Άπλωσε τα μακριά δάχτυλά του και άσπρες νιφάδες στριφογύρισαν στις άκρες τους. Κοίταξε κατάματα τον ήλιο που χάνονταν πίσω από τα βουνά στο βάθος της κοιλάδας. Το σκοτάδι ήδη έπεφτε σιωπηρό στο δάσος πίσω του. Δεν προλάβαινε. Όχι σήμερα.
Χτένισε την περιοχή με το βλέμμα του. Στο βάθος, πίσω από μεγάλα χωράφια, μια μέρα δρόμο μακριά, ξεχώριζαν τα τείχη της πόλης, κι από πάνω τους υψώνονταν η σκοτεινή σκιά του κάστρου. Χαμηλά, κοντά στον δρόμο, καπνός ξεχύνονταν βιαστικά από το άνοιγμα μιας καμινάδας. Δεν είχε άλλη επιλογή. Είχε φτάσει πολύ κοντά πια. Δεν έπρεπε να κινήσει υποψίες. Έφερε τα χέρια του κοντά στο πρόσωπό του, τα έτριψε δυνατά και κατηφόρισε με σταθερά, νωχελικά βήματα προς το πανδοχείο.
Η πόρτα έτριξε παραπονεμένα καθώς την έσπρωχνε. Η νύχτα πίσω του είχε καλύψει τον ορίζοντα και το χιόνι έπεφτε πιο βαριά. Κουρασμένα βλέμματα από όλες τις γωνιές πλανήθηκαν πάνω του φευγαλέα. Φορούσε ένα μαύρο, μάλλινο μανδύα, με φαρδιά κουκούλα. Ξεχώριζε μόνο το κάτω μέρος του προσώπου του, το στόμα του και το μυτερό, σχεδόν σκελετωμένο σαγόνι του. Στην αριστερή μεριά φαινόταν η άκρη μιας ουλής που χανότανε στο σκοτάδι κάτω από την κουκούλα του. Ένας σάκος από χοντρό καραβόπανο ήταν ριγμένος στο πλευρό του, περασμένος με ένα λουρί από τον ώμο του. Έριξε το βλέμμα του πάνω στα μεθυσμένα και πληγωμένα πρόσωπα γύρω του και κατευθύνθηκε σε ένα άδειο τραπέζι, στη γωνία δίπλα στο τζάκι. Τα βλέμματα των θαμώνων αποστράφηκαν, αφήνοντάς τον μόνο. Έκατσε με την πλάτη στον τοίχο, δίπλα σε ένα παράθυρο που έβλεπε στον έρημο και σκοτεινό πια δρόμο. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει. Μέχρι το πρωί θα έχει καλύψει τα πάντα, σκέφτηκε. Ήρθε η σερβιτόρα. Παρήγγειλε μπύρα και ένα πιάτο αχνιστή σούπα. Είχε μέρες να φάει μαγειρεμένο φαΐ. Και αν κάτι πήγαινε στραβά αύριο, δεν θα ξαναέτρωγε.
Έτρωγε με τις αισθήσεις του σε επιφυλακή, σαν άγριο θηρίο. Με το χέρι του έσφιγγε το στιλέτο που είχε κρυμμένο στη ζώνη του. Με τα μάτια του καλυμμένα από τον μανδύα του, χτένιζε την μισοσκότεινη αίθουσα. Τα έκλεινε στιγμιαία και προσπαθούσε να απομονώσει τις κουβέντες που πλέκανε ένα πέπλο γύρω του. Στο τραπέζι μπροστά του δυο έμποροι. Δεξιά του ένας αγρότης έτρωγε μόνος του. Στην άλλη άκρη του δωματίου μια παρέα στρατιώτες φωνάζανε, πίνανε και τραγουδούσανε. Στην απέναντι γωνία δυο μοναχοί προσεύχονταν αμίλητοι, πίνοντας κόκκινο κρασί. Κανένας δεν ασχολιότανε μαζί του, κανένας δεν τον κοιτούσε. Ήταν ένας απλός ταξιδιώτης και τίποτε άλλο. Τέλειωσε το γεύμα του και παρήγγειλε άλλη μια μπύρα. Οι στρατιώτες συνέχιζαν τα τραγούδια, οι έμποροι, χαμογελαστοί πια από τη συμφωνία που έκλεισαν, πίνανε τσουγκρίζοντας δυνατά τα ποτήρια τους. Οι μοναχοί κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα κοιτάζοντας ένα χάρτη και ο αγρότης είχε αποκοιμηθεί πάνω στο τραπέζι του ροχαλίζοντας δυνατά.
Άνοιξε το σάκο του προσεχτικά και έβγαλε ένα μικρό ξύλινο κουτί, δεμένο με ένα κομμάτι σχοινί. Ήταν φτιαγμένο από δυο είδη ξύλου, το ένα πιο σκουρόχρωμο από το άλλο. Τα κομμάτια των δύο ξύλων σχημάτιζαν τετράγωνα σε όλη την εξωτερική επιφάνεια του κουτιού. Το άνοιξε και έβγαλε από μέσα μια χούφτα μικρά, σκαλιστά κομμάτια, φτιαγμένα από τα ίδια είδη ξύλου. Το κουτί είχε μεταμορφωθεί τώρα πάνω στο τραπέζι σε μια μικροσκοπική σκακιέρα. Το έβαλε μπροστά του και έστησε τα κομμάτια. Ξεκίνησε μια βουβή παρτίδα. Μετακινούσε εναλλάξ τα άσπρα και τα μαύρα κομμάτια. Κανένας δεν τον κοιτούσε. Κανένας δεν μπορούσε να δει τα μάτια του να σπιθίζουν από την ένταση, κάτω από τον βαρύ, μαύρο μανδύα.
Συνέχιζε για μερικά λεπτά να μετακινεί τα κομμάτια, βουβά, πάνω στην μικρή σκακιέρα. Και ξαφνικά σταμάτησε. Σήκωσε το βλέμμα του. Όλα γύρω του σταμάτησαν, έμειναν μετέωρα. Οι φωνές και τα τραγούδια γίνανε ένας βόμβος στα αυτιά του. Όλα φαίνονταν να είναι τόσο απόμακρα. Τόσο ξένα. Ήταν σαν να μην υπήρχε, σαν να ήταν αόρατος. Σαν να ήταν σκαρφαλωμένος σε ένα σύννεφο, μόνος, στην αγκαλιά του απέραντου ουρανού. Ένα ζεστό κύμα τον κυρίευσε. Γύρισε το βλέμμα του στη μικρή σκακιέρα, και κοίταξε ένα λευκό πιόνι στο κέντρο της. Ύστερα το έπιασε και το έσπρωξε μπροστά, ψιθυρίζοντας, «…στρατιώτης δ4 στο δ5. Ρουά, ματ…»
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Victoria Glinka (Ex. Ivanova) in Conceptual