Ήταν ένα μικρό καράβι
Ήταν ένα μικρό καράβι
Που ήταν α-α-άταξιδευτο
Οε οε, οε οε
…
Και τα λοιπά και τα λοιπά. Μάλλον όλοι μας γνωρίζουμε το συγκεκριμένο τραγούδι από τα παιδικά μας χρόνια. Προσωπικά αποτελεί μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις, εκεί γύρω στα 3, να μου το τραγουδάνε για να κοιμηθώ. Δεν θυμάμαι αν κοιμόμουν τελικά, το τραγούδι όμως ήταν από τα λίγα που δεν ξέχασα από την παιδική μου ηλικία. Το άλλο ήταν το «πόσο μ’ αρέσουν οι καραμελίτσες, θα ‘θελα να ‘χα δέκα σακουλίτσες» λόγω ταύτισης με τους στίχους.
Με το μικρό καράβι ποτέ δεν ταυτίστηκα, αφού όμως μεγάλωσα και έκανα δικά μου παιδιά, πέρα από τα αυτοσχέδια νανουρίσματα που είμαι σίγουρη ότι κάθε γονιός έχει σκαρφιστεί στην καριέρα του ως επίδοξος υπνοφόρος, η μνήμη μου το πέταξε το μικρό το καραβάκι στα χείλη μου, στην τρομακτική τρικυμία της παραφωνίας μου. Και τραγουδώντας το για πρώτη φορά στην κόρη μου, μα πιο πολύ στον γιό μου, που αποδείχτηκε πιο ευαίσθητος στους στίχους, διαπίστωσα ότι κάθε άλλο παρά νανούρισμα είναι. Και δεν ήταν η (παρά)φωνή μου υπεύθυνη για την απόρριψη του άσματος από τα τέκνα μου.
Για αρχή λοιπόν, δεν είναι ελληνικό, αλλά ένα παραδοσιακό γαλλικό ναυτικό τραγούδι, το Il était un petit navire. Μιλάει λοιπόν για μια γαλλική φρεγάτα με το όνομα «Μέδουσα» που μαζί με κάποια άλλα καράβια, πήγαιναν προς ένα λιμάνι της Σενεγάλης στις αρχές του 19ου αιώνα, προκειμένου να αναλάβουν τη διακυβέρνησή του. Λόγω ανικανότητας όμως και χαζομάρας του καπετάνιου, ο οποίος ήταν φιλαράκι του βασιλιά Λουδοβίκου του 18ου και ως φιλαράκι πήρε τη θέση, βγήκε εκτός πορείας και κόλλησε σε έναν θαλάσσιο λοφίσκο. Από εκεί και έπειτα τα πράγματα πήραν πολύ άσχημη τροπή, με απεγνωσμένες προσπάθειες διάσωσης πάνω σε μία σχεδία, αγριότητες και φυσικά και κανιβαλισμό. Αυτή η καταστροφική κτηνωδία φαίνεται να προκάλεσε και κοινωνική αναταραχή στη Γαλλία και κοινωνικό-πολιτικό σκάνδαλο. Όλο αυτό κίνησε το ενδιαφέρον στον ζωγράφο Jean-Louis André Théodore Géricault να ερευνήσει το θέμα ενδελεχώς[1] και να ζωγραφίσει τον πίνακα «Η σχεδία της Μέδουσας», ο οποίος εκτίθεται στο Λούβρο.
Το πως κατέληξε αυτό το τραγούδι που μιλάει για μια γαλλική φρεγάτα που ναυάγησε και οι επιβαίνοντες πέθαναν, φαγώθηκαν από συνεπιβαίνοντες ή χάθηκαν στη θάλασσα, να γίνει παιδικό και να τραγουδιέται ελαφρά τη καρδία για νανούρισμα, ιδέα δεν έχω.
Από τότε που τα παιδιά έδειξαν την αποστροφή τους απέναντι στο τραγούδι, αποφάσισα να αλλάξω τους στίχους και να βάλω τους ναύτες να πάρουν
ντε-ντε-ντε-ντελίβερι (οε οε, οε οε)
για να αποφύγουν τον κανιβαλισμό.
Ότι πρέπει να πέφτει λίγη λογοκρισία -από τους γονείς- στα κλασσικά παραμύθια που διαβάζουμε στα παιδιά μας, νομίζω το έχουμε καταλάβει όλοι. Ένα φιλτράρισμα έστω, κι ένας σχολιασμός στις ιστορίες που προωθούν στερεοτυπικές αντιλήψεις (δεν είναι απαραίτητος ο πρίγκηπας πάντα, δεν είναι όλες οι μητριές κακιές). Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά ωστόσο, και διατηρώντας ακόμα την ιδιότητα του επίδοξου υπνοφόρου με τη βοήθεια παιδικών βιβλίων, διαπιστώνω ότι η παιδική λογοτεχνία είναι πλέον πολύ πλούσια, με πολλές ευφάνταστες και έξυπνες ιστορίες, χωρίς κανίβαλους, πρίγκηπες και ορφανές πριγκίπισσες.
[1] Μίλησε με επιζώντες, επισκέφτηκε μέχρι και το νεκροτομείο για να παρατηρήσει τα πτώματα, έφτιαξε κέρινα ομοιώματά τους, έβαλε τον ξυλουργό της Μέδουσας να κατασκευάσει μέχρι και μια σχεδία, την οποία έριξε στη θάλασσα ώστε να μελετήσει τα κύματα.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Ξύλινος σκελετός καϊκιού σε καρνάγιο. Καβάλα, 1945-1946 Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου