Είχα σταματήσει το παιχνίδι, γιατί και οι άλλοι νομίζω τελειώνανε, λασπωμένος μέχρι τ’ αυτιά, και ξεκίνησα προς το μέρος της. Στεκόταν κάτω από το μεγάλο δένδρο, δεξιά, από την πλευρά που κάναμε επίθεση. Την έβλεπα να τρίβει τους ώμους της για να ζεσταθεί. Φορούσε τα καφέ γαντάκια της, εκείνα στο χρώμα ανάμεσα στο χώμα και στη μόκα, κι ερχόταν προς το μέρος μου.
Θεέ μου ήταν τόσο όμορφη!
Την πήρα από τον ώμο και της είπα αυτά που εκείνη την ώρα ερχόταν στο μυαλό μου. Ότι την αγαπώ και ότι αυτή είναι η έμπνευση και ο σκοπός μαζί και ότι την ευχαριστώ και ότι ήθελα, αν ήθελε και εκείνη, να ζήσουμε για το υπόλοιπο μαζί, άμα θέλει, παρακαλώ πολύ. Ευχαριστώ.
Με ρώτησε αν αυτό ήταν πρόταση γάμου κι εγώ της είπα δεν ξέρω, μάλλον όχι, μπορεί, δεν ξέρω, αλλά μην το βλέπει έτσι, μια απλή ερώτηση είναι. Άμα θέλει να ήμαστε μαζί, μέχρι το τέλος. Εγώ πάντως θέλω .. Γι αυτό ρωτάω και σένα. Άμα το θες και εσύ.
Μετά χαμογέλασε –το πιο όμορφο μουτράκι του κόσμου!– είπε και βέβαια θέλω και σηκώθηκε στις μύτες να φιληθούμε και θυμάμαι μπλε μάτια, υγρά, δακρυσμένα και ξανθιές λεπτές φλόγες, σαν τούφες και λευκό στόμα και κόκκινα ροζ χείλη και το μαύρο του σκοταδιού που λάμπει σαν ασήμι όταν κλείνεις τα μάτια σου με δύναμη.
Τότε δεν είχαμε λεφτά. Τότε δεν είχε σημασία για μας. Τώρα μας νοιάζει περισσότερο που τότε δεν είχαμε λεφτά.
Γιατί, βέβαια, τώρα έχουμε λεφτά. Με ουρά. Μάλιστα. Σπουδαίοι μαλάκες.
Την γνώρισα σε ένα πάρτι. Κλασική ιστορία θα μου πείτε. Ας πούμε ότι είναι έτσι. Δεν είναι. Δεν είναι καθόλου κλασική ιστορία! Αλλά πάλι, είμαι τόσο κουρασμένος να σας εξηγήσω. Ας πούμε ότι απλά γνωριστήκαμε σε μια χριστουγεννιάτικη γιορτή. Σε ένα σπίτι μιας άγνωστης και για τους δυο μας, φίλης φίλων. Το ‘χετε; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να καταλάβετε ότι τότε πηγαίναμε στο πάρτι μιας άγνωστης δασκάλας αγγλικών, που έκανε το διδακτορικό της ας πούμε, μόνο και μόνο γιατί θα πήγαινε και ο κολλητός σου. Τότε δεν δίναμε σημασία, διάολε, ποιος κάνει ένα κωλοπάρτι και ποιος θα είναι εκεί. Τότε βέβαια δεν είχαμε λεφτά. Όποτε μια δωρεάν βραδιά ήταν για μας μια χαρούμενη βραδιά. Δεν χρειαζόταν να πληρώσουμε για να δούμε κόσμο, να πιούμε, να φλερτάρουμε, να ζηλέψουμε και αυτό μας έκανε δίπλα ευτυχισμένους. Εκεί την γνώρισα. Σε μια τέτοια βραδιά. Είμαι σίγουρος –αν και δεν το θυμάμαι ότι από μέσα μου θα παρακαλούσα να είχε λεφτά. Έτσι για αλλαγή από εμένα που δεν είχα μια.
Ένα τηλέφωνο σταμάτησε τις σκέψεις μου. Ήταν η μητέρα μου. Ρωτούσε τι θα κάνουμε τις γιορτές. Ποτέ μου δεν την κατάλαβα. Ήταν ψεύτικη ή αληθινή; Δηλαδή, θέλω να πω, δεν ήθελε πραγματικά να μάθει τι θα κάνουμε τις γιορτές, αλλά αν θα περνούσαμε να την δούμε. Δεν θα το έλεγε βέβαια ποτέ κατάμουτρα. Δεν θα έλεγε “Θα ήθελα να περάσετε να σας δω”. Όχι! Δεν θα στο έλεγε ποτέ έτσι. Μόνο πλάγια. Ή έτσι τουλάχιστον λέω εγώ. Εγωισμός ή αγάπη; Ψεύτικη ή αληθινή; Δεν πρόλαβα να μαδήσω όλα τα ερωτήματα και το γαμημένο ξαναχτύπησε.
Ήτανε “η αγάπη μου”. Για το πάρτι. Γι αυτό που θα πάμε τώρα. Αυτά τα Χριστούγεννα. Πρέπει, λέει, να βρω τον οδηγό και να τον στείλω στη κάβα γιατί είναι βαριά τα κρασιά και δεν μπορεί, λέει, να τα φορτώσει μόνη της. Και αν δεν τον βρω, να πάω εγώ. Μάλιστα. Σοβαρά. Τέτοια προβλήματα έχουμε. Μάλιστα. Τον βρήκα όμως. Γιατί κι εγώ τώρα είμαι τρύπιος. Όχι μόνο αυτή. Τον έστειλα πολύ ψυχρά και ωραία. “Λυπάμαι φίλε. Έχω άσχημα νέα. Πρέπει να πεταχτείς μέχρι το κέντρο. Η κυρία έχει ένα προβληματάκι στην κωλοκάβα”. Μια από της φορές που λάτρεψα την ηδονή της διαταγής. Σιγά μην κατέβαινα εγώ! Είμαι σίγουρος ότι ψοφούσε να με δει να τυραννιέμαι κουβαλώντας μπουκάλια και δώρα και πακέτα και και να με σέρνει μαζί της από μαγαζί σε μαγαζί.
Μάγκα μου, αυτό το πρωινό δεν θα κατέβαινα στο κέντρο με την κομψή ξανθιά μου γυναίκα ούτε νεκρός. Ή μάλλον μόνο νεκρός. Αν θέλει, όταν τα τινάξω, ας γυρνάει την στάχτη μου, κλεισμένη σε κανα μικρό ξύλινο βαρελάκι μινιατούρα, δεμένο στον λαιμό της Έστελ, του βρωμοκανίς της, σ’ όλα τα κοσμηματοπωλεία και σ’ όλους τους Οίκους και σ’ όλα τα εστιατόρια και τα κωλοκαφέ του μονάκριβου κέντρου της. Δεν θα με νοιάξει καθόλου.
Έστειλα, που λέτε, “κάποιον από το προσωπικό” όπως έλεγε πάντα – ειδικά μπροστά σε κόσμο – να την βοηθήσει με τα κωλοκρασιά της. Φέτος θα μας πάει, λέει, σε ένα πολύ “χομ κλίν” πάρτι. Έτσι λέει. Θέλει, λέει, κάτι απλό αυτές τις γιορτές.
Απλός είναι ο κώλος μου. Και “χομ κλιν” μαζί.
Εγώ της είπα. Να κάνουμε κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Κάτι. Ας πάμε σε καμιά συναυλία. Να φορέσουμε τζιν. Να πάμε και με την μηχανή άμα θέλει. Μετά να την βγάλω για κανα ποτό. Όρθιοι. Και σε κανα κλαμπ άμα θέλει. Έτσι, για ένα ποτό μόνο. Να μπούμε, να δούμε καμιά καινούργια άγνωστη φάτσα, ν’ ακούσουμε καμιά μουσική και να φύγουμε. Να κλείσω και τραπέζι άμα θέλει.
Δεν ήθελε.
Μάλλον με βρήκε πάλι “αφόρητα παιδικό” και εκτός του δικού της φίλινγκ γι’ αυτές τις γιορτές. Το βρήκε χαζό να μην περάσουμε τις γιορτές με “καλούς φίλους”. Αυτό πάντα με πέθαινε. Οι καλοί φίλοι. Όχι σκέτο φίλοι. Ήταν “καλοί φίλοι” και αυτό μάγκα μου, είναι κάτι διαφορετικό. Οι “φίλοι” είναι άλλο πράγμα. Οι “καλοί φίλοι” κάτι άλλο. Είναι αυτοί από τη δουλειά ή αυτοί από αυτά τα κωλοπάρτι που συνηθίζουμε να πηγαίνουμε τελευταία. Αυτά στα σπίτια των προαστίων. Ή του κέντρου.
Μπροστά σε τζάκια, πάνω σε μοκέτες, με τις ακριβές μυρωδιές και τα χαχανίσματα και τα κάτι ελάχιστα ναρκωτικά –να το παίξουμε και λίγο αλήτες– και με τις πλούσιες κουβέντες μας, για τα ταξίδια μας, για τα σκυλιά μας και για τα παιδιά μας. Να χαζεύουμε την νυχτερινή απαστράπτουσα πόλη πίσω από κομψές τζαμαρίες και να λέμε “Ωραίες τζαμαρίες. Πολύ κομψές. Τέτοιες βάλαμε και εμείς στο βουνό. Έχουν και σένσορα για να σκουραίνουν στον ήλιο”.
Κι αυτές είχαν σένσορα.
Και τέσσερα αυτοκίνητα.
Και τρία σπίτια.
Και οδηγό.
Και λεφτά.
Σαν και μας.
Για αυτό ήταν “καλοί φίλοι”.
Όχι σκέτο “φίλοι”.
Γύρισε πριν από λίγο. Εγώ προσπαθούσα απεγνωσμένα να θυμηθώ το όνομα ενός παλιού αγαπημένου σκηνοθέτη. Άκουσα ότι έβγαζε καινούρια ταινία. Είχα ν’ ακούσω το όνομα του χρόνια. Ήταν χαμένος. Μάγκα μου, αν είμαι κάτι τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι αυτό. Χαμένος.
Στο ραδιόφωνο τα άκουγα αυτά, στο γραφείο μου, δυνατά, κι αυτό είχε αρχίσει να την εκνευρίζει και το καταλάβαινα και δυνάμωνα την ένταση επίτηδες κι άλλο, για να την ενοχλεί. Τώρα, όταν κάτι την ενοχλεί σε ‘μενα το κρατάει μέσα της. Δεν λέει τίποτα. Μόνο κάτι πλάγια, δικά της, που δεν τα μασάω πια, δεν με νοιάζουν και το απολαμβάνω να την ενοχλώ. Θεέ μου, έχω αρχίσει να γίνομαι κυνικός μαζί της. Νιώθω ένα περίεργο είδους μίσους για ‘κείνη. Ένα στοργικό μίσος. Τη μισώ με στοργή, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, άλλα Θεέ μου, μου φαίνεται τόσο κάλπικη και τόσο πουλημένη και ψεύτικη, πιο πολύ ακόμα κι από ‘μενα, τον πρωταθλητή των κάλπηδων, κι αυτό μ’ εξοργίζει. Την είχα πάντα για τον ορισμό της Αλήθειας και του Αυθόρμητου και του Γλυκού και του Όμορφου.
Τότε.
Γιατί τώρα έχουμε λεφτά με ουρά και ‘γω είμαι ένας τρύπιος κι εκείνη μια ψωνισμένη.
Τρομερό ζευγάρι ε;
Το ήξερα από την αρχή ότι ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: John French