Or let me ask you a question
…
Ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε κοινή μέρα και ώρα συνάντησης.
Πραγματικά δύσκολο. Κοιτούσαμε τα προγράμματά μας, τα ξανακοιτούσαμε, αλλάζαμε, δοκιμάζαμε, ακυρώναμε και ξανακανονίζαμε για μέρες.
Στις ταινίες φαίνεται πιο απλό. Ειδικά στο νετφλιξ. Κάτι συμβαίνει στη ζωή κάποιας από την παρέα και αρκεί να σηκώσει το τηλέφωνο και να πει «ελάτε» και στην επόμενη σκηνή τσουπ έχει μαζευτεί η παρέα σε χουχουλιάρικο καφέ-στέκι να κάνει κους κους.
Η δική μας αλήθεια ήταν εντελώς διαφορετική. Αφού το ψάχναμε για μέρες αποφασίσαμε έστω και μια μισάωρη συνάντηση να την κάνουμε. Έτσι, για την ψευδαίσθηση ότι ελέγχουμε εμείς τη ζωή μας και κάνουμε ότι θέλουμε.
Το άγχος του χρόνου ήταν διάχυτο.
Μόλις βρεθήκαμε ήταν λες και το χρονόμετρο ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα. Και έδωσε σήμα εκκίνησης.
Ερώτηση: Πόσο χρόνο έχεις;
Ρώτησα. Για να δω πόσο θα συμπυκνώσω όλα αυτά που θα πω.
«Έλα ντε» μου απάντησε. Κοίταξα διερευνητικά και ήταν το πρώτο μη γρήγορο πράγμα που έκανα μέσα στη μέρα.
«Όχι όχι μην ανησυχείς, δεν έπαθα τίποτα» απάντησε γελώντας. «Απλά σκέφτομαι γεμίζουμε τις μέρες με ένα σωρό πράγματα, κοίτα πόσο δύσκολο ήταν να βρεθούμε»
«μα τα θέλουμε αυτά τα πράγματα» απάντησα σχεδόν απολογητικά «αυτά καθ’ αυτά ή όσα μας προσφέρουν»
«αναβάλλαμε συνέχεια τη συνάντηση μας λες και μας είχε βεβαιώσει κάποιος ότι θα είμαστε εδώ και την άλλη βδομάδα, ότι θα ζούμε και ότι θα είμαστε καλά για να μπορέσουμε να την κάνουμε, φερόμαστε τόσο άπληστα»
Συμφώνησα κατευθείαν. Ήταν μάλιστα περίεργο που δεν είχα πει εγώ αυτά τα λόγια.
Η έννοια του χρόνου πάντα με βασάνιζε.
Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση για πόσο χρόνο θα είμαστε παρόντες και όμως αυτάρεσκα τον σπαταλάμε σε πράγματα που νομίζουμε ότι είναι αναγκαία, βάζοντας όλο και πιο πίσω και όλο και πιο πίσω αυτά που πραγματικά είναι.
Δειλιάζουμε, μεταθέτουμε, περιμένουμε, αναβάλλουμε, ξοδευόμαστε.
Και ο χρόνος τρέχει. Φεύγει μέσα από τα χέρια μας.
Το ξέρω, είναι τρέλα να σκέφτεσαι ότι κάθε λεπτό που περνάει οτιδήποτε μπορεί να συμβεί και τελικά να μη καταφέρεις ποτέ να κάνεις αυτό το ρημαδοπράγμα που λαχταράει η ψυχούλα σου.
Ή το κορμάκι σου.
Γιατί όχι;
Είναι ο χρόνος τελικά, μάλλον ότι πιο πολύτιμο έχουμε.
Ένας πόρος περιορισμένος που με βεβαιότητα βαδίζει προς την εξάντλησή του.
Δεν είναι ότι δεν το ξέρουμε. Αλλά η γνώση αυτή περιορίζεται στο να επαναλαμβάνουμε κενές φράσεις συνήθως στερεοτυπικές.
Μετά από μια επίσκεψη σε ένα νοσοκομείο ή νεκροταφείο.
Γελώντας λίγο με φόβο και λίγο με άγριο πάθος στην ταμπέλα απ’ έξω που λέει «κι αυτοί δουλειές είχαν και τις άφησαν στη μέση»
Και μετά γυρίζουμε στη ζωούλα μας.
Με υποκοριστικό.
«στον ύπνο σταυραετοί, στον ξύπνιο στρατιωτάκια»
Τικ τακ.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: “The Persistence of Memory”, Salvador Dalí, 1931