Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
Γιατί επιστρέφουμε?
Σε πόλεις, σε βιβλία, σε ταινίες, σε μνήμες, σε ανθρώπους?
Οικειότητα? Ασφάλεια? Νοσταλγία?
Όχι, όχι νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι πρόστυχο συναίσθημα. Δεν σε αφήνει να προχωρήσεις. Σε κρατάει φυλακισμένο στο παρελθόν. Σαν την αγάπη της μάνας που δεν αφήνει το παιδί της να φύγει από το σπίτι.
Αλλά τότε γιατί επιστρέφουμε?
Γιατί ψάχνουμε, ακόμα και αν δεν υπάρχει, την Ιθάκη?
…ψεύτικη δεν ήταν η απόσταση, αλλά το θράσος να πιστεύει κανείς πως μπορούσε να τη νικήσει…
Σε όλη μας τη ζωή κυνηγάμε χίμαιρες. Σερνόμαστε πίσω από ψευδαισθήσεις, προσπαθούμε να γεφυρώσουμε απέραντες αποστάσεις. Σκεπάζουμε τις αλήθειες μας με ψέματα για να μπορούμε να αντικρίζουμε το λιγοστό τους φως κατάματα. Αλλιώς θα τυφλωθούμε από την πραγματικότητα.
Κι ο έρωτας?
Η υπέρτατη ψευδαίσθηση. Ο απόλυτος αντικατοπτρισμός. Αλλά χωρίς τον έρωτα δεν θα βρίσκαμε το κουράγιο να κάνουμε τίποτα. Θα μαραζώναμε σαν απότιστα λουλούδια. Θα ζούσαμε και θα πεθαίναμε σιωπηροί, καταπονημένοι από την ανία μιας ζωής αναίμακτης, νηφάλιας και πνιγηρής.
Κι η τέχνη?
«Στη ζωή, η μόνη πραγματικότητα είναι η αίσθηση. Στην τέχνη, η μόνη πραγματικότητα είναι η συνείδηση της αίσθησης», γράφει ο Φερνάντο Πεσσόα.
Η τέχνη είναι ο τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, να τον καταλαβαίνουμε, όχι την υφή του, τα χρώματά του, τις γεύσεις του, αλλά το βαθύτερο is του. Και μέσα από αυτή την κατανόηση να υπάρχουμε κι εμείς.
«Φοβάμαι». Η Λουκρέθια πήρε ένα τσιγάρο και περίμενε να της το ανάψει. «Ίσως είναι αργά πια».
«Ξεπεράσαμε πολλά. Δεν θα χαθούμε τώρα».
«Ποιος ξέρει, μπορεί και να έχουμε ήδη χαθεί».
Σαν Σεμπαστιάν, Μαδρίτη, Λισαβόνα. Δωμάτια ξενοδοχείων, σκοτεινά μπαρ, ταξί μες στη νύχτα. Ουίσκι, τζιν, μπράντι. Πίνακες ζωγραφικής, παλιά βιβλία, σκοτεινές αποθήκες. Βερολίνο, Βιέννη, Στοκχόλμη. Γράμματα, άδειοι φάκελοι, μυστικοί χάρτες. Κοπεγχάγη, Νέα Υόρκη, Παρίσι. Και τίτλοι τραγουδιών να επαναλαμβάνονται σαν ξόρκι, να επικρέμονται πάνω από τους ήρωες και να ορίζουν ανελέητα τη μοίρα τους. Λισμπόα. Μπούρμα.
Πόσο μπορεί να αντέξει άραγε η φωτιά ενός έρωτα?
Ο έρωτας υπάρχει όταν οι ερωτευμένοι δεν είναι μαζί?
Όταν δεν μπορούνε να είναι μαζί?
Ο έρωτας είναι ένα κατοικίδιο ζώο, ένα καλλωπιστικό φυτό, μια ρουτίνα?
Ή ένα άγριο θηρίο, ένα ηφαίστειο, ένας άνεμος που δεν περιορίζεται ούτε από τα ψηλότερα βουνά?
Ένα ατελείωτο κυνήγι?
Μήπως αυτό τροφοδοτεί τον έρωτα?
«Όμως ένας μουσικός ξέρει πως το παρελθόν δεν υπάρχει», είπε ξαφνικά, σαν να αντέκρουε μια σκέψη που εγώ δεν είχα διατυπώσει. «Αυτοί που ζωγραφίζουν ή γράφουν δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να συσσωρεύουν στις πλάτες τους παρελθόν –λέξεις ή πίνακες. Ο μουσικός βρίσκεται πάντα στο κενό. Η μουσική του παύει να υπάρχει ακριβώς τη στιγμή που παύει να παίζει. Είναι το απόλυτο παρόν».
Αυτό ακριβώς θα μπορούσε να ειπωθεί για τους ερωτευμένους.
Ο ερωτευμένος ζει το τώρα. Το οποίο μετριέται σε δέκατα του δευτερολέπτου. Κάθε στιγμή είναι μοναδική, κάθε στιγμή είναι γεμάτη από φως, κάθε στιγμή είναι σαν μια μαύρη τρύπα που παραμορφώνει τον χώρο και τον χρόνο και που κλείνει μέσα της άπειρους κόσμους, άπειρες πιθανότητες. Όταν τελειώσει ο έρωτας, όλα σβήνουν.
Ίσως αυτή να είναι η ουσία του έρωτα. Να μένει πάντα μετέωρος, να μην επαναπαύεται, να μην ξαποσταίνει. Να είναι συνέχεια σε κίνηση. Ο έρωτας είναι πιο σημαντικός από τους ερωτευμένους. Είναι μια ιδέα. Και για να παραμείνει ζωντανή η ιδέα, αξίζει να θυσιαστούν οι ερωτευμένοι.
Όπως καμιά φορά ο έρωτας, και σχεδόν πάντα η μουσική, ο πίνακας εκείνος του αποκάλυπτε την ηθική πιθανότητα μιας παράξενης κι αμείλικτης δικαιοσύνης, μιας τάξης σχεδόν πάντα μυστικής που χειραγωγούσε την τύχη κι έκανε ξανά βιώσιμο τον κόσμο χωρίς ν’ ανήκει σ’ αυτόν• κάποιου πράγματος ιερού και απόκρυφου, και ταυτόχρονα καθημερινού και διάχυτου στην ατμόσφαιρα, σαν τη μουσική του Μπίλυ Σουάν όταν έπαιζε με την τρομπέτα σε τόσο χαμηλούς τόνους που ο ήχος της χανόταν μες στη σιωπή, σαν το ωχρό, ρόδινο και γκρίζο φως των δειλινών της Λισαβόνας: όχι η αίσθηση ότι η μουσική ή οι χρωματιστές κηλίδες ή το ακίνητο μυστήριο του φωτός αποκάλυπταν το νόημά τους, αλλά ότι εκείνα σε κατανοούσαν και σε αποδέχονταν.
Ο χειμώνας στη Λισαβόνα, το τέταρτο βιβλίο του Antonio Munoz Molina, μιλάει για μια ερωτική ιστορία. Ή μάλλον όχι. Με αφορμή μια ερωτική ιστορία μας μιλάει για τη ζωή, για τον κόσμο, για τη μουσική, για την τέχνη, για τα σκοτεινά μπαρ και το αλκοόλ, για όλα όσα μοιράζονται οι άνθρωποι όταν γδύνονται το μανδύα της αξιοπρέπειας. Η ιστορία του Μπιράλμπο και της Λουκρέθια μας ταξιδεύει στο Σαν Σεμπαστιάν, στη Μαδρίτη, σε όλες τις πόλεις όπου κατέφυγαν ο καθένας μόνος του για να κρυφτεί από τις ενοχές, από τις ιστορίες που κουβαλάνε οι άνθρωποι και δεν τους αφήνουν να ζήσουν τις ζωές τους όπως θέλουν. Μιλάει για το πόσο σκληρά πρέπει να παλέψει κάποιος για να νικήσει τη νοσταλγία.
Όμως η νοσταλγία δεν είναι ο χειρότερος εκβιασμός που φέρνει η απόσταση. Μια τέτοια νύχτα, αργά πολύ, σχεδόν χαράματα, ο Μπιράλμπο κι εγώ, ξαναμμένοι κι απελευθερωμένοι από το τζιν, τριγυρνούσαμε χωρίς αξιοπρέπεια και χωρίς ομπρέλα κάτω από μια βροχή ήσυχη που έπεφτε σαν ελεημοσύνη και μύριζε αλάτι και φύκια, επίμονη σαν χάδι, σαν τους γνώριμους δρόμους της πόλης που διασχίζαμε. Εκείνος σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι κατά τη βροχή, κάτω από τα οριζόντια και γυμνά κλαδιά ενός αλμυρικιού, και είπε: “Εγώ θα ‘πρεπε να ήμουν μαύρος, να έπαιζα πιάνο σαν τον Τελόνιους Μονκ, να είχα γεννηθεί στο Μέμφις του Τενεσί, να φιλούσα τη Λουκρέθια αυτήν εδώ τη στιγμή, να ήμουν νεκρός”.
Ο χειμώνας στη Λισαβόνα είναι το βιβλίο που έχω διαβάσει περισσότερες φορές από οποιοδήποτε άλλο στην ενήλικη ζωή μου. Και μόλις προχθές, στην πέμπτη ή έκτη ανάγνωση, έχω χάσει και τον λογαριασμό, φτάνοντας στο σημείο, κάπου στη μέση του βιβλίου, όπου ο Μπιράλμπο καταφέρνει επιτέλους να φτάσει στη Λισαβόνα, σκέφτηκα τον μύθο του Οδυσσέα. Μόνο που εδώ ο Οδυσσέας δεν είναι ένα πρόσωπο. Και δεν υπάρχει Πηνελόπη. Ο Οδυσσέας είναι ο έρωτας, ο έρωτας που κινείται σαν ομίχλη και ακολουθεί την πορεία των ηρώων, της Λουκρέθια και του Μπιράλμπο, που υπάρχει όπου υπάρχουν και αυτοί οι δυο, στο Σαν Σεμπαστιάν και στη Μαδρίτη, στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Στη Λισαβόνα. Σε μια υπόσχεση. Σε μια υπόσχεση που ζει σε άδειους αεροπορικούς φακέλους.
Τι είναι όμως τελικά αυτό που μας κάνει να επιστρέφουμε? Αυτό που δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε?
In the movie Memento του Christopher Nolan υπάρχει μια σκηνή όπου η γυναίκα του πρωταγωνιστή διαβάζει ένα χιλιοταλαιπωρημένο βιβλίο. Ο πρωταγωνιστής, τον οποίο υποδύεται ο Guy Pearce, τη ρωτάει γιατί το διαβάζει ξανά, για να πάρει την απάντηση «είναι καλό». Λίγο πιο μετά σε μια επόμενη σκηνή ο πρωταγωνιστής, ο οποίος πάσχει από μια πάθηση που δεν τον αφήνει να δημιουργήσει καινούριες αναμνήσεις, καίει αυτό το βιβλίο μαζί με κάποια άλλα πράγματα της νεκρής πια γυναίκας του κάνοντας την εξής σκέψη, «δεν μπορώ να θυμηθώ να σε ξεχάσω».
Επιστρέφουμε γιατί θυμόμαστε ότι νιώθαμε καλά κάπου? Σε έναν τόπο, σε μια ταινία, ένα βιβλίο, έναν άνθρωπο? Επιστρέφουμε γιατί νομίζουμε ότι νιώθαμε καλά? Το μυαλό μας πολλές φορές δημιουργεί αναμνήσεις. Είτε γιατί συμπιέζει εμπειρίες, είτε για να καλύψει κάποιο τραύμα. Για αυτό η νοσταλγία είναι επικίνδυνη. Γιατί συνήθως βασίζεται σε ψέματα. Αλλά κυρίως γιατί σχεδόν πάντα αναφέρεται σε έναν χρόνο που δεν υπάρχει πια. Σε μια αίσθηση δημιουργημένη από τη μνήμη. Και η μνήμη δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμμαχος. Ακόμα και όταν είναι αξιόπιστη.
Να θυμάσαι.
Να μην νοσταλγείς.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Η θρυλική σκηνή στο αεροδρόμιο από την ταινία Casablanca