Η συνθήκη της Λωζάνης συνιστά σημαντικό ορόσημο στην νεότερη ιστορία της Ελλάδας και της γείτονος Τουρκίας. Αντικατέστησε την μέχρι τότε ισχύουσα συνθήκη των Σεβρών που είχε υπογραφεί στις 10 Αυγούστου 1920. Τα όρια της επικράτειας του σημερινού ελληνικού κράτους, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα που προσαρτίστηκαν στην Ελλάδα το 1947, καθορίστηκαν πριν ακριβώς 100 χρόνια στην ομώνυμη Συνδιάσκεψη Ειρήνης που διήρκεσε από το Νοέμβριο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923, με μία διακοπή δύο μηνών.
Κεντρικό πρόσωπο για την Ελλάδα ήταν και πάλι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε διαπραγματευτεί και την Συνθήκη των Σεβρών σαν νικητής εφόσον η Ελλάδα ανήκε στις νικήτριες χώρες του Α ´Παγκοσμίου πολέμου. Στην Ελβετική πόλη όμως, διαπραγματεύτηκε σαν ηττημένος. Στις Σέβρες ήταν ο πρωθυπουργός μιας νικήτριας χώρας· στη Λωζάνη αντιπροσώπευε την τότε ελληνική επαναστατική κυβέρνηση, και μια χώρα που είχε υποστεί μια συντριπτική ήττα και κοινωνική καταστροφή.
Στις δύσκολες αυτές διαπραγματεύσεις, το προσωπικό κύρος, η διπλωματική πείρα και η μεγάλη εκτίμηση του ευρωπαϊκού πολιτικού κόσμου στο πρόσωπο του Βενιζέλου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Προσπάθησε να διαπραγματευθεί μία «έντιμη» συνθήκη ειρήνης και να διαμορφώσει ένα εδαφικό καθεστώς που να συνάδει με τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας και την νέα της θέση στη διεθνή πραγματικότητα. Οι όροι της τελικής συμφωνίας διασφάλιζαν την ύπαρξη ενός ελληνικού κράτους με εθνική ομοιογένεια και εδαφική έκταση, ικανού να επιβιώσει και να αναπτυχθεί.
Εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία, την οποία εκπροσωπούσε ο Ισμέτ Πασάς, πήραν μέρος η μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία, και η Σερβία. Προσκλήθηκε και η Σοβιετική Ένωση για να συμμετάσχει, μόνο όταν θα συζητούσαν το καθεστώς των στενών, και επιτράπηκε στη Βουλγαρία να εκθέσει τις απόψεις της περί εξόδου της στο Αιγαίο.
Στη Λωζάνη οι συζητήσεις είχαν πολύ συχνά οξύτατο χαρακτήρα εξαιτίας της υπεροψίας και της αδιαλλαξίας που χαρακτήριζε την τουρκική αντιπροσωπεία. Σε επιστολές του στη σύζυγο του, ο πρόεδρος της Συνδιάσκεψης Ειρήνης Λόρδος Κώρζον (Βρεττανός ΥΠΕΞ) ανέφερε:
«Διήλθομεν ημέρα ταραχώδη. Οι Τούρκοι καθίστανται ανυπόφοροι. Χθες επί του θέματος των μειονοτήτων ο Ισμέτ Πασάς απήγγειλε λόγον άσχετον και μάλλον αναιδή[…]
Είπον ότι ούτε εγώ ούτε οι συνάδελφοι μου είμαστε διατεθειμένοι να μας μεταχειρίζονται τοιουτοτρόπως. Αν τούτο συνεχίζετο θα ανεχωρούμεν εκ Λωζάννης και η Τουρκία θα έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη απέναντι του κόσμου. Ευρίσκομαι εδώ, πέραν των τριών εβδομάδων και ούτε εν σημείον έχει τελικώς ρυθμιστεί. Η ημέρα παρέρχεται με συνεχείς έριδας. Εκάμαμεν κάθε δυνατήν παραχώρησιν, αλλ´ οι Τούρκοι μάχονται επί παντός σημείου ως να ήσαν οι κατακτητές του κόσμου[…].
Τηλεγραφήματα φτάνουν από παντού ενδεικτικά ότι το πείσμα των Τούρκων είναι σκόπιμον και ότι προετοιμάζονται δι ´επανάληψιν των εχθροπραξιών […].
Ήταν τέτοια η οξύτητα που υπήρχε μεταξύ του Λόρδου Κώρζον ως προέδρου της Συνδιάσκεψης και του Ισμέτ Πασά και τόσο βαριά τα λόγια που ανταλλάξαν μεταξύ τους ώστε η διακοπή της συνδιάσκεψης επιβαλλόταν.
«Ως γνήσιος τούρκος εσκέπτετο ότι θα ηδύνατο να με προλάβει πρωτού στρίψω την γωνία του δρόμου διά μίαν τελική διαπραγμάτευση ως προς την τιμή του τάπητος» έγραφε αηδιασμένος ο Λόρδος Κώρζον.
Η Ελλάδα πήγαινε στις διαπραγματεύσεις έχοντας σαν βασικό στόχο να μπορέσει να κρατήσει όσο το δυνατό περισσότερα και να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα από αυτά που είχε στην συνθήκη των Σεβρών. Τελικά έχασε την Ίμβρο, την Τένεδο, και την Ανατολική Θράκη.
Προσπάθησε να αποφύγει, δίχως να το καταφέρει, τις πολεμικές αποζημιώσεις, κάτι που συνηθιζόταν να επιβάλλεται στις ηττημένες χώρες. Λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων που επιβλήθηκαν τελικά στην Ελλάδα, και με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας, της παραχωρήθηκαν εδάφη στο τρίγωνο του Κάραγατς, γνωστό και ως Παλαιά Ορεστιάδα.
Να τι έγραφε εκείνη την περίοδο ο Βενιζέλος στον Κ. Ρέντη:
«Αγγλία και Γαλλία θα υποστηρίξωσιν ημάς εις το ζήτημα της Δ. Θράκης πλην Καραγάτς […].
Μόνον δια Δωδεκάνησα είμαι ανήσυχος, διότι ενώ Άγγλοι υποστηρίζουν ημάς εκθύμως […] φοβούμαι μήπως Γαλλία έχει υποσχεθεί εις Ιταλία υποστήριξιν. Καίτοι απόψεις επαναλήψεως εχθροπραξιών απίθανοι, καθήκον ημών είναι να συνεχίσωμεν μετά πάσης δραστηριότητας εργασίαν προς ενίσχυσιν στρατού δια αντιμετώπισιν παντός απροόπτου».
Σε αυτή τη συνθήκη αποφασίστηκε κάτι το συγκλονιστικό. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία αποφασίστηκε η υποχρεωτική αλλαγή πληθυσμών· μέχρι τότε υπήρχαν συμφωνίες που πρότειναν ανταλλαγές πληθυσμών αλλά ήταν πάντοτε εθελούσιες.
Ένα δεύτερο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι το κριτήριο για τις ανταλλαγές των πληθυσμών δεν ήταν η γλώσσα αλλά το θρήσκευμα. Έτσι μετακινήθηκαν από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη προς την Ελλάδα πάνω από 1.600.000 Οθωμανοί υπήκοοι χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία Έλληνες υπήκοοι μουσουλμανικού θρησκεύματος
Την υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής την επιδίωξε ο Βενιζέλος τού οποίου βασικός στόχος ήταν να εκδιώξει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου εφόσον πίστευε ότι οι Τούρκοι, αργά ή γρήγορα θα εκδίωκαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας. Σκεφτόταν λοιπόν ότι μπορούσε να βρεθεί στη δυσμενή θέση, να μην υπάρχουν από τη μια χριστιανικά στοιχεία στην Μικρά Ασία ενώ το μουσουλμανικό στοιχείο σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας θα συνέχιζε να δεσπόζει. Συγχρόνως, ήθελε να πάρει τις περιουσίες των μουσουλμάνων και να τις δώσει στους Έλληνες πρόσφυγες.
Εξαίρεση σε αυτή την ανταλλαγή αποτέλεσαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης.
Στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχαν δύο μεγάλα λιμάνια, με πρώτο αυτό της Σμύρνης και δεύτερο της Πόλης. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης το μόνο που απέμεινε ήταν αυτό της Κωνσταντινούπολης το οποίο λειτουργούσε χάρη στο Ελληνικό στοιχείο. Οι Έλληνες έκαναν όλες τις εμπορικές συναλλαγές, τις μεταφορές, τις μεταφράσεις, διηύθυναν τα ναυτιλιακά γραφεία, συμμετείχαν ενεργά στη λειτουργία των ασφαλιστικών εταιρειών και των τραπεζών.
Αν έφευγαν οι Έλληνες στην ουσία δεν θα υπήρχε ναυτιλιακό εμπόριο με την Τουρκία και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπορούσαν να το ανεχτούν επειδή υπήρχε τεράστια ανάγκη της συνέχειας του εμπορίου και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό νομικό καθεστώς.
Την ημέρα της υπογραφής ο Βενιζέλος εξέδωσε προς τους Έλληνες δημοσιογράφους το παρακάτω ανακοινωθέν :
«Με ερωτάτε τα εντυπώσεις μου εκ της υπογραφής της ειρήνης. Πώς να σας κρύψω την βαθειάν μελαγχολίαν με την οποίαν υπογράφω την Συνθήκην της Λωζάνης, διά της οποίας οριστικώς καταργείται η Συνθήκη των Σεβρών; Εντούτοις έδωσα την υπογραφή μου με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν. Ηττήθημεν και μετά την πλήρη διπλωματικήν απομόνωσιν εις ην περιήλθομεν δια της πολιτικής ήτις οδήγησεν εις την ήτταν, επανάληψις του πολέμου ηδύνατο να οδηγήσει εις πλήρη όλεθρον της Ελλάδος. Ενώ διά της θαυμαστής αναδιοργανώσεως του στρατού ην επέτυχε η Επανάστασις επιτύχομεν ειρήνην ήτις επιτρέπει εις το έθνος να τερματίση την πολεμικήν περιόδον και να αφοσιωθεί εις το έργον της εσωτερικής ανασυντάξεως.
Εάν καταπαύοντες τον εμφύλιον σπαραγμόν και επαναφέροντες την κανονικήν λειτουργίαν του πολιτεύματος κατορθώσωμεν δι ´ελευθέρων εκλογών την συγκρότησιν εθνικής αντιπροσωπείας δυναμένης να δώση εις την χώραν κυβέρνησιν ανάλογον των περιστάσεων, πιστεύω ότι δυνάμεθα να αποβλέπομεν μετ´ εμπιστοσύνης εις το μέλλον».
Η Συνθήκη της Λωζάννης εδώ και ένα αιώνα αποτελεί τη βάση μιας διαρκούς ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και αποτελεί πάντοτε το σταθερό σημείο αναφοράς σε κάθε αντίθεση που δημιουργείται μεταξύ των δύο χωρών.
*Frontpage picture: