Αγαπημένε μου πατέρα,
Πριν λίγο καιρό με ρώτησες, γιατί ισχυρίζομαι ότι σε φοβάμαι. Όπως συνήθως, δεν είχα τι ν’ απαντήσω κι επειδή απέναντί σου αισθάνομαι φόβο, η εξήγηση του οποίου εξαρτάται από άπειρες λεπτομέρειες, που αν τις ανέφερα προφορικά θα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η λογική συνοχή τους, προσπαθώ τώρα να σου απαντήσω με αυτό το γράμμα. Βέβαια, πάλι θα υπάρχουν ελλείψεις, διότι και γράφοντας νιώθω τον φόβο σου καθώς και τις συνέπειές του να μ’ εμποδίζουν. Επί πλέον, το μέγεθος του αντικειμένου είναι τέτοιο, που ξεπερνά τις δυνατότητες της μνήμης και της κρίσης μου.
Πριν από 25 χρόνια ο τότε παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι, Γκάρι Κασπάροβ, έδωσε μία συνέντευξη στον Θανάση Λάλα για το ΒΗΜΑgazino. Αυτή τη συνέντευξη την είχα για χρόνια κρατημένη μαζί με διάφορα άλλα αποκόμματα από εφημερίδες σε ένα κουτί. Σε κάποια μετακόμιση, σε κάποιο ξεκαθάρισμα, όπως είναι άλλωστε η μοίρα τέτοιων κουτιών, πετάχτηκε. Ρωτούσε λοιπόν σε κάποια φάση ο Λάλας τον Κασπάροβ αν πιστεύει στην τύχη, για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση «ναι». «Μα καλά», συνεχίζει ο Λάλας, «εσείς πως μπορείτε και πιστεύετε στην τύχη? Εγώ νόμιζα ότι το σκάκι βασίζεται στην μελέτη, στην στρατηγική, σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την τύχη». Και του εξηγεί ο Κασπάροβ πως η τύχη είναι για αυτόν ένας κόσμος πιθανοτήτων που τον μηχανισμό λειτουργίας του απλά δεν τον ξέρουμε.
Κράτησα αυτή την άποψη και με τα χρόνια νομίζω ότι εν μέρει ο Κασπάροβ είχε δίκιο. Βέβαια αυτό που δεν είπε σε εκείνη τη συνέντευξη, και που νομίζω ότι θα έλεγε αν ο Λάλας συνέχιζε την κουβέντα περί τύχης, είναι ότι η τύχη δεν είναι αυτόνομη. Μπορεί να μην ξέρουμε τον μηχανισμό αυτού του κόσμου, αλλά δεν είναι αξεδιάλυτος με τον δικό μας. Διασταυρώνεται με τη δική μας πραγματικότητα με τις συνειδητές ή ασυνείδητες επιλογές μας και χαράζει πολλές φορές καινούριους δρόμους εκεί που φαινομενικά υπάρχουν αδιέξοδα.
Η τύχη λοιπόν, υποβοηθούμενη από το υποσυνείδητό μου, με οδήγησε το προηγούμενο Σάββατο σε ένα βιβλιοπωλείο. Εκεί αφού χάζεψα για λίγο τα ράφια ψάχνοντας ένα βιβλίο μικρό σε μέγεθος, αυτό ήταν το κριτήριο της στιγμής, η πρακτικότητα, περίμενα υπομονετικά να τελειώσει ένας κύριος το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου μπροστά στο γωνιακό ράφι. Αφού τελείωσε άρχισα να μελετώ τις ράχες των βιβλίων και εκεί στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο μεγαλύτερα βιβλία βρήκα ένα μικρό βιβλιαράκι με καφετί εξώφυλλο. Στο εξώφυλλο έγραφε: Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα.
Ο Φραντς Κάφκα γεννήθηκε το 1883 στην Πράγα και πέθανε το 1924 σε ένα σανατόριο έξω από τη Βιέννη από φυματίωση. Έγραψε τα περισσότερα έργα του στα γερμανικά, τη γλώσσα της χώρας όπου σπούδασε. Στη διάρκεια της ζωή του δημοσίευσε ελάχιστα έργα χωρίς να τραβήξει την προσοχή ενώ κατέστρεψε το 90% των χειρογράφων του. Μετά το θάνατό του, ο συμφοιτητής και φίλος του Μαξ Μπροντ, τον οποίο είχε ορίσει διαχειριστή των γραπτών του με την οδηγία να τα καταστρέψει, δημοσίευσε τα χειρόγραφά του ανάμεσα στα οποία ήταν και κάποια από τα πιο γνωστά του έργα όπως Η Δίκη, Ο Πύργος and America. Στα αγγλικά υπάρχει πλέον ο όρος Kafkaesque που υποδηλώνει μια κατάσταση λαβυρινθώδη και σουρεαλιστική όπου κανείς νιώθει αβοήθητος και αποπροσανατολισμένος.
Το προηγούμενο Σάββατο η αλήθεια είναι πως ένιωσα κάποια στιγμή αβοήθητος και αποπροσανατολισμένος. Όλοι οι γονείς έχουν βρεθεί σε καταστάσεις όπου η λογική μοιάζει να έχει αυτοκτονήσει, όσον αφορά τις συνεννοήσεις με τα παιδιά τους. Και πολλές φορές κοιτάμε μετά από απόσταση τις αντιδράσεις μας και αναρωτιόμαστε αν εκείνος ο άνθρωπος είναι ο εαυτός μας. Ή αν θέλουμε να είναι ο εαυτός μας.
Το να είσαι γονιός δεν είναι εύκολο. Και δεν αναφέρομαι στα πρακτικά ζητήματα. Στο να μπορείς να παρέχεις δηλαδή στα παιδιά σου όλα όσα χρειάζονται για να ζήσουν και να ευημερήσουν. Μιλάω για τον αγώνα που πρέπει να δίνεις καθημερινά με τον ίδιο σου τον εαυτό. Υπάρχουν τόσα πράγματα που επηρεάζουν αρνητικά τις ζωές μας καθημερινά που είναι πολύ δύσκολο να τα αφήνουμε όλα πίσω όταν γυρνάμε στο σπίτι μας και αντικρίζουμε τα παιδιά μας. Τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι είμαστε βόμβες έτοιμες να εκραγούν, ειδικά οι άνθρωποι της γενιάς μου που έχουν μικρά παιδιά. Δουλεύουμε πολύ, όσοι έχουμε ακόμα δουλειά, πολύ εντατικά, η οικονομική ανασφάλεια και επισφάλεια έχουν γίνει δεύτερη φύση μας, η πανδημία ήρθε για να διαλύσει τις όποιες κοινωνικές επαφές είχαμε, τις οποίες τώρα κάπως αρχίζουμε να ανασυγκροτούμε μαζί με όλες τις συνήθειες του παρελθόντος που μας κρατούσαν στα πόδια μας, συναυλίες, θέατρα, κινηματογράφους, ταξίδια. Και μέσα σε όλα αυτά μεγαλώνουμε και παιδιά. Παιδιά με απαιτήσεις, παιδιά με εντάσεις, παιδιά με τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά το καθένα.
Ένα πράγμα που κατάλαβα πολύ νωρίς για τα παιδιά, όταν έγινα εγώ μπαμπάς, ήταν ότι καταλαβαίνουν πολλά πράγματα, πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε. Νιώθουν τα πάντα, την κάθε αλλαγή στη διάθεσή μας, το καθετί που συμβαίνει στο περιβάλλον τους. Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα, που λέει και το τραγούδι. Και είναι αλήθεια. Και οι δυο μου οι κόρες με έχουν εκπλήξει πολλές φορές με πράγματα που έχουν νιώσει, που έχουν θυμηθεί, που έχουν κατανοήσει χωρίς να χρειαστεί να τους τα εξηγήσω.
Ο γονιός που θέλουμε να είμαστε και ο γονιός που πολλές φορές είμαστε, είναι δύο πρόσωπα τελείως διαφορετικά. Και πολλές φορές γινόμαστε σκληροί με τον εαυτό μας και χωνόμαστε σε μια ατελείωτη σπείρα ενοχών, όπου συνήθως ξαναζούμε όλες τις άσχημες μνήμες που έχουμε από τους δικούς μας γονείς. Γιατί φυσικά δεν υπάρχει ο τέλειος γονιός. Και γιατί φυσικά οι δυσάρεστες αναμνήσεις επιζούν πολύ πιο βαθιά μέσα μας.
Κατανοώντας λοιπόν αυτά θα πίστευε κανείς πως η δουλειά του γονιού γίνεται ίσως λίγο πιο εύκολη. Η απάντηση είναι πως όχι. Ίσα ίσα μάλιστα. Πολλές φορές ακριβώς επειδή καταλαβαίνεις την σύνδεση ανάμεσα στα δικά σου βιώματα ως παιδί και στη ζωή των παιδιών σου τώρα με εσένα γονιό τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο. Και αυτό που τα κάνει ακόμα πιο δύσκολα είναι πως η γονεϊκότητα είναι μια αχαρτογράφητη περιοχή. Ναι, υπάρχουν κάποιες γενικές οδηγίες, αλλά η μοναδικότητα κάθε γονιού και κάθε παιδιού κάνει την εφαρμογή τους πολλές φορές δύσκολη. Άσε που δεν έχει προπόνηση. Δεν έχει γενική δοκιμή. Βγαίνεις στο γήπεδο ή στη σκηνή, διαλέξτε όποια μεταφορά προτιμάτε, και αυτό ήταν. Είσαι κάτω από το φως των προβολέων, μπροστά στους θεατές. Κι αν μας αντέξει το σκοινί, θα φανεί στο χειροκρότημα, λέει ένα άλλο τραγούδι.
Σε αυτό το μικρό βιβλιαράκι ο Κάφκα απευθύνεται στον πατέρα του, και του θυμίζει όλους τους τρόπους με τους οποίους ο πατέρας του τον καταπίεζε και τον εκφόβιζε κατά τη διάρκεια της ζωή του. Είναι συγκλονιστικό πως ξεκινάει αυτό το γράμμα με μια αναφορά στον φόβο θυμίζοντας μου ένα απόσπασμα από το πέμπτο βιβλίο του Ο αγώνας μου, του Κνάουσγκορντ για το οποίο μιλήσαμε σε προηγούμενο άρθρο:
– Για σένα, ποιος ήταν ο πατέρας σου, Καρλ Ούβε?
[…]
– Τον φοβόμουν, είπα εγώ. Πάντα χεζόμουν επάνω μου από τον φόβο μου γι’ αυτόν. Βασικά, ακόμα και τώρα τον φοβάμαι. Τον είδα δύο φορές, αλλά ακόμα δεν είμαι σίγουρος ότι πέθανε στ’ αλήθεια, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Φοβάμαι ότι θα γυρίσει και… θα θυμώσει μαζί μου. Τόσο απλά. Είχε μεγάλη δύναμη επάνω μου και αυτή δεν με έχει αφήσει ακόμα ελεύθερο. Χαίρομαι που πέθανε. Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει. Είναι μεγάλη ανακούφιση. Και γι’ αυτό έχω φοβερές τύψεις. Δεν το έκανε αυτό επίτηδες ούτε ήταν έτσι επειδή το ήθελε.
Ο Κάφκα, όπως και ο Κνάουσγκορντ, έχει πολύ άσχημες αναμνήσεις από τον πατέρα του. Και βρίσκει και αυτός διέξοδο στο χαρτί για να τακτοποιήσει τις σκέψεις του, να τους δώσει χώρο και χρόνο να αναπνεύσουν, να τις δομήσει κατάλληλα ώστε να καταφέρει να τις κάνει να έχουν κάποιο νόημα. Και για αυτόν που τις γράφει, αλλά και για τον πατέρα του που θα τις διαβάσει. Αναλύει σε βάθος τη συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι σε αυτόν και τα αδέρφια του, απέναντι στους υπαλλήλους του, τη συμπεριφορά του όταν ήταν στο σπίτι και όταν ήταν με παρέα, το πώς μιλούσε απαξιωτικά για άλλους ανθρώπους όταν δεν ήταν μπροστά, το τι πίστευε για τη θρησκεία, το πώς ακόμα και η σωματοδομή του επηρέασε την εικόνα του Κάφκα για αυτόν αλλά και για τον εαυτό του, κάτι που αναφέρει σε άλλο απόσπασμα και ο Κνάουσγκορντ.
Σηκώθηκα και πήγα στο μέρος να κατουρήσω. Το κάτουρο ήταν ανοιχτόχρωμο, σχεδόν λαμπερό, και σκεφτόμουν τα κάτουρα του πατέρα μου, που τα είχα δει όσες φορές εκείνος, για κάποιο λόγο, είχε ξεχάσει να τραβήξει το καζανάκι το πρωί. Σκουροκίτρινα, σχεδόν καφετιά ήταν. Πόσο με τρόμαζε αυτό! Είχα συνδέσει το χρώμα με τον νου του. Και με τον ανδρισμό. Τα δικά μου, τα ανοιχτόχρωμα, σχεδόν λευκά κάτουρα ήταν θηλυκά, τα δικά του τα σκούρα αρσενικά. Η οργή του ήταν και αυτή αρσενική. Ο δικός μου φόβος ήταν θηλυκός.
Δυο άνθρωποι γεννημένοι με πάνω από 80 χρόνια διαφορά, σε δύο τελείως διαφορετικές εποχές, γράφουν με απόσταση σχεδόν 100 ετών, (το Γράμμα στον πατέρα είναι γραμμένο το 1919, και παρόλο που ο Κάφκα το έδωσε τη μητέρα του για να το δώσει στον πατέρα του, εκείνη του το επέστρεψε πίσω. Δεν υπάρχει κάποια καταγεγραμμένη μαρτυρία ότι ο πατέρας του διάβασε το γράμμα το οποίο τελικά εκδόθηκε από τον Μπροντ το 1966), ακριβώς τα ίδια πράγματα. Οκ, προφανώς δεν είναι οι μόνοι που είχαν τέτοιους πατεράδες, και προφανώς ούτε οι μόνοι που κατέγραψαν αυτές τις εμπειρίες τους, αλλά αυτό που με σόκαρε κυριολεκτικά είναι η αφετηρία τους που ήταν ο φόβος. Δεν είναι απλά ότι είχαν κακοποιητικούς ή σκληρούς ή αυταρχικούς πατεράδες. Και οι δύο τους φοβόντουσαν σε ένα τέτοιο επίπεδο που τους επηρέασε σε όλη τους τη ζωή.
Είναι ένα βλέμμα που δεν θέλεις να δεις από το παιδί σου.
Το βλέμμα του φόβου.
Να νιώσεις ότι αν ανοίξεις την αγκαλιά σου εκείνη την ίδια στιγμή εκείνο θα τρέξει μακριά σου.
Και είναι ένα βλέμμα που δυστυχώς πολλοί από εμάς θα δούμε κάποια στιγμή στη ζωή μας.
Εγώ το έχω δει.
Και δεν ήταν όμορφο.
Και δεν θέλω να το ξαναδώ.
Η τύχη λοιπόν με έσπρωξε εκείνη τη μέρα να πάρω αυτό το μικρό βιβλιαράκι από το ράφι του βιβλιοπωλείου. Και ήταν το κατάλληλο βιβλίο για να κατανοήσω κάποια πράγματα εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Πράγματα που έχω ξανασυζητήσει με τον εαυτό μου πολλές φορές. Όπως το ότι δεν χρειάζεται να αισθάνομαι ενοχές, ότι όπως και ο Κάφκα αναγνωρίζω τα λάθη και τις ελλείψεις των δικών μου γονιών και δεν θα τα αφήσω να ορίζουν τη ζωή μου. Ότι είμαι έτοιμος να τους συγχωρέσω και να προχωρήσω.
Και ότι θέλω να αφήσω τον φόβο πίσω μου.
Για μένα και για τα κορίτσια μου.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Από την ταινία “Κλέφτης ποδηλάτων”