(Κάποιες Χριστουγεννιάτικες Παραλλαγές)
…
Η Τροφαντή Καμήλα
Κάθε χρόνο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα μέλη του Ομοφοβικού Πολιτιστικού Συλλόγου Νότιας Λάρισας “Η Οσία Κόνα Κάι”, ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης. Δεν λένε όμως τα κάλαντα, άλλα μεταμφιέζονται σε καμήλες ή σε πεκινουά και κραδαίνοντας τρόμπες ποδήλατων, αναστατώνουν τις γειτονιές φωνάζοντας δυνατά, διάφορα εορταστικά -ομοφοβικά πάντα- συνθήματα, κατά βάση υβριστικά προς τους κατοίκους γειτονικής παραθαλάσσιας Θεσσαλικής πόλης. Σκοπός τους είναι να παραπλανήσουν τους στρατιώτες του Ηρώδη που ψάχνουν να βρουν το νεογέννητο Ιησού, ώστε να μην μπορέσουν να τον σκοτώσουν ή εναλλακτικά, σε περίπτωση που τα τσιράκια του Ηρώδη κάνουν σωστά την δουλειά τους, να τα αναγκάσουν να σηκώσουν τα μπατζάκια τους, α, μέχρι τον αστράγαλο.
Αυτό το πράγμα, το σήκωμα δηλαδή των παντελονιών, σε στιλ “Κάπρι”, χλευάζεται από τους φωνακλάδες εορτάζοντες, ως “γυναικωτό”. Ή όπως λένε -περήφανα ομοφοβικά- μεταξύ τους:
“Κοίτα τον αυτόν ρε. Είναι σαν Τροφαντή Καμήλα!”
Ο Μπαρμπαβλάσης
Στα ορεινά χωριά της βόρειας Θεσσαλίας, από τις παραμονές των εορτών ο γκέι νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γέρο, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζετε Χριστόξυλο ή αλλιώς, Κόντρα-Πλακέ, και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Αν βέβαια, το σπίτι είναι αυθαίρετο, προ του 1981, χωρίς δήλωση τακτοποίησης, το ξύλο φυλάσσεται στο ψυγείο και χρησιμοποιείται μόνο για διακοσμητικούς ή θωπευτικούς σκοπούς. Στην πρώτη περίπτωση, την καλή, αφού καεί, η στάχτη του προφυλάσσει το σπίτι και τα χωράφια από το κακό, οπότε ανακατεύεται με ποτάσα και μπακάρντι και προσφέρεται στον πρώτο περαστικό που θα ξέρει να απαντήσει ακαριαία, χωρίς να σκεφτεί: “Ποια είναι η πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας”.
Αυτό το ποτό, να σημειώσουμε, λέγεται “Μπαρμπαβλάσης” και θεωρείται από τους Θεσσαλούς πολύ γκέι να το πίνεις, ιδίως αν φοράς τακούνια χρώματος μπρονζέ.
Το Τάισμα Της Βρύσης
Οι λεσβίες κοπέλες των χωριών των -πολύ- ορεινών Αγράφων, τα χαράματα των Χριστουγέννων, ή την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση του χωριού “για να κλέψουν το άκραντο νερό”. Το λένε “άκραντο”, δηλαδή αμίλητο, γιατί δεν βγάζουν τσιμουδιά σ’ ούλη τη διαδρομή μέχρι τη βρύση, παρά μόνο ακούνε από φορητά τραντζιστοράκια παλιούς αγώνες της ποδοσφαιρικής ομάδας με τα βυσσινή. Όταν φτάνουν στην βρύση, αλείφουν το στόμιο με βούτυρο, μέλι και μπέιμπι-όιλ και επιδίδονται σε άσεμνες χειρονομίες, σεξουαλικά υπονοούμενα και σέξι ποσταρίσματα σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο τριχωτό τσαρδί τους. Για να έχουν καλή σοδειά στα χωράφια και στα stories τους, όταν φτάνουν εκεί, την “ταΐζουν”, με διάφορες λιχουδιές, όπως ψωμί, τυρί, μπαταρίες ή αγγούρια. Όποια πηγαίνει πρώτη στη βρύση, ή όποια παίρνει το πρώτο like, αυτή θα είναι και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα μια μπανάνα, τρεις ροχάλες, και ένα βικς για τη μύτη [ Σ.τ.Σ. άλλο ένα φαλλικό υπονοούμενο!]. Στη συνέχεια “κλέβουν το νερό”, αυνανίζονται και γυρνάν στα σπίτια τους, αμίλητες πάλι, άλλα απίστευτα ξαναμμένες. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ρίχνει η μια σκαμπίλια στην άλλη, ενώ σκορπούν γυμνόστηθες στην πλατεία του χωριού αλεύρι ολικής άλεσης, ή εναλλακτικά μπάρες βρώμης.
Το υπόλοιπο χωριό παρακολουθεί σύσσωμο το ανωμαλιάρικο ξέσπασμα των γυναικών, οχυρωμένο στο κοινοτικό κατάστημα, γιουχάροντας και προβαίνοντας σε ομοφοβικά σχόλια, που ακούγονται στη διαπασών από τα κοινοτικά μεγάφωνα.
Το Πάντρεμα της Φωτιάς
Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Δυτικής Θεσσαλίας “παντρεύουν”, τη φωτιά. Παίρνουν, δηλαδή, ένα ξύλο με αρσενικό όνομα κι ένα άλλο με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους και τους λογιστές. Επιστρέφοντας από την εκκλησία στο σπίτι, τα γκέι αγόρια τοποθετούν -καλού κακού- δίπλα στο κρεβάτι τους μια Μπάρμπι-Τρανς Ιερόδουλο (τα γκέι κορίτσια τοποθετούν μια στοίβα από χαρτάκια Πανίνι). Μετά, αφού τα πράγματα ησυχάσουν, κατεβαίνουν όλοι στο τζάκι και παρακολουθούν ήσυχα πως καίγονται τα ξύλα, στήνοντας μάλιστα συχνά και μια μικρή γιορτούλα, κάτι σαν λούνα-παρκ, εκεί στο στολισμένο καθιστικό, που συνήθως περιλαμβάνει μια εμποροπανήγυρη με τοπικά βιολογικά προϊόντα από γκέι παραγωγούς, μια ρόδα, συγκρουόμενα και μια γκέι μπαλαρίνα. Φροντίζουν ιδιαίτερα τα κλαδιά, να είναι λυγερά, και παρακολουθούν με ενδιαφέρον ποιο κλωνάρι θα καεί πρώτο, καθώς λένε πως αυτό είναι καλό σημάδι για το το αγόρι, και συγκεκριμένα πως θα είναι αυτός που θα παντρευτεί.
Το κλωναράκι που δεν θα καεί, το βάζουν -μαζί με ένα γκι- σε ένα σουτιέν και το κρεμούν στην εξώθυρα του σπιτιού τους, μαζί με ένα σημείωμα που λέει:
“Δεν Θέλω Ου”
Έξτρα ομοφοβικό έθιμο για το τέλος:
Τα Προυγκάτσια
Στον Π____ τα γκέι παιδιά βγαίνουν στους δρόμους του χωριού για να πουν τα “κόλιαντα” μια μέρα νωρίτερα από την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή στις 23 Ιανουαρίου. Τα γκέι αγοράκια, από νωρίς το πρωί, ξεχύνονται στα σοκάκια του χωριού και φωνάζουν το περίφημο άσμα: “Kόλντα, Μπάμπου, Τσικ, Τσικ, Άνταμτσικ ….” γεγονός που τους γεμίζει -γκέι- υπερηφάνεια άλλα εξοργίζει τους ηγουμένους της παρακείμενης Μονής γιατί αναστατώνει το μποτέ τους. Ανήμερα τα Χριστούγεννα όλα τα γκέι παλικάρια του χωριού χωρίζονται σε μικρές ομάδες και γυρνάν σε όλα τα σπίτια. Στο δρόμο λένε τραγούδια, όπως το “Να ‘τανε το 21” ή το “1992 μαζί κι αυτό τον χρόνο, μαζί εμείς οι δυο” και μέσα στα σπίτια τραγουδάνε το: “Σαράντα μέρις έχουμι Χριστό που καρτερούμε…”
Τα Προυγκάτσια, δηλαδή οι παρέες των γκέι παλικαριών, όταν έμπαιναν στο σπίτι κάθονταν, όπου τους έβαζαν οι νοικοκυραίοι, συνήθως μέσα στις ντουλάπες, και τραγουδούσαν εναλλάξ δυο-δυο τα παραπάνω τραγούδια. Κι αυτό για να “ξεκουράζουν” τη φωνή τους. Εξάλλου έπρεπε να τραγουδήσουν σε πολλά σπίτια και μέχρι αργά το βράδυ της μέρας των Χριστουγέννων. Όταν θα ’ρχονταν τα Προυγκάτσια στο σπίτι, έπρεπε όλα τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται εκεί. Σπίτι κλειστό τα Προυγκάτσια δεν έπρεπε να βρουν. Το ’χανε σε κακό. Κάθονταν, τραγουδούσαν, έπαιρναν το κέρασμά τους, το φιλοδώρημά τους (χρήματα ή λοσιόν) και φεύγανε για άλλο σπίτι.
Δεν ήταν πολύ ομοφοβικό, έτσι;
*Φωτογραφία εξωφύλλου: moretransistorssmashed