα ερώτημα, ακολουθούσε σύντομος διάλογος και έπειτα άρχιζε ο μονόλογος – ανάλυση του Κίσσιγκερ.
Είχα την τύχη το αγαπημένο του τραπέζι να είναι κοντά στο πιάνο, έτσι συχνά, χαμηλώνοντας την ένταση του παιξίματος, άκουσα αρκετές αναλύσεις του, αποσπασματικά βέβαια, ομολογώ ότι με ενδιέφεραν πολύ, ιδίως όταν γνώριζα τους συνομιλητές του.
Όλα αυτά γινόταν σε δημόσιο χώρο, υποθέτω ότι θα είχε και μυστικές συναντήσεις στη σουίτα του.
Εύκολα αντιλαμβανόσουν ότι οι συναντήσεις γινόταν ύστερα από αίτηση των συνομιλητών και πολύμηνη αναμονή.
Τα περισσότερα ερωτήματα αφορούσαν γεωπολιτικοστρατηγικά ζητήματα και διεθνείς πολιτικές ισορροπίες.
Υποθέτω ότι οι συμβουλές του και οι αναλύσεις του στους επιχειρηματίας ήταν αμειβόμενες.
Οι πολιτικοί συνομιλητές του προέρχονταν από όλους τους ιδεολογικούς χώρους, από την δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά, και όλοι «ρουφούσαν» τις αναλύσεις του.
Ένοιωθες στα βλέμματα τους, τον σεβασμό του μαθητή απέναντι στον σοφό δάσκαλο.
Ένας από αυτούς, ο σοσιαλιστής πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας στη κυβέρνηση του σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν, διευθυντής του προεδρικού γραφείου στο Elysées στην 14χρονη θητεία του Μιτεράν και στενός συνεργάτης του, ο Υμπέρ Βεντριν, αναφέρεται διεξοδικά στο τελευταίο του βιβλίο για τις συνομιλίες που είχε το 2007 στο Ριτζ με τον Κισσιγκερ εκφράζοντας τον θαυμασμό του για τον Αμερικανό πολιτικό και διπλωμάτη, την γοητεία που εξέπεμπε στους συνομιλητές του, μην παραλείποντας να υπενθυμίσει ότι ήταν ένας Αμερικανός πολιτικός που αυτό που τον ενδιέφερε και προωθούσε ήταν πρώτα από όλα τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Τίποτα άλλο.
Τα υπόλοιπα ήταν δευτερεύοντα.
Φυσιολογικό δεν είναι; Τι θα περίμενε ο οποιοσδήποτε πολίτης από τους πολιτικούς εκπροσώπους του; Να υπερασπίζεται τα εθνικά τους συμφέροντα φυσικά.
Είναι ηθικό; Ανήθικο; Σωστό; Έντιμο; Κατακριτέο;
Ο Ντε Γκωλ έλεγε: «Τα κράτη δεν έχουν φιλίες. Έχουν μόνο συμφέροντα».
Και αυτά τα συμφέροντα υποχρεούνται να υπερασπίζονται οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κάθε κράτους. Και εμείς σαν Έλληνες αυτό περιμένουμε από τους δικούς μας εκλεγμένους πολιτικούς εκπροσώπους, να προασπίζονται τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Και προφανώς αυτό έκανε και ο Κίσσινγκερ για τη δική του χώρα, η οποία επιπλέον, την εποχή που την υπηρετούσε τύχαινε να είναι μια από τις δυο υπερδυνάμεις, οι οποίες ενδιαφερόταν κυρίως για τα συμφέροντα τους και την υπεράσπιση της πολιτικής τους χωρίς να τις απασχολούν οι τυχόν «παράπλευρες απώλειες».
Ο κάθε Κίσσινγκερ, Ταυλλεράνδος, Μέτερνιχ κλπ. προκάλεσαν ηθελημένα ή αθέλητα πολλά θύματα και μεγάλη δυστυχία με τις αποφάσεις τους.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Universal History Archive/Getty Images