Or should I ask you a question?
…
Καθόμουν με μια παρέα εμπνευστική μετά από δημιουργική δουλειά που κάναμε μαζί. Χαλαρώναμε και εγώ ένιωθα όπως όταν ήμουν μικρή.
Τότε που ακολουθώντας τους γονείς μου στις εξόδους τους και κάποια στιγμή βρισκόμουν σε αυτό το ωραίο συναίσθημα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, άκουγα τους ανθρώπους να λένε ιστορίες γύρω μου και ένιωθα ασφαλής.
Έτσι ένιωθα και σε εκείνη την παρέα. Χαλαρή, ασφαλής, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, κρυφακούγοντας ιστορίες άλλων στις οποίες μπορούσα να εμπλακώ αλλά δεν ήθελα καθόλου.
Μου άρεσε πολύ να ακούω τους ανθρώπους που αγαπάω και να τρέχει στο μυαλό μου στο πως ζούσαν άλλες εποχές, άλλες καταστάσεις.
Κάποια στιγμή τέθηκε η ερώτηση στο τραπέζι.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιο κοινωνικό γεγονός σε καθόρισε;
Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα να ταιριάξω την ερώτηση στο μυαλό μου για να καταλάβω τι ρωτούσε εκείνος ο άντρας;
Ποιο κοινωνικό γεγονός σε καθόρισε.
Νύσταζα και η σκέψη μου ήταν αργή, χωρίς καμία βιασύνη.
Ξεχώρισα μια απάντηση από τις πολλές που έδωσε έναυσμα για άλλες συζητήσεις «σίγουρα εκείνη η μέρα του Πολυτεχνείου, δεν είχαμε καταλάβει ακριβώς τι συνέβαινε αλλά»
Τα λόγια συνέχισαν αλλά το μυαλό μου χάθηκε.
Συνέχιζα να περιεργάζομαι την ερώτηση. Την ερώτηση «ποιο γεγονός σε καθόρισε;» μπορούσα να την απαντήσω εύκολα.
Σχεδόν αυτοματοποιημένα, κυρίως αυτοματοποιημένα.
Είχε γίνει κάτι σαν κομμάτι του προσωπικού μου μύθου, της προσωπικής μου ιστορίας.
Στην ερώτηση που ακούστηκε μόλις στο τραπέζι όμως, όλη τη διαφορά έκανε η λέξη «κοινωνικό» πριν το γεγονός.
Το ξανασκέφτηκα, άφησα να νιώσω την απάντηση.
Με κλειστά μάτια διέτρεξα τη ζωή μου μέχρι τώρα σχηματικά. Υπήρχαν δυο κύκλοι.
Ένας μικρός, που συμπεριλάμβανε όλα τα πολύ προσωπικά γεγονότα. Το περιβάλλον στο οποίο είχα μεγαλώσει, το που πήγα σχολείο, τις προσωπικές μου επιλογές σε φίλους-ες και συντρόφους. Την αρρώστια του μπαμπά μου, τις σπουδές μου, τη δουλειά μου και πάει λέγοντας.
Και ένας μεγάλος.
Σε αυτά συμπεριλήφθηκαν όλα αυτά που πλαισίωναν τα παραπάνω. Όλα όσα γινόταν στον κόσμο καθώς ζούσα τον μικρό μου κύκλο.
Όλα τα κοινωνικά γεγονότα.
Βρήκα εύκολα αυτό που με καθόρισε και ήταν το ίδιο που σχηματίστηκε στην σκέψη μου αμέσως μόλις ακούστηκε η ερώτηση στο τραπέζι.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που ήταν πάντα αλληλέγγυα χωρίς κομματική απόχρωση σε αυτή την αλληλεγγύη. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα από μικρή ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει πολύ άδικος για κάποιους και αυτοί οι κάποιοι ανά πάσα στιγμή μπορούσαμε να είμαστε εμείς.
Βαθιά μέσα μου ήξερα πάντα όμως ότι δεν είμαστε.
Εκείνη τη νύχτα της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου χαράκτηκε μια βαθιά γραμμή που ξεχώρισε για πάντα εκείνη την παιδική εντύπωση της μακρινής αδικίας.
Ήμουν 20 χρονών και σπούδαζα στην Πάτρα. Είχαμε γυρίσει με τους δυο πιο αγαπημένους μου φίλους ευτυχισμένοι από βραδινή έξοδο και μάλιστα η φίλη μου κοιμήθηκε σπίτι μου.
Ήμασταν ευτυχισμένες.
Μέχρι που αστραπιαία άρχισαν να διαδίδονται συγκεχυμένες πληροφορίες για τη δολοφονία του 15χρονου αγοριού. Από στόμα, σε στόμα. Από μήνυμα σε μήνυμα.
Μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο πήρε ώρα και μείναμε ξάγρυπνες. Δεν υπήρχε η ταχύτητα μεταφοράς των ειδήσεων αλλά το βέβαιο ήταν ότι αυτή η είδηση ανάβλυζε από παντού.
Δεν μπορούσε να τη σταματήσει κανείς.
Μετά, τα γεγονότα προχώρησαν αστραπιαία και βίαια.
Πορείες παντού, η Ελλάδα φλεγόταν, όλοι ήμασταν στους δρόμους.
Η αδρεναλίνη δεν μας άφηνε να ησυχάσουμε. Το δίκιο μας έπνιγε. Και η οργή.
Γινόταν κόλαση.
Το μυαλό μου τότε ήταν για μέρες μουδιασμένο. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα την βία του κράτους, του συστήματος, την επικινδυνότητα του κόσμου.
Είχα θολώσει. Ο παιδικός μου κόσμος είχε καταρρεύσει. Από εκείνη τη στιγμή ήταν όλα ρευστά και δεν σταθεροποιήθηκαν ποτέ.
Βρισκόμασταν με παρέες, συζητούσαμε τι έγινε, τι θα κάνουμε, πώς θα κινηθούμε. Το μυαλό μου παρέμενε μουδιασμένο και έκανε συνέχεια σενάρια. Προσπαθούσα εμμονικά να ανασυνθέσω τη σκηνή που ένας άνθρωπος σκότωσε έναν άλλο άνθρωπο εν ψυχρώ.
Δεν μπορούσα να το διανοηθώ.
Μου πήρε καιρό να κοιμηθώ κανονικά. Το μόνο παρηγορητικό τότε, ήταν αυτή η έντονη αίσθηση της συλλογικότητας που με περιέβαλλε.
Ήμουν σίγουρη.
Σίγουρη. Ότι κατέρρευσε ο κόσμος μου για να τον χτίσουμε ξανά σωστά.
Θα τον ξαναχτίζαμε. Ήμασταν έξω στους δρόμους και τον διεκδικούσαμε. Θα κερδίζαμε.
Θα κερδίζαμε, το κόσμο που θέλαμε. Έναν κόσμο καλύτερο.
Αυτό δεν έγινε ποτέ.
Αντίθετα, ο κόσμος έγινε συντρίμμια.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Love is in the air / Bansky, 2003