Έχουμε ανατραφεί ως κοινωνίες να αναρωτιόμαστε «ποιος είναι ο κακός και ποιος ο καλός;». Έτσι μας γαλούχησαν με τα παιδικά παραμύθια, έτσι πορευτήκαμε με τις ταινίες, με τους αγώνες που σπεύδουμε να διαλέξουμε ομάδες· και όταν είμαστε άσχετοι, ρωτάμε στην έναρξη του αγώνα «ποιοι είμαστε εμείς;». Εννοείται πως εμείς είμαστε πάντα οι καλοί. Και οι άλλοι πάντα οι κακοί.
Αφενός θεωρούμε δεδομένη την ύπαρξη του «καλού» και του «κακού» και της προαιώνιας πάλης του, αφετέρου τις θεωρούμε έννοιες ξεκάθαρες. Κάποιος θα είναι ο καλός και κάποιος θα είναι ο κακός. Απλά πράγματα. Οι παραμυθάδες, οι συγγραφείς και οι σεναριογράφοι αναπτύσσουν την πλοκή με βάση το αξίωμα ότι ο αναγνώστης και ο θεατής, ανεξαρτήτου ηλικίας έχει ανάγκη να εντοπίσει τον «κακό» και να ταυτιστεί με τον «καλό». Τον θύτη και το θύμα. Πριν από αυτούς το έκαναν οι θρησκείες· και οι ιστορικοί. Και συνεχίζουν. Έτσι είναι γραμμένη και η ιστορία κάθε έθνους, χτισμένη πάνω στο δίπολο του «καλού» και του «κακού». Έτσι είναι γραμμένη και η ελληνική.
Με ποιους είσαι εσύ, με τους Αθηναίους ή τους Σπαρτιάτες; Με τον Κολοκοτρώνη ή τον Μαυροκορδάτο; Με τον Τρικούπη ή Δεληγιάννη; Με τον Βενιζέλο ή με τον Κωνσταντίνο; Με την κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Παπανδρέου ή με το ΕΑΜ-ΚΚΕ; Με τον Πλαστήρα ή με τον Παπάγο; Με τον Καραμανλή ή τον Γεώργιο Παπανδρέου το 1963; Με τους δεξιούς ή με τους αριστερούς; Με τον Καραμανλή ή τον Ανδρέα Παπανδρέου; Με το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ; Με τη ΝΔ ή το ΣΥΡΙΖΑ; Με τον Μητσοτάκη ή με τον Τσίπρα; Με το Μάτι ή τα Τέμπη;
Φτάσαμε στο σήμερα. Πορευτήκαμε πάντα με δίπολα, με δικομματισμούς, με καλούς και κακούς. Κάπως ανώριμη πορεία, δεν βρίσκετε;
Όταν ένας άνθρωπος αρχικά και κατ΄ επέκταση μια κοινωνία στην συντριπτική της πλειοψηφία και ιστορική διαδρομή σκέφτεται και αναλύει την ιστορία και την επικαιρότητα με τη λογική του άσπρου-μαύρου, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα στάδιο παιδικότητας και ανωριμότητας. Η ωριμότητα και ενηλικίωση στηρίζονται αξιωματικά στην συνθετική και αναλυτική σκέψη. Στην συνειδητοποίηση του πόσο πολυπαραγοντικά, πολύπλοκα, σύνθετα και ασταθή είναι όλα. Ότι όλοι είναι, είμαστε, εν δυνάμει καλοί και εν δυνάμει κακοί. Ότι όλοι είναι, είμαστε, και καλοί και κακοί. Ότι σε κάθε επιλογή πάντα κάτι χάνεις και κάτι κερδίζεις. Ότι δεν υπάρχουν απόλυτες έννοιες. Πολύ απλά γιατί οι άνθρωποι, και οι κοινωνίες που φτιάχνουν, είναι διαχρονικά ατελείς. Όπως η ανθρώπινη φύση.
Ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί σήμερα;
Σήμερα, μετά τα Τέμπη. Σήμερα, που πάγωσε ο πολιτικός χρόνος, που μας χαστούκισε βίαια ένα ολόκληρο σύστημα χωμένο στη διαχρονική παραβατικότητα· σήμερα που απροκάλυπτα αποδεικνύεται με κάθε τρόπο ότι όλοι οι πολιτικοί, οι συνδικαλιστές, οι εταιρίες και οι υπάλληλοι ήξεραν· σήμερα που αποδεικνύεται ότι η παρούσα κυβέρνηση επί τέσσερα χρόνια δεν έκανε τίποτα απολύτως· σήμερα που αποδεικνύεται ότι επί χρόνια και οι άλλες κυβερνήσεις δεν κάναν τίποτα· σήμερα που ως μέσοι πολίτες ήλθαμε αντιμέτωποι με αυτό που πάντα υποψιαζόμασταν και ποτέ δεν θέλαμε να παραδεχτούμε ότι είμαστε όλοι μας, ανάλογα με τον προσωπικό αξιακό χάρτη του καθενός, είμαστε μέρη/μέλη αυτού του συστήματος. Πως αλλιώς να έχει εδραιωθεί μια πολιτική κουλτούρα με τέτοια χαρακτηριστικά και να συνεχίζει το σύστημα να λειτουργεί; Θέλει και πολιτικούς και πολίτες. Τι να κάνουμε, δεν γίνεται αλλιώς.
Μη μου πεις ότι έπεσες από τα σύννεφα; Όχι δεν έπεσες. Αλλά αγανάκτησες, όπως και γω. Είπες έλεος. Φοβήθηκες. Θύμωσες. Και τώρα λες φτάνει. Όπως και γω.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή διέρχεται μια πρωτοφανή κοινωνικοπολιτική κρίση. Την οποία πρέπει να διαχειριστεί. Να κάνει αυτό που λέμε διαχείριση κρίσης, μήπως και πάει παρακάτω. Συγκεκριμένα, και όχι όπου βγει.
Ποιος είναι ο ορισμός της κρίσης σε μια κατάσταση διαχείρισης κρίσης;
“Ως κρίση προσδιορίζεται το απρόβλεπτο γεγονός ή τα γεγονότα τα οποία έχουν δυσμενή και ανεπιθύμητα αποτελέσματα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Επίσης μία κρίση μπορούμε να πούμε ότι είναι μια κατάσταση που επηρεάζει εκτός των άλλων και την εμπιστοσύνη των πολιτών και της κοινωνίας στο σύνολό της, προς τους θεσμούς και τις δομές του Κράτους”.
Οι ειδικοί στις διαχειρίσεις κρίσεων λένε πως μια κρίση αναπτύσσεται με αργούς ή γοργούς ρυθμούς, αναλόγως την καταλληλότητα και την εγκυρότητα των μέτρων που λαμβάνει μία Πολιτεία και ότι το κρίσιμο μέγεθος για την αντιμετώπιση μιας κρίσης είναι ο έλεγχος κατά την ανάπτυξή της και ο σταδιακός περιορισμός κατά την ωρίμανσή της. Η κρίση παύει να υφίσταται όταν μηδενιστούν τα συμπτώματά της και ομαλοποιηθεί η κοινωνικό-πολιτικό-οικονομική ζωή.
Το θέμα είναι όμως να μην διαχειριστούμε απλά την κρίση. Με το ίδιο τρόπο που γινόταν πάντοτε στις κρίσεις ή με ποιο σοβαρό και ουσιαστικό γιατί πολύ απλά δεν πάει άλλο. Δεν τους παίρνει και δεν μας παίρνει.
Το θέμα είναι να ενηλικιωθούμε επιτέλους και να σπάσουμε αυτά τα δίπολα: του άσπρου – μαύρου, του καλού – κακού.
Έχουμε την ευκαιρία να πούμε το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι του Καβάφη.
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
Που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
Να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
Έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντας το πέρα
Πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθσί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
Όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
Εκείνο το όχι – το σωστό- εις όλην την ζωή του.
Θα μου πεις, και το ναι και το όχι ένα δίπολο δεν είναι;
Εξαρτάται πως θα το δεις και σε τι θα πεις ναι και σε τι όχι.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Edward Hopper / Approaching a City / 1946