«Ένα ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας» όπως το χαρακτήρισε ο Κορνήλιος Καστοριάδης ένας από τους περίπου 200 τυχερούς επιβάτες του.
…
«Ματαρόα» στα πολυνησιακά σημαίνει «Η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια».
Αυτό το Νεοζηλανδέζικο οπλιταγωγό πλοίο, μέρος Αγγλικής νηοπομπής, μετέφερε πάνω από 200 Έλληνες από την Αθήνα στο Παρίσι μέσω Ιταλίας και τους επέτρεψε να αποδράσουν από την μιζέρια του τόπου, να αναδείξουν το ταλέντο τους και να συμβάλλουν στις μεταπολεμικές πνευματικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Ήταν η πρώτη ομαδική έξοδος φοιτητών από την Ελλάδα για σπουδές στο εξωτερικό αμέσως μετά τον πόλεμο.
Βασικός εμπνευστής της ιδέας και πρωτεργάτης του σχεδίου ήταν ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών Οκτάβ Μερλιέ, ένθερμος φιλέλληνας, που το διεκπεραίωσε με σθένος, με ευρηματικότητα και με την συμπαράσταση του Γενικού Γραμματέα του Ινστιτούτου Ροζέ Μιλλιέξ.
Και οι δύο ήταν αριστερών αποκλίσεων, αντιστασιακοί, και παντρεμένοι με Ελληνίδες. Από την Ελλάδα φυγαδεύτηκε μεγάλος αριθμός αριστερών, μελών του ΚΚΕ και μη, που κινδύνευαν άμεσα να χαθούν μέσα στη δίνη των έντονων πολιτικών παθών. Μαζί με αυτούς απέδρασαν και πολλοί δημιουργικοί νέοι που δεν ήταν αριστεροί αλλά διψούσαν για προκοπή και μόρφωση.
Ο Οκτάβ Μερλιέ παρατηρούσε με ανησυχία τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις και συνέλαβε αυτό το τολμηρό και πρωτότυπο σχέδιο σύμφωνα με τις ανθρωπιστικές του πεποιθήσεις και επηρεασμένος από το πνεύμα της εποχής που επέβαλε αλληλεγγύη και συνωμοτικότητα.
Από τον Απρίλιο του 1945 (βρισκόταν ακόμη στη Γαλλία) άρχισε να κάνει ενέργειες ώστε οι 20 ετήσιες υποτροφίες που έδινε τότε η γαλλική κυβέρνηση για σπουδές Ελλήνων στη Γαλλία να αυξηθούν σε 50.
Λόγω των Δεκεμβριανών, έφτασε αργοπορημένος στην Ελλάδα (τον Ιούλιο του 1945), αποφασισμένος να σώσει από τις πολιτικές αντεκδικήσεις όσο μπορούσε περισσότερους άξιους αριστερούς νέους.
(Ο Οκτάβ Μερλιέ είχε συλληφθεί το ‘41 στην Αθήνα από τους Γερμανούς επειδή ήταν αντιστασιακός αριστερών φρονημάτων και μυστικός εκπρόσωπος του Ντε Γκωλ στην Ελλάδα, είχε ανακληθεί κατ’ απαίτηση των Γερμανών στην Γαλλία, όπου ανέπτυξε αντιστασιακή δράση στην μικρή γαλλική πόλη Ωριγιάκ).
Για να μπορέσει να επιτρέψει σε όσο το δυνατόν περισσότερους νέους να φύγουν στη Γαλλία, έσπασε κάποιες ετήσιες υποτροφίες σε εξάμηνες και τρίμηνες και έπεισε επιπλέον το Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών να του εκχωρήσουν τις ανεκτέλεστες υποτροφίες του 1939-40, πράγμα που του επέτρεψε να προσφέρει τελικά μία ευκαιρία «απόδρασης» σε πάνω από 150 υποτρόφους (από 20 που ήταν το σύνηθες).
Εκτός από τους υποτρόφους δικαίωμα συμμετοχής στην φοιτητική αποστολή δόθηκε και σε ορισμένα άλλα άτομα τα οποία είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με το γαλλικό ινστιτούτο και επιθυμούσαν να σπουδάσουν χωρίς υποτροφία με δικά τους έξοδα. Έτσι ο συνολικός αριθμός ξεπέρασε τα 200 άτομα. Για προσωπικούς λόγους κάποιοι δεν έφυγαν με την αποστολή του Ματαρόα τον Δεκέμβριο του ‘45 αλλά ακολούθησαν αργότερα· ένας από αυτούς ήταν και ο Γιάννης Ξενάκης, ο οποίος λόγω τραυματισμού του στο μάτι δεν έφυγε με το Ματαρόα.
Η επιτροπή που σχηματίστηκε για την επιλογή των υποτρόφων περιελάμβανε τον επιτετραμένο της Γαλλικής Πρεσβείας, τον γενικό γραμματέα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Πιέρ Αμαντρύ, τον διευθυντή και αρχιμηχανικό των μεταλλίων του Λαυρίου, έναν Έλληνα καθηγητή του Πολυτεχνείου, τον διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ Δρ. Μπουασσώ, τον Γάλλο φιλέλληνα αρχιτέκτονα Ανρί Ντυκού που είχε χτίσει την γαλλική αρχαιολογική σχολή, τον Μερλιέ και ένα καθηγητή του Γαλλικού Ινστιτούτου.
Από τους 800 υποψήφιους μία πρώτη επιλογή περιόρισε τον αριθμό των υποψηφίων σε 400, με αποκλεισμό κάθε ατόμου που θα κατηγορείτο για συνεργασία με τον εχθρό, Γερμανό, Ιταλό ή Βούλγαρο. Ο ίδιος ο Μερλιέ ανέφερε ότι η διαδικασία επιλογής ήταν γι΄ αυτόν μία συγκλονιστική εμπειρία. Οι αποφάσεις λήφθηκαν ομόφωνα. Οι γραπτές και προφορικές εξετάσεις στα γαλλικά ήταν σχεδόν εικονικές επειδή αρκετοί υποψήφιοι ήταν φτωχοί νέοι των οποίων η μόρφωση τους δεν πήγαινε μακρύτερα από τα διδάγματα του ΚΚΕ· καθοριστικές για την επιλογή τους ήταν οι επιδόσεις και τα ταλέντα στον τομέα του καθενός.
Σε ανέκδοτη συνέντευξη του, ο γραμματέας του γαλλικού Ινστιτούτου του Μιλλιέξ τόνιζε:
«Η επιλογή ήτανε όσο γινότανε πιο αντικειμενική. Σας αναφέρω χαρακτηριστικά την υπόθεση του Γάλλου διευθυντή του Ινστιτούτου Παστέρ… ο οποίος ήταν πασίγνωστο ότι ήταν ένας πολύ δεξιός άνθρωπος. Αλλά τίμιος επιστήμονας. Και όταν του είπαν, “Μα αυτοί που διαλέξατε είναι όλοι αριστεροί” απάντησε: “Αυτό δε μας ενδιαφέρει, εγώ διάλεξα τους καλύτερους. Τα φρονήματα τους δε με ενδιαφέρουν”».
Επελέγησαν άτομα από 60 κλάδους και ειδικότητες, αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφοι, ιστορικοί, φιλόσοφοι, μουσικοί, άνθρωποι του θεάτρου, αρχαιολόγοι κλπ.
Έτσι στο κατάστρωμα του Ματαρόα βρέθηκαν μεταξύ άλλων οι πολιτικοί επιστήμονες Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Αξελός, Κώστας Παπαιωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, η Έλλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μαίρη Χατζηλαζάρου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς και πολλοί άλλοι.
Η ηλικία των υποτρόφων ήταν μεταξύ 20 και 30 ετών με άσχετες μεταξύ τους κοινωνικές προελεύσεις, πολιτικές πεποιθήσεις, διαφορετικά ενδιαφέροντα, αντιλήψεις και προκαταλήψεις.
Μέσα σ’ αυτή την πανσπερμία ατόμων υπήρχε και μία ενιαία ομάδα 32 οργανωμένων μελών του ΚΚΕ οι οποίοι είχαν κοινή πολιτική τοποθέτηση αλλά όχι όμως και το ίδιο οικονομικό πολιτιστικό υπόβαθρο· υπήρχαν πολύ φτωχά άτομα ταγμένα με πίστη στον αγώνα αλλά αμόρφωτα και ακαλλιέργητα, και άλλα με οικονομική άνεση και λαμπρή παιδεία και καλλιέργεια.
Το ΚΚΕ υποστήριξε τότε ένθερμα αυτή την πρωτοβουλία προσβλέποντας στον σχηματισμό στελεχών υψηλής μόρφωσης. Όταν δύο χρόνια αργότερα το κομμουνιστικό κόμμα ζήτησε σε αυτά τα μέλη του να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν όταν ξέσπασε εμφύλιος – με την απειλή διαγραφής από το κόμμα αν δεν υπακούσουν – σχεδόν όλοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν· η πλειονότητα τους έμεινε στο Παρίσι.
Όταν το φθινόπωρο του 1945 μαθεύτηκε το νέο για την ύπαρξη των υποτροφιών, άρχισε να μαζεύεται κόσμος στο Γαλλικό Ινστιτούτο στη οδό Σίνα. Η ανάγκη της φυγής δεν ήταν για όλους το ίδιο επιτακτική, όμως ο πόθος να βρεθείς μακριά από την Αθήνα εκείνη την περίοδο και μάλιστα στο Παρίσι ήταν φοβερός. Ο κόσμος ήταν ακόμη αρκετά μουδιασμένος από την κατοχή, είχε χάσει την αίσθηση της ελευθερίας του λόγω των περιορισμών που φαίνονταν ακόμη αυτονόητοι, η κατοχή είχε δώσει μαθήματα αλληλεγγύης στον κόσμο, τα Δεκεμβριανά μαθήματα μίσους. Η δυνατότητα ενός ταξιδιού ήταν μικρή· το μεγάλο ταξίδι εξαίρεση· το μακρινό απειλή….
Η ιδέα του Παρισιού φαινόταν για τους περισσότερους παράδεισος.
Επειδή οι κοινωνικές καταβολές των «τυχερών», η οικονομική τους κατάσταση και μόρφωση παρουσίαζε τεράστιες διαφορές, ο καθένας είχε πολύ διαφορετικούς προσωπικούς λόγους φυγής. Μικροαστοί, μεγαλοαστοί, προλετάριοι, ένα ετερογενές χαρμάνι με κοινό χαρακτηριστικό αυτό του μέλους της αποστολής του Ματαρόα.
Πολλοί ήταν τελείως άφραγκοι, όμως σκεφτόταν ότι εκεί που θα έφθαναν αποκλείεται να ήταν χειρότερα από την Ελλάδα. Άλλοι είχαν τραβήγματα με την Ασφάλεια. Κορίτσια καταπιεσμένα ήθελαν και λαχταρούσαν να φύγουν από την οικογενειακή θαλπωρή και «προστασία». Άλλος, ήθελε να απομακρυνθεί από τη γυναίκα του, οι φόβοι των γυναικών εξάλλου που έμειναν πίσω, αποδείχτηκαν δικαιολογημένοι, με την «προσωρινή» αναχώρηση των αντρών οι πιο πολλοί γάμοι διαλύθηκαν. Για πολλούς ήταν μία βολική δικαιολογία για να απελευθερωθούν από το τέλμα της Ελληνικής κοινωνίας.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1945, η σκοτεινή σιλουέτα του Ματαρόα με το ψηλό, λοξό φουγάρο διαγράφηκε στον ορίζοντα του Πειραιά μετά από αναμονή τριών μηνών περίπου.
Ο τελευταίος άνθρωπος που ξεπροβόδισε τους υποτρόφους στο καράβι ήταν ο Οκτάβ Μερλιέ· μέχρι την τελευταία στιγμή δίπλα τους .
Ενώ στο κατάστρωμα του Ματαρόα συνταξίδευσαν άνθρωποι διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων και τα πάθη ήταν τόσο εξημμένα στην Ελλάδα, στο διάστημα του ταξιδιού όλοι συνεργάστηκαν και δεν σημειώθηκε καμμιά μεγάλη πολιτική σύγκρουση μεταξύ δεξιών και αριστερών.
Όπως είχε επισημάνει ένας από τους υποτρόφους, ο Γιάννης Μαρινόπουλος, «Είχαμε ομογενοποιηθεί κατά κάποιο τρόπο σε όλο αυτό το ταξίδι… Σε νέους ανθρώπους με μία σχετική μόρφωση η ιδεολογική αντιπαράθεση ήταν και αντιπαράθεση πνεύματος. Δηλαδή ο καθένας είχε τις απόψεις του. Βεβαίως υπήρχαν μερικοί ακραίοι από τη μία μεριά και ακραίοι από την άλλη, αλλά υπήρχε και μεγάλη μάζα που συμβίωνε παρόλο που είχε διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις».
Όλοι μαζί ένωσαν τη φλόγα τους, την πνοή τους, πήραν την Ελλάδα στις αποσκευές τους χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει καλά ότι η μοίρα είχε ήδη καθορίσει τη ζωή τους.
Ο Άγγλος αρχιλογιστής του Ματαρόα (ήταν ο πλωτάρχης του Τιτανικού και ένας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου) ανακοίνωσε τους αυστηρούς κανονισμούς που αφορούσαν την υγιεινή και την γενικότερη συμπεριφορά των υποτρόφων στο πλοίο. Το πλοίο θα σαλπάρει τελικά την αυγή της 22ας Δεκεμβρίου. Μέχρι τότε, όλη τη νύχτα, αψηφώντας την παγωνιά, με γέλια και κουβέντες οι υπότροφοι του Ματαρόα όλοι μαζί, αριστεροί και δεξιοί, πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, έπνιγαν το άγχος, την αγωνία τους και το κλίμα έκδηλης ανησυχίας που επικρατούσε με μία μεγάλη μπουκάλα κονιάκ που κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι.
Θα φύγει ή δεν θα φύγει το Ματαρόα;
Κανένας από τους 200 περίπου υποτρόφους δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα, ώσπου να ξεκινήσει η «Γυναίκα με τα μεγάλα μάτια» και μαζί της η καινούργια, άγνωστη ζωή που τους περίμενε. Για τους περισσότερους ήταν το “Impossible Dream” που γινόταν πραγματικότητα. Ήταν πλοιοκτήτες της Ελπίδας.
Στις 24 Δεκεμβρίου, το Ματαρόα έφτασε στον Τάραντα της Ιταλίας. Από εκεί οι υπότροφοι με ένα άθλιο τραίνο στη Ρώμη, αλλαγή τρένου και στη συνέχεια Μπολόνια, Μιλάνο, Κόμο, στο Σάσιο και τη Βασιλεία της Ελβετία, αλλαγή τρένου στη Γαλλική Μυλούζη και άφιξη αργά τη νύχτα της 28ης Δεκεμβρίου στο Παρίσι όπου τους περίμεναν και τους υποδέχθηκαν το ζεύγος Μιλλιεξ με άλλους φίλους Έλληνες και Γάλλους.
Όλο αυτό το περιπετειώδες ταξίδι χάρις στο σθένος και την προσπάθεια ενός ανθρώπου του Οκτάβ Μερλιέ, ο οποίος πλήρωσε ακριβά το εγχείρημα του.
Κατηγορήθηκε ότι ήταν κρυφός υποστηρικτής του ΕΑΜ και ότι ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Ηλίας Τσιριμώκος του είχαν υποδείξει ποιους υποψήφιους να επιλέξει η επιτροπή υποτροφιών. Τον κατηγόρησαν όχι απλώς για φιλοκουμουνιστή αλλά και σαν «εντεταλμένο όργανο των σοβιετικών» αποκαλώντας το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών «παράρτημα της σοβιετικής πρεσβείας στην Ελλάδα».
Παρά την στήριξη που διέθετε από ισχυρά πρόσωπα της εγχώριας πολιτικής και πνευματικής ζωής όπως ο Σοφούλης, ο Τσάτσος και ο Κανελλόπουλος, ο Μερλιέ δεν κατάφερε να αποφύγει την εμπλοκή σε μία μακροχρόνια δημόσια διαμάχη που τον έβλαψε πολύ επαγγελματικά.
Τόσο ο Μερλιέ όσο και ο Μιλλιέξ ήταν βαθιά θρησκευόμενοι ανθρωπιστές, gauchistes chrétiens (αριστεροί χριστιανοί) κατά το πρότυπο του Αβά Πιέρ, συμπαθούντες του σοσιαλισμού, τασσόμενοι στον πολιτικό αντίποδα κάθε μορφής ολοκληρωτισμού και υπέρμαχοι της υιοθέτησης κοινωνικών μεταρρυθμίσεων για την επίτευξη της κοινωνικής δικαιοσύνης προτάσσοντας την παιδεία ως κεντρικό μοχλό εθνικής ανάπτυξης.
Όταν μετά από χρόνια ο Κώστας Αξελός ρωτήθηκε τι θα έλεγε στο Μερλιέ αν τον είχε απέναντί του απάντησε:
«Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ».