Or should I ask you a question?
…
Περπατούσα αφηρημένη και σκεπτική αξημέρωτα, ακολουθώντας την Βανίλια που ενθουσιασμένη έτρεχε να μυρίσει από δω και από κει. Πρέπει να ήταν η μόνη ενθουσιασμένη σε αυτή την πόλη ίσως και σε αυτή τη χώρα μιας που ήταν σκύλος και τι ήθελε; Να νιώθει ασφαλής, να μυρίζει από δω και από κει και να παίρνει τις κάλτσες μας όταν δεν την βλέπουμε. Α! και να τρώει ότι βρει.
Ο καιρός ήταν βροχερός, η μισή Ελλάδα πνιγόταν, η άλλη μισή προηγουμένως καιγόταν και ένας άνθρωπος δολοφονήθηκε με τον χειρότερο τρόπο επειδή τόλμησε να μπει σε ένα πλοίο της γραμμής. Ήταν όλο λάθος. Τις τελευταίες μέρες, μήνες, χρόνια; Δεν ξέρω πόσο καιρό ζούμε σε τέτοιο μπάχαλο, είχα τρομερή υπερέκθεση στις ειδήσεις.
Με το που ξυπνούσα έμπαινα κατευθείαν να δω τι άλλο μας είχε βρει, πάντα κάτι υπήρχε. Άνοιγα την τηλεόραση, την έκλεινα, έβλεπα ποστ από φίλους, έψαχνα ηλεκτρονικές εφημερίδες, έψαχνα έντυπες εφημερίδες, άνοιγα ραδιόφωνο. Ήμουν τόσο μπερδεμένη, προσπαθούσα να βρω το μέσο που δεν θα με έκανε να εισπνεύσω παραπάνω θλίψη, θυμό και απελπισία. Η πραγματικότητα τα είχε και τα τρία. Μου φτάνανε.
Καθώς περπατούσαμε και στεκόμασταν εναλλάξ, πλησίαζα στον κύριο που καθάριζε τον δρόμο. Σταματάμε παραδίπλα του, μυρίζει η Βανίλια.
Τον κοιτάω και με κοιτάει. Χαμογελάμε, λίγο, ίσα που.
Θα μάθαινα μετά ότι τον λένε Σταύρο και είναι 60 χρονών.
Φαινόταν πιο μεγάλος και αρκετά ταλαιπωρημένος.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά με κοιτάει και μου λέει δείχνοντας την σκούπα που κρατούσε
«Να εδώ στο μεροκάματο»
Χαμογελάω και κουνάω το κεφάλι, δεν ήξερα τι να πω.
«Αυτό είναι μεροκάματο», μου λέει «όχι να πετάς έναν άνθρωπο στην θάλασσα, ούτε οι πειρατές δεν τα κάνανε αυτά».
Κατάλαβα αμέσως ότι σκεφτόμασταν τα ίδια. Έτσι έκανα φωναχτά την ερώτηση
ΕΡΩΤΗΣΗ: «Πώς νιώθετε όταν διαβάζετε τις ειδήσεις;»
«Σαν να τρώω χαστούκια» μου λέει.
«Σαν να μην μπορώ να αντιδράσω»
«εκεί που πάω να σηκωθώ, να σου κι άλλο, είδες πόσες περιουσίες χάθηκαν;»
«που να βρεις κουράγιο;»
«απελπισία»
Σκεφτόμασταν τα ίδια. Σαν να μας έχουν βάλει μέσα σε ένα κουτί με αερόσακους (ίσα για να μην πεθάνουμε) και να μας ταρακουνάνε. Κι εμείς να χτυπάμε στους τοίχους και όσο χτυπάμε τόσο να αποδυναμώνονται οι αερόσακοι.
Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας.
«Αυτό είναι μεροκάματο πάντως» μου είπε δείχνοντας ξανά την σκούπα
«όχι να πετάς έναν άνθρωπο στην θάλασσα»
Του είχε στοιχίσει, το ίδιο και μένα.
*Frontpage picture: pinterest