Μόλις συνειδητοποίησα ότι στοιχεία γεωγραφικής και δημογραφικής κατανομής έχουν καθορίσει τη δική μου σχέση με το ποδόσφαιρο. Καθώς και κοινωνιολογικής φύσης. Σαν να είμαι δείγμα σε ερευνητική μελέτη. Το εντυπωσιακό είναι ότι μέχρι να επιχειρήσω να γράψω το παρόν, θεωρούσα πως εγώ προσωπικά ουδεμία σχέση έχω με το άθλημα. Αλλά τελικά έχω· όπως μάλλον όλοι μας αναπόφευκτα λόγω της μαζικότητας του φαινόμενου.
Το προσωπικό προφίλ περιλαμβάνει έναν πατέρα, μια παιδική ηλικία, έναν παιδικό έρωτα, μία πόλη και πολλές ιστορίες.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λάρισα και ήμουν 7 χρονών όταν ο Χαλάμπος Μπλιώνας έχασε τη ζωή του στο Αλκαζάρ σε ματς της ΑΕΛ με τον ΠΑΟΚ από φωτοβολίδα και έγινε το πρώτο θύμα οπαδικής βίας στην Ελλάδα. Είμασταν στο αυτοκίνητο, επιστρέφαμε από μια κυριακάτικη εκδρομή και ο πατέρας μου άκουγε φυσικά αναμετάδοση στο ραδιόφωνο, ήταν το κλασικό τίμημα μιας κυριακάτικης εκδρομής και έχω ακόμη αυτή την ανάμνηση της ναυτίας που μου προκαλούσε πάντα ο ήχος της αναμετάδοσης· από το ραδιόφωνο μάθαμε το συμβάν, το «ατυχές» όπως το χαρακτήρισε ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης του γηπέδου και ο αγώνας συνεχίστηκε κανονικά (!). Πάντα οι τραγωδίες σε αγγίζουν περισσότερο όταν σε πλησιάζουν κάπως, θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου εκείνη την ημέρα στο γήπεδο αν δεν είχε ενδώσει στην εκδρομή. Ο πατέρας μου άλλωστε ήταν από τις κλασικές περιπτώσεις του μεγάλου ποδοσφαιρικού ταλέντου που η ζωή τον πρόδωσε, ή έστω η μητέρα μου του σταμάτησε την καριέρα του όταν τη γνώρισε κατά τα λεγόμενα του. Και αφού σταμάτησε να παίζει, παρακολουθούσε· φανατικά· από το γήπεδο, από την τηλεόραση, από το ραδιόφωνο, από όπου μπορούσε. Έστελνε και πακέτα με παυσίπονα στους φίλους του όταν η ομάδα τους, των άλλων, έχανε και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Και γω έπαιζα μπάλα μικρή. Όχι λόγω του μπαμπά. Απλά ήμουν το μόνο κορίτσι σε ένα ευρύ οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, οπότε έπαιζα μπάλα με τα άλλα αγόρια. Συνήθως ήμουν ο δεύτερος τερματοφύλακας. Ταυτόχρονα με τον πρώτο. Ήμουν μικρούλα, τι να με κάνανε;
Όταν η ΑΕΛ πήρε το πρωτάθλημα το ΄88 ήμουν λίγο μεγαλύτερη, ήμουν εννιά χρονών. Και η πόλη παρέλυσε, τα μπουζούκια έκαναν τζίρο ρεκόρ εκείνο το βράδυ και ο κόσμος στην Κεντρική Πλατεία τραγουδούσε τις «Αμπάρες» του Χριστοδουλόπουλου. Ντεκαντάνς θα μου πεις. Δεν θυμάμαι και πολλά, μόνο ένα τρελό πανήγυρι παντού. Και μια δικαίωση. Πρώτον γιατί είχε κινδυνέψει πιο πριν η ΑΕΛ να χάσει στα χαρτιά τον τίτλο γιατί ο Τσίγκοφ είχε βρεθεί ντοπαρισμένος και ο αθλητικός δικαστής αποφάσισε να μηδενίσει τη Λάρισα, οι οπαδοί της όμως για πέντε μέρες απέκλεισαν την εθνική οδό, τη σιδηροδρομική γραμμή, έκαψαν λάστιχα και αποχώρησαν μόνο όταν τροποποιήθηκε ο σχετικός νόμος. Και μια υπερηφάνεια. Η ΑΕΛ ήταν η πρώτη επαρχιακή ομάδα που κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας. Και αυτό ήταν μεγάλο γεγονός, για όλους, για όλη την πόλη. Ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια μιας αθλητικής επιτυχίας. Ήταν λες και κερδίσαμε τον πόλεμο. Προσκυνούσαμε κυριολεκτικά σώβρακα και φανέλες που έλεγε και ο Πανούσης.
Αν δεν το χεις δει αυτό να συμβαίνει σε μια ολόκληρη πόλη, και να συμβαίνει οριζόντια χωρίς ταξικές, οικονομικές και μορφωτικές διαφοροποιήσεις, ενδεχομένως δεν μπορείς να καταλάβεις την οπαδική ψυχολογία και την ψυχολογία της μάζας. Ο Γάλλος κοινωνικός ψυχολόγος Serge Moscovici έλεγε πως «το κοινό στα γήπεδα συνιστά μια ασπόνδυλη μάζα, ομοιογενή και απρόσωπη, όπου η ατομική κρίση καταργείται μέσα στην γιορταστική χαρά της συνεύρεσης και στην ομόθυμη κινητοποίηση ενάντια στον αντίπαλο». Για ομοιογένεια μιλούσε και ο Γκυστάβ Λε Μπον στο βιβλίο του Η Ψυχολογία των μαζών: «Οποιαδήποτε και αν είναι τα άτομα που τη συνθέτουν (τη μάζα) οσοδήποτε και αν μοιάζει ο τρόπος ζωής τους, τα επαγγέλματα τους, ο χαρακτήρας τους, η νοημοσύνη τους, το γεγονός ότι έχουν μεταμορφωθεί σε μάζα τους καθιστά κατόχους ενός είδους συλλογικού πνεύματος που τους κάνει να αισθάνονται, να σκέφτονται και να ενεργούν με τρόπο τελείως διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο κάθε άτομο χωριστά θα αισθανόταν, θα σκεπτόταν και θα έπραττε».
Δεν μπορείς να καταλάβεις τη δύναμη της συλλογικής ταυτότητας.
Το ξαναέζησα με το Euro το 2004, τότε που όπως γλαφυρά γράφτηκε η Ελλάδα τρέλανε τον ποδοσφαιρικό πλανήτη και στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Δεν ήταν μια πόλη πλέον, ήταν μια χώρα. Και γω στην ίδια πάντα πόλη, τη Λάρισα, έφτασα στο σημείο με την κολλητή μου να βγούμε έξω και να δούμε μόνες μας το ματς με τη Γαλλία, τότε που ο κόσμος ούρλιαζε «λήξτο» μετά το γκολ στο 65’. Εντυπωσιακό γιατί από το πανεπιστήμιο είχα αποστασιοποιηθεί πλήρως από το ποδόσφαιρο που στη σχολική μου ζωή κυριαρχούσε λόγω του παιδικού μου έρωτα που ήταν παθιασμένος με την ΑΕΛ· για εκείνον ήταν θρησκεία. Μαζί του είχα πάει και τις πρώτες φορές στο γήπεδο, όπου άκουσα την απίθανη κατάρα φιλάθλου προς τον διαιτητή «που να γυρίσεις σπίτι σου και να βρεις ξένες παντόφλες».
Ένας κόσμος ολόκληρος το γήπεδο. Ένας άλλος κόσμος. Που τουρτουρίζει στο κρύο, ψήνεται στη ζέστη. Που πάσχει, συμπάσχει, βρίζει, εξαγριώνεται και εκτονώνεται. Σε παράκρουση, στα κάγκελα. Που θα πετάξει το μπουκαλάκι με το νερό, το κουτάκι της μπύρας, το παπούτσι του – έχει συμβεί και αυτό – τη φωτοβολίδα.
Πως φτάνεις να πετάξεις την φωτοβολίδα άραγε;
Ίσως πιο εύκολα από όσο μπορείς να φανταστείς.
Η ψυχολογία των φιλάθλων έχει τόση δύναμη, καλύπτει τόσες ανάγκες· αυτή της ταυτότητας – ατομικής και συλλογικής -, του ανήκειν, της φιγούρας, της αυτοεκτίμησης, της απόδρασης, της ευφορίας, της εκτόνωσης, της εκτόνωσης της επιθετικότητας…
Το γήπεδο υπήρξε ανέκαθεν ένας τόπος κοινωνικοποίησης. Η συλλογική εμπειρία με τα τελετουργικά της στοιχεία, δημιουργεί σταδιακά ένα σταθερό δεσμό με μία συλλογικότητα. Η ομάδα μετατρέπεται σε ίνδαλμα και οι οπαδοί σε πιστούς ακόλουθους με απόλυτη αφοσίωση στην ομάδα. Ο δεσμός αυτός γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του οπαδού, ο οποίος τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να εξηγήσει ακριβώς τους λόγους αυτής της αφοσίωσης που μπορεί να φτάσει και σε αποκλίνουσες συμπεριφορές. Μοιάζει ο οπαδισμός με στοιχεία αρνητικής ταυτότητας που αποκτά μέσα από την ομάδα, να είναι προτιμότερος για τον συμμετέχοντα από την απουσία της όποιας ταυτότητας.
Η ατμόσφαιρα της κερκίδας γίνεται τελετουργική. Ρυθμικά χειροκροτήματα, τραγούδια, ύμνοι, ζητωκραυγές και συνθήματα, διαμορφώνουν ένα κλίμα συλλογικής έξαψης και φανατισμού. Λες και ακούς ιαχές πολέμου και ο στόχος τείνει να αποκλίνει από την ανύψωση του ηθικού της ομάδας στην ξεκάθαρη επίθεση στον αντίπαλο. Το μίσος για τον «άλλο», για τον «εχθρό» που φοράει διακριτικά άλλης ομάδας, μοιάζει να είναι μεγαλύτερο από την αγάπη για την ομάδα.
Πάντα με εντυπωσίαζε αυτή η τάση του ανθρώπου να έχει κάποιους να λατρεύει και κυρίως κάποιους να μισεί.
Υπάρχουν άλλωστε θεωρίες περί επιθετικότητας που διατυπώθηκαν σε ψυχαναλυτικό και συµπεριφορικό πλαίσιο προκειμένου να εξηγήσουν το φαινόμενο του οπαδισμού, με τις επιμέρους σχολές του που θέλουν την επιθετικότητα είτε ως εγγενές ένστικτο, είτε ως προϊόν εκμάθησης μέσω της παρατήρησης, της ταύτισης και των προσωπικών εμπειριών. Η ανθρώπινη επιθετικότητα βρίσκει έφορο έδαφος, είναι προφανές, στην οπαδικότητα και συχνά η οπαδική βία βγαίνει από το χώρο των γηπέδων, ανεξαρτητοποιείται από τους αθλητικούς αγώνες και μετατρέπει αυτή την ιδιότυπη αντιπαλότητα μεταξύ των οπαδών σε ανταρτοπόλεμο που φτάνει και σε νεκρούς. Και τότε γίνεται ακόμη μεγαλύτερο κοινωνικό φαινόμενο.
Και αναρωτιέμαι πάλι, πόσο εύκολο είναι να πετάξεις μια φωτοβολίδα; Αν στο παιχνίδι της κερκίδας βρίσκεις ένα νόημα ζωής ίσως πολύ εύκολα.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: The Studio B Photography Atlanta στο flickr