Ο Σίσυφος είναι ένας από τους πιο γνωστούς ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Μια εκδοχή του μύθου τον θέλει πατέρα του Οδυσσέα· από αυτόν κληρονόμησε ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης την εξυπνάδα και την πανουργία του.
Ο Σίσυφος ήταν γνωστός για τις πλάκες που σκάρωνε τόσο στους ανθρώπους όσο και στους θεούς, με πιο γνωστή το ότι έδεσε χειροπόδαρα τον Χάροντα όταν πήγε για να τον πάρει στον κάτω κόσμο, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην πεθαίνει. Όταν τελικά ήρθε η ώρα του και παρουσιάστηκε μπροστά στον Άδη, ο θεός του Κάτω Κόσμου δεν είχε ξεχάσει τα χουνέρια που του είχε κάνει και τον τιμώρησε βάζοντάς τον να σπρώχνει έναν τεράστιο βράχο στην απότομη πλαγιά ενός βουνού. Λίγο πριν φτάσει στην κορυφή ο βράχος γλίστραγε και ο Σίσυφος ξεκινούσε και πάλι από την αρχή τον ατέρμονο κύκλο του μαρτυρίου του.
Σε έναν τέτοιο ανούσιο κύκλο μπαίνει την ημέρα των τριακοστών γενεθλίων του και ο Γιόζεφ Κ. ο ήρωας της Δίκης, ενός από τα πιο γνωστά βιβλία του Φραντς Κάφκα το οποίο εκδόθηκε όπως και τα περισσότερα έργα του μετά τον θάνατό του.
Παρουσιάζονται στο δωμάτιο που μένει κάποιοι περίεργοι τύποι που του ανακοινώνουν ψυχρά και εντελώς γραφειοκρατικά ότι εκκρεμεί εις βάρος του μια δίκη. Δεν μαθαίνουμε ποτέ ποια είναι η κατηγορία, και μεταξύ μας δεν έχει και καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η διαδικασία και το πώς επηρεάζει τον ήρωά μας.
Παρακολουθούμε στη συνέχεια τον Κ. να παραβρίσκεται σε μια ανακριτική διαδικασία, να ψάχνει να βρει τρόπους να απαλλαγεί από τις κατηγορίες, να του προσφέρεται βοήθεια από τις πιο πιθανές και απίθανες πηγές, τον βλέπουμε να μπλέκει σε μια γραφειοκρατική διαδικασία που μοιάζει με έναν ατελείωτο λαβύρινθο και στο τέλος…
Όχι, δεν θα σας αποκαλύψω το τέλος. Άλλωστε ούτε αυτό έχει πολλή σημασία.
Το βιβλίο αυτό, όπως και αρκετά άλλα του συγγραφέα παρέμεινε ανολοκλήρωτο. Και αν σε κάποια άλλα βιβλία, όπως στο Κτίσμα για το οποίο μιλήσαμε σε προηγούμενο άρθρο, το τέλος μένει μετέωρο, εδώ το τέλος υπάρχει αυτούσιο, ξεκάθαρο, διαυγές. Υπάρχουν κάποια κεφάλαια τα οποία ο Κάφκα δεν ολοκλήρωσε αλλά το βιβλίο δεν χάνει κάτι από την ανατριχιαστική του ατμόσφαιρα.
Γιατί τελικά αυτό είναι η Δίκη. Είναι ένα βιβλίο τρόμου.
Γύρω από τον Κ. αρχίζει και κλείνει σαν μέγγενη η δίκη, όχι τόσο με την μορφή της κατηγορίας, όσο με την μορφή της διαδικασίας. Οδηγείται σε συνεχόμενα αδιέξοδα, ψάχνει να βρει νόημα σε πράγματα που φαινομενικά δεν έχουν λογική, προσπαθεί να ανοίξει σαν παγοθραυστικό τον δρόμο του μέσα από το παγωμένο και αόρατο σώμα της γραφειοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κρατήσει την ανθρωπιά του.
Η ερώτηση σας, κύριε ανακριτά, αν είμαι μπογιατζής -ή μάλλον δεν με ρωτήσατε αλλά μου το πετάξατε κατάμουτρα- είναι χαρακτηριστική για το είδος όλης της εναντίον μου διαδικασίας. Μπορείτε να αντιτείνετε ότι αυτό δεν είναι διαδικασία, και θα έχετε μεγάλο δίκιο, γιατί, ναι, είναι διαδικασία μόνον εάν εγώ την αναγνωρίσω ως τέτοια και τούτη τη στιγμή την αναγνωρίζω, από συμπόνια κατά κάποιο τρόπο. Δεν απομένει σε κάποιον τίποτε άλλο εκτός από το να δείξει συμπόνια, εάν, φυσικά, θέλει να δώσει σημασία στη διαδικασία. Δεν λέω ότι η διαδικασία είναι ανοργάνωτη, θα ήθελα, όμως, να διευκρινίσω ότι ίσα-ίσα εγώ είμαι που την αναγνωρίζω ως διαδικασία.
Αυτά λέει ο Κ. στον ανακριτή στην πρώτη τους συνάντηση. Και καταλαβαίνουμε από αυτό το απόσπασμα την απόγνωση του ήρωα, αλλά και του συγγραφέα που βάζει αυτές τις λέξεις στο στόμα του ήρωά του, την απόγνωση του να δώσουν σχήμα στο παράλογο που μας περιβάλει όλους. Η διαδικασία αυτή, η Δίκη, είναι μια πρόφαση, είναι μια σπρωξιά στην αγκαλιά της ύπαρξης, την φωτεινή και σκοτεινή ταυτόχρονα, την ζεστή και παγωμένη, μια σπρωξιά στην ζωή η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο.
Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία ο Κ. μοιάζει με τον Αστερίξ και τον Οβελίξ που αναζητούσαν το πιστοποιητικό Α38 στους 12 άθλους του Αστερίξ. Γυρνάει από δω και από κει σαν αποκεφαλισμένο κοτόπουλο και ψάχνει να βρει την έξοδο από αυτό στο οποίο έχει μπλεχτεί, χωρίς καν να ξέρει πως.
Αλλά ο Κ. μοιάζει και με τον Σίσυφο. Κάθε φορά που βρίσκει μια άκρη, κάποιον να τον βοηθήσει, μια πληροφορία που τον κάνει να κατανοήσει κάποιο σκοτεινό σημείο της διαδικασίας, την επόμενη στιγμή πέφτει πάνω σε τοίχο. Και ξανά από την αρχή. Και ξανά. Και ξανά. Μέχρι που χάνεται μέσα στον λαβύρινθο και έχει σχεδόν ξεχάσει πως βρέθηκε εκεί εξαρχής.
Αλλά πως μπορεί να ξέχασε κάτι που δεν έμαθε ποτέ?
Δεν μαθαίνουμε ποτέ, ούτε εμείς, ούτε ο Κ. τον λόγο για τον οποίο κινήθηκε αυτή η διαδικασία εναντίον του. Ούτε ποιος τον κατηγόρησε, ούτε τις κατηγορίες. Και η αλήθεια είναι πως πολλές φορές η ζωή μας οδηγεί μόνη της σε τυχαίες διαδρομές, μας πετάει σαν ήρωες κάποιου κοσμικού videogame σε κάποια πίστα και μας λέει «παίξε». Κι εμείς καλούμαστε να τα βγάλουμε πέρα με τον οποιονδήποτε παραλογισμό έχει επιλέξει η τύχη για μας. Γιατί τελικά περί αυτού πρόκειται. Η ζωή είναι μια τεράστια αλυσίδα παραλογισμών στην οποία ψάχνουμε να βρούμε κάποια λογική. Κάποια διέξοδο για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτά που μας αρέσουν, να ζήσουμε πραγματικά τις λίγες στιγμές που έχουν όντως νόημα.
Νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε πήγα στο σινεμά για να δω μια ταινία, το τέταρτο κεφάλαιο του franchise του John Wick.
Ο John Wick είναι ένας πληρωμένος δολοφόνος. Στην αρχή της πρώτης ταινίας τον βλέπουμε να θάβει την γυναίκα του. Στην συνέχεια μαθαίνουμε ότι με κάποιο τρόπο, τον οποίο δεν τον μαθαίνουμε ποτέ ούτε στην πρώτη ταινία, ούτε σε κάποια από τις συνέχειες, ο John Wick κατάφερε να βγει από τον υπόκοσμο και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή για μερικά χρόνια με τη γυναίκα που αγάπησε. Όταν αυτή πεθαίνει ο Wick παραλαμβάνει ως τελευταίο δώρο από αυτήν ένα σκυλάκι, για να το αγαπάει αντί για αυτήν που πια δεν είναι μέρος της ζωής του. Την επόμενη μέρα εισβάλουν στο σπίτι του κάποιοι που αφού τον χτυπήσουν, σκοτώνουν το σκυλί και κλέβουν το αυτοκίνητό του, ένα άλλο δώρο της γυναίκας του. Μετά από αυτό ο John Wick ξαναγυρνάει στην παλιά ζωή του και στον υπόκοσμο προκειμένου να πάρει εκδίκηση.
Από εκεί και πέρα στις τέσσερεις ταινίες της σειράς παρακολουθούμε τις προσπάθειες του John Wick να πάρει την εκδίκησή του και να καταφέρει να ξαναγυρίσει σε μια φυσιολογική ζωή. Κάθε φορά που φτάνει κοντά, γίνεται κάτι που τον ξανατραβάει πίσω, σε μια ζωή όπου ο θάνατος είναι ο πρωταγωνιστής και που πρέπει να έχεις συνεχώς τα μάτια σου ανοιχτά γιατί πάντα κάποιος καραδοκεί και για το δικό σου κεφάλι.
Ο John Wick είναι ένας ακόμα Σίσυφος.
Το μόνο που θέλει, μετά από μια ζωή βουτηγμένη στο αίμα και στο θάνατο, είναι να ζήσει σαν απλός άνθρωπος, φροντίζοντας το σκυλί του και με τις αναμνήσεις των λίγων ευτυχισμένων χρόνων που έζησε με τη γυναίκα του. Των χρόνων που πραγματικά είχαν νόημα μέσα σε μια αδιέξοδη ζωή που το μόνο που είχε να προσφέρει ήταν ο θάνατος.
Κι όμως κάτι συνέχεια τον τραβάει πάλι πίσω στον βούρκο.
Μια ατάκα που επανέρχεται συνέχεια στις ταινίες από το στόμα διάφορων πρωταγωνιστών, είναι πως χωρίς τους κανόνες θα ζούσαμε σαν τα ζώα. Οι κανόνες που ορίζουν τη ζωή των ηρώων και τα πλαίσια της δράσης αλλά και οι συνέπειες των πράξεών τους είναι ο Θεός που υπάρχει στο σύμπαν της ταινίας. Σύμφωνα με αυτόν τον άγραφο νόμο ζούνε και πεθαίνουν όλοι στα πλαίσια αυτού του υπόκοσμου, ο οποίος δεν είναι κάτω από τον δικό μας κόσμο, αλλά μπλεγμένος αξεδιάλυτα με αυτόν.
Το ίδιο μοτίβο βλέπουμε και στην Δίκη. Το απρόσωπο δικαστήριο με τις διαδικασίες του κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων και μπερδεύεται στις ζωές τους όπως ακριβώς κάνει και η Τράπεζα στις ταινίες του John Wick, που με τους κανόνες της αποκτά θεϊκή εξουσία πάνω στους ανθρώπους τους υποκόσμου.
Και όλα ξαναγυρνάνε στο νόημα της ζωής και τον ατέρμονο αγώνα του Σίσυφου να ανεβάσει τον βράχο στην πλαγιά.
Έχοντας όλα αυτά και άλλα πολλά στο μυαλό μου χθες το μεσημέρι περιμένοντας στο κέντρο να περάσει η ώρα μήπως βγει κάποια βλάβη, πέρασα την πόρτα ενός βιβλιοπωλείου για να χαζέψω λίγο. Ψάχνοντας το μάτι μου έπεσε σε ένα βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ, στο Μύθο του Σίσυφου. Το πήρα και άρχισα να το ξεφυλλίζω.
Υπάρχει ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: η αυτοκτονία. Αν κρίνουμε πως η ζωή αξίζει να της ζει ή να μην τη ζει κανείς, απαντούμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα, αν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις, αν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, έπονται. Είναι παιχνίδια. Πρέπει πρώτα ν’ απαντήσουμε.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα παράρτημα με ένα κείμενο με τον τίτλο Η ελπίδα και το παράλογο στο έργο του Φραντς Κάφκα.
Όλη η τέχνη του Κάφκα συνίσταται στο γεγονός ότι υποχρεώνει τον αναγνώστη να τον ξαναδιαβάσει. Το τέλος στις ιστορίες του, ή η έλλειψη κάθε τέλους, υποδεικνύουν εξηγήσεις που, χωρίς να είναι ξεκάθαρες, απαιτούν, για να είναι βάσιμες, να ξαναδιαβαστεί η ιστορία από μια νέα οπτική γωνία.
Όπως καταλαβαίνετε η σύμπτωση ήταν τεράστια για να μην πάρω το βιβλίο το οποίο και ξεκίνησα να διαβάζω αργότερα μέσα στην ημέρα.
Η ζωή μας λοιπόν είναι μια σειρά από παραλογισμούς. Ή μπορεί να είναι ένας τεράστιος παραλογισμός κομμένος σε κομμάτια. Και εμείς αυτό που ψάχνουμε είναι ένα κάποιο νόημα, μια παρηγόρια, κάποιες λίγες στιγμές ουσίας. Άλλος βρίσκει την ουσία και το νόημα στην τέχνη, άλλος στον έρωτα, άλλος στο ταξίδι, άλλος στο μεθύσι. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας όμως παραμένει βουτηγμένο στο σκοτάδι και μας ωθεί στην απόγνωση.
Και αν ο John Wick ως κινηματογραφικός ήρωας μπορεί να έχει άπειρες ευκαιρίες για να βγει από τον βούρκο του υποκόσμου και να αναζητήσει την ευκαιρία του να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, αν ο Κ. ως λογοτεχνικός ήρωας έχει μια προδιαγεγραμμένη μοίρα πλασμένη από το χέρι του συγγραφέα, αν στα videogames οι παίκτες μπορούν να δοκιμάσουν ξανά και ξανά και ξανά να περάσουν μια πίστα προσπαθώντας με διαφορετικούς τρόπους, αλλάζοντας κάθε φορά και κάτι στην προσέγγισή τους, στην πραγματική ζωή δεν έχουμε δεύτερη ευκαιρία, ούτε ακολουθούμε κάποια ορισμένη από πριν διαδρομή, και ακόμα και αν αυτό συμβαίνει εμείς δεν το ξέρουμε.
Και ίσως όλο αυτό το κείμενο να είναι μια προσπάθεια αντίστοιχη με του Σίσυφου, να είναι ένας φαύλος κύκλος που ψάχνει να βρει το νόημα, στις ταινίες, στα βιβλία, στον έρωτα, στην φιλία, σε όλα αυτά που κάνουν τη ζωή μας να μοιάζει ζωή, και όχι καταδίκη όπως έγραψε και ο Κάφκα:
Ο άνθρωπος δεν έχει καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά σε ζωή.
*Frontpage picture: rodney smith