Η οδός Ερμού έχει την τιμητική της αυτές τις ημέρες.
Συνωστισμός και εορταστική ατμόσφαιρα.
Ήταν πάντοτε εμπορικός αυτός ο δρόμος, ένας από τους πρώτους της Αθήνας, ήδη χαραγμένος στο πρώτο σχέδιο της πόλης των Κλεάνθη και Σάουμπερτ.
Στο αρχικό σχέδιο ο δρόμος που ήταν από τους πιο κεντρικούς της πόλης προβλεπόταν να είναι πολύ πιο φαρδύς. Κατά την διάρκεια της κατασκευής του το 1834-1835 πολλοί κάτοικοι που διέθεταν οικόπεδα, ανάμεσα σ´ αυτούς, πολιτικοί και δημοτικοί σύμβουλοι, για να μην θιγούν οι περιουσίες τους, άσκησαν πιέσεις προκειμένου να μειωθεί το πλάτος της. Και τελικά τα κατάφεραν! Το 1835 αν και κεντρικός, ήταν ένας δρόμος γεμάτος σκόνη και ακαθαρσίες.
Το 1938 ο δρόμος στρώθηκε με σύστημα Μακαντάμ. Από τον Κεραμικό μέχρι το Μοναστηράκι συναντούσες κουρεία, τσαρουχάδικα, παλαιοπωλεία, ταβέρνες, σταύλους αλλά και χάνια.
Στο τμήμα όμως μετά την Καπνικαρέα, ο δρόμος έπαιρνε ευρωπαϊκό χαρακτήρα με πολυτελείς οικείες και εμπορικά καταστήματα.
Να πως τον περιγράφει ο καταπληκτικός Γιώργος Σουρής:
«Εν πρώτοις μόλις κατεβείς εκ του σιδηροδρόμου,
ευρίσκεσαι απέναντι βαθείας υπονόμου·
αλλά καθόσουν προχωρείς ο δρόμος μεγαλώνει,
και σε κυττάζουν βλοσυρώς και άνθρωποι και όνοι.
…
Είσαι στο δρόμο του Ερμού,που είθε να μην ήσο,
γιατ´είναι σκόνη από μπρος και λάσπη από πίσω.
…
Αίφνης το πεζοδρόμιο αρχίζει να στενεύη,
κι ο ταξιδιώτης παρευθύς οφείλει να κατέβη
πλην μόλις το φρικτόν αυτό επιχειρήση βήμα
ευρίσκει εις τα πρόθυρα των Αθηνών το μνήμα,
διότι κάρα τρέχοντα παντού από ρυτήρος,
νεκρόν τον ρύπτουν καταγής ενώπιον κλητήρος.
…
Αίφνης το πεζοδρόμιο πλατύνεται και πάλι,
ώστε να περπατής και συ καθώς και δύο άλλοι
και ένθεν κακείθεν απαντάς σειράν εργαστηρίων,
χρησιμευόντων ενταυτώ και ως ουροτηρίων.
…
Αλλά ιδού από μακράν και η Καπνικαρέα
και φύρδην μίγδην μαγαζιά και παλαιά και νέα [….]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ (Οδηγός των Αθηνών χρήσιμος εις το κοινόν)
Συγκέντρωνε από τότε πολλά καταστήματα γυναικείων ενδυμάτων, υποδημάτων και αξεσουάρ. Όλοι οι κάτοικοι της Αθήνας πήγαιναν στην Ερμού για να ψωνίσουν ή να περνούν την ώρα τους κοιτώντας τις βιτρίνες. Ιδίως τις ημέρες πριν την αλλαγή του χρόνου.
« Ήδη είχον ανάψει τα φώτα εις τας προσθήκας των εμπορικών καταστημάτων, πριν ακόμη τα σκότη της νυκτός καλύψουν την γην. Εις τα βάθη της οδού Ερμού, κάτω προς την Καπνικαρέα, μυστηριώδεις σκιαί επλανώντο, και το τμήμα του ουρανού το υπερκείμενον επορφυρούτο από δύσιν απωτάτην, εκπέμπον ωχράς ανταυγίας επί του τρούλου του Βυζαντινού ναΐσκου. Και ο κόσμος των περιπατητών επήγαινε και ήρχετο, κυρίαι της αριστοκρατίας που εδώκαν τας τελευταίας παραγγελίας των νεώτερων συρμών, γυναίκες αστών, εργάτιδες μοδίστραι με τα κομψά των πηλίδια και τας χαριτωμένας αμφιέσεις, νέα αυτή τάξις και μορφή της αθηναϊκής κοινωνίας ήδη εκκολαπτόμενη, υπάλληλοι μόλις καταλιπόντες τα γραφεία των, ματαιόσχολοι , αξιωματικοί, εργάτες μουτζουρωμένοι , μαθητές των γυμνασίων με τας καινοφανείς στολάς των, στρατιώται. Και τα ανόμοια αυτά πλήθη να παίρνουν προ των οφθαλμών του με το βάδισμα της αφροντισίας, της πλήρους αναπαύσεως, ότι επετέλεσαν τον σκοπόν της ημέρας εκείνης.»
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΩΚΟΣ (Ο κύριος Πρόεδρος)
Ένα από τα πλέον πολυτελή καταστήματα ήταν το κοσμηματοπωλείο του «Πομόνη» με μεγάλη συλλογή χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων, από το οποίο ψώνιζε και η βασιλική οικογένεια.
Όμως από τα πιο διάσημα καταστήματα της εποχής ήταν το κατάστημα δώρων του Ροδόλφου Μάϊφαρτ.
Ο Όθωνας είχε καλέσει διάφορους Βαυαρούς να έρθουν στην Ελλάδα να διδάξουν τέχνες. Ο Μάιφαρτ κλήθηκε ως ειδήμων στην βιβλιοδετική, στην οποία ήταν εξαιρετικός, στο δε κατάστημα δώρων, που άνοιξε λίγο αργότερα, εύρισκες έργα τέχνης από γνωστά εργαστήρια της Ευρώπης. Ο Μάιφαρτ ήταν ένας από τους πιο ιδιόρρυθμους τύπους των Αθηνών της εποχής. Είχε κομψότατη εμφάνιση και κυκλοφορούσε στην Αθήνα με ωραίες νεαρές Ευρωπαίες, οι οποίες τον συνόδευαν μετά από κάθε του ταξίδι στην Ευρώπη. Τις επεδείκνυε στους Αθηναίους κατά την διάρκεια των περιπάτων του και όταν αυτές τον εγκατέλειπαν για άλλους νεότερους εραστές το αντιμετώπιζε στωικά λέγοντας: «Δεν πειράζει ,του χρόνου θα φέρω μια άλλη». Αργότερα πτώχευσε. Ερωτεύτηκε σφόδρα την Γαλλίδα χορεύτρια του καν καν, Ζαν ντ´ Αράς η οποία «ανεπέτα τους πόδας της εις το μη παιρετέρω».
Στην Ερμού υπήρχε μέχρι το 1903 ένα καπνοπωλείο πολυτελείας που πωλούσε ειδικό καπνό για κυρίες όπως και το διάσημο βιβλιοπωλείο του Κάρολου Βίλμπεργκ.
«Δύναμαι να βεβαιώσω εξ ίδιας αντιλήψεως ότι εις το άνω τμήμα της οδού Ερμού, το από της Καπνικαρέας μέχρι της πλατείας Συντάγματος, εκεί όπου δεσπόζει το κράτος της κομψής αμφιέσεως και του στολισμού και το αιώνιο θήλυ πορεύεται εις το καθημερινόν προσκύνημα των ιδιοτροπιών του συρμού, υπήρχον ακόμη, μέχρι προ πεντήκοντα ετών, και έλαττον ίσως, μεταξύ άλλων εργαστηρίων και πρατηρίων και δύο τρία παντοπωλεία, εις τα πρόθυρα των οποίων το ρυπαρόν μπακαλόπουλον διελάλει -οποία βεβήλωσις- τις μοσχομυρωδάτες σαρδέλες!»
ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΝΝΙΝΟΣ (Αι Αθήναι του 1850)
Εκεί βρισκόταν μέχρι το 1880,και τα περισσότερα ξενοδοχεία της πόλης. Ένα από τα πρώτα ξενοδοχεία της Αθήνας το «Grand Hotel d Angleterre» βρισκόταν σε πάροδο της Ερμού.
«Αυτή την ώρα υπάρχουν στην Αθήνα τρία πανδοχεία πολύ άνετα, και κάποια άλλα, χωρίς πολλά μειονεκτήματα, όπου μπορείς να καταλύσης. Πρόκειται να διαμείνω στο ξενοδοχείο του Λονδίνου, το οποίο ανήκε στον Bruno, Πιεμοντέζο, παλαιό ταχυδρόμο του Καποδίστρια. Το σπίτι ήταν μικρό, είχε όμως ένα κηπάριο, και γενικά ήταν καθαρό. Το διαμέρισμα υπεραρκετό, έβλεπες σε όλα τα σημεία του ορίζοντα. Ένα είδος Μπελβεντέρε από όπου, και από τα τρία δωμάτια, μπορούσα να απολαμβάνω την υπέροχη θέα της πόλης»[…]
JEAN ALEXANDRE BUCHON (La Grèce continentale et la Morée,Voyage,séjour et études historiques en 1840 et 1841 // Η ηπειρωτική Ελλάδα και ο Μοριάς, ταξίδι, διαμονή και ιστορικές σπουδές 1840 και 1841)
Στην Ερμού λειτουργούσαν τα χρόνια μετά την επανάσταση και κάποια χάνια, τα σημαντικότερα ήταν του Σκουρλά, του Καλκούνη, καθώς και το χάνι «Η Ελευσίς» Αποτελούνταν από ένα κεντρικό κτίριο γύρω από μία αυλή όπου σταβλίζονταν τα ζώα. Οι πελάτες έστρωναν για να κοιμηθούν κουβέρτα που έφερναν οι ίδιοι διότι δεν υπήρχαν κρεβάτια. Αργότερα τα χάνια αντικαταστάθηκαν από τα πανδοχεία.
«Βρίσκεις στα χάνια ψωμί και κρασί, βρίσκεις πέταλα για τα άλογα και σχοινί για τις αποσκευές, σπίρτα, σαπούνι, εκείνο το στοιχειώδες μπακάλικο που ικανοποιεί τις ανάγκες των Ελλήνων. Το κατάλυμα που σας προσφέρουν είναι πιο καθαρό από τα περισσότερα σπίτια των χωρικών. Δεν είσαι λοιπόν όσο το δυνατό πιο άσχημα. Ωστόσο νιώθεις πάρα πολύ άσχημα. Και δεν εκπλήσσεσαι λίγο το πρωί, όταν πρέπει να πληρώσεις για το νοίκι των τεσσάρων ντουβαριών την τιμή ενός καλού δωματίου πανδοχείου με εκείνες τις κόκκινες κουρτίνες και τα άσπρα σεντόνια που τα ξανά βλέπω συχνά στα όνειρά μου. Αν το πανδοχείο και το χάνι μοιάζουν σε κάτι, αυτό είναι ο λογαριασμός»
ΕΝΤΜΟΝΤ ΑΜΠΟΥ (Η Ελλάδα του Όθωνος)
Σε αυτόν τον κεντρικό δρόμο της Αθήνας συγκεντρωνόταν όλος ο κόσμος για να γιορτάσει την αλλαγή του χρόνου.
«Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν μία εαρινή ηλιόλουστος ημέρα. Από τα τρεις το απόγευμα άρχισε ένας γενικός συναγερμός. Ανθρώπινα πλήθη ερχόμενα από όλας τας συνοικίας κατέκλυζαν την οδό Ερμού διά να προπέμψουν το απερχόμενων έτος και διά να υποδεχτούν το νέον. Οι άνθρωποι που αγαπούν και σέβονται τα παλαιά έθιμα ε κλείδωναν το σπίτι τους και ξεκινούσαν διά την εορτή είναι η οποία συνίστατο εις ένα αέναον στριφογύρισμα εις τον στενόν εμπορικόν δρόμον μέχρι της δύσεως του ηλίου. Το μόνον χαρακτηριστικόν της εορτής είναι ο θόρυβος. Ροκάνες, σφυρίχτρες, καραμούζες, τύμπανα, κρόταλα και φωνές δονούν την ατμόσφαιρα. Αλαλαγμός παιδιών υψώνεται μέχρι ουρανού και μεγάλες μάζες εορταστών κυλιούνται μαζί με σύννεφα σκόνης. Τίποτα περισσότερον. […] Ο θόρυβος ήταν τρομερός, ο συνωστισμός αφόρητος, οι εορτασταί ενοχλητικοί. Πολύ πετούσαν στράκες στα παράθυρα και στις ράχες των κύριων. Όμιλοι ανθρώπων που εφαίνοντο πως είχαν παραφρονήσει έτρεχαν προς διάφορους διευθύνσεις και παρέσυραν και τους άλλους με τύμπανα, με ξεφωνητά και με τρομακτικές παραφωνίες ανέβαιναν και κατέβαιναν και διασταυρούντο με άλλους ομίλους πάλιν που ετραγουδούσαν. Οι μάζες των εξάλλων ανθρώπων αποτελούσαν δύο μεγάλα ρεύματα. Το εν ανήρχετο, το έτερον κατήρχετο. Συχνά τα δύο ρεύματα συνηντώντο και τα ανθρώπινα κύματα εθραύοντο. Τότε ηκούοντο φωνές και επικλήσεις από κυρίες που τα μαλλιά τους εγάτζωναν στα μπαστούνια ή που έχαναν τις μπέρτες τους και τα τσαντάκια τους.»
ΤΙΜΟΣ ΜΩΡΑΙΤΙΝΗΣ (Ολόκληρη ζωή)