Or should I ask you a question?
…
Ήταν καταμεσήμερο, εκεί γύρω στις 4:00. Πάντα πίστευα ότι τέτοια ώρα οι άνθρωποι έπρεπε να απολαμβάνουν ένα μεσημεριανό ύπνο. Δεν πρέπει να υπάρχουν υποχρεώσεις εκείνη την ώρα, δουλειές ή ραντεβού.
Απόδειξη όλοι οι εξαντλημένοι άνθρωποι που ψώνιζαν γύρω μου στο σούπερ μάρκετ.
Ήμασταν όλοι ζαβλακωμένοι, περιφερόμασταν αργά στους διαδρόμους, κοιτούσαμε αφηρημένα, φορτωμένοι πράγματα στα χέρια.
Στα χέρια. Γιατί όλοι ήμασταν σίγουροι ότι για ένα δυο πράγματα μπήκαμε.
Φυσικά όλοι είχαμε καταλήξει να κρατάμε αγκαλιά ένα σωρό πράγματα και να περπατάμε αργά αργά με γουρλωμένα μάτια σαν να παίζουμε τζένγκα και είναι η στιγμή που αφαιρούμε το τουβλάκι με φόβο μη πέσει το οικοδόμημα.
Σε τέτοια κατάσταση ήταν και η κυρία που στεκόταν ακριβώς δίπλα μου χαζεύοντας κι εκείνη απορρυπαντικά για τα πιάτα.
Αυτή όμως είχε μαζί μια κυρία και έναν κύριο 5-7 χρονών που κελαηδούσαν ασταμάτητα.
Προσπαθούσε να τους κάνει να περιορίσουν τις κινήσεις τους προκειμένου να μη πέσουν πάνω σε προϊόντα ή ανθρώπους αλλά λίγα λεπτά αργότερα εγκατέλειψε την προσπάθεια και παραδόθηκε στη μοίρα της.
Τα παιδιά φορούσαν τις τσάντες τους από το σχολείο και αυτή ήταν ολοφάνερα μια εξαντλημένη εργαζόμενη μαμά.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά τη στάση μας στο ράφι των απορρυπαντικών μια στοίβα με σφουγγάρια καταρρέει.
Τα μικρά αρχίζουν να ωρύονται προληπτικά ότι δεν φέρανε καμία ευθύνη γι’ αυτή τη κατάρρευση και ξεκίνησαν να μαζεύουν τα σφουγγάρια έτσι κι αλλιώς.
Σίγουρα ότι θα άκουγαν κατσάδα και κοιτώντας καχύποπτα την κουρασμένη μαμά τους που δεν είχε καν το κουράγιο να τους μαλώσει ξεκίνησαν αμέσως να ρωτάνε
«μα πώς έπεσαν;» «μαμά πως έπεσαν;» «ποιος τα κούνησε» «μαμά αφού δεν είναι κανείς εκεί!» «ποιος τα έριξε;»
Απηυδισμένη η μαμά απάντησε
«ξέρω γω; το φάντασμα των Χριστουγέννων»
Τα μικρά γούρλωσαν τα μάτια και επανέλαβαν την ερώτηση εντυπωσιασμένα
«το πνεύμα των Χριστουγέννων» διόρθωσε η μαμά τους σε προσπάθεια να διασώσει οποιοδήποτε μελλοντικό φόβο για φαντάσματα.
«πνεύμα;» επανέλαβαν τα μικρά με πιο πολύ ενδιαφέρον.
«Η μαγεία των Χριστουγέννων!» είπε η μαμά τους λίγο πιο δυνατά από το κανονικό για να σηματοδοτήσει τη λήξη.
Γέλασα. Με κοίταξε σηκώνοντας τα μάτια της στον ουρανό ζητώντας μια φανταστική βοήθεια.
Και τότε τη ρώτησα:
ΕΡΩΤΗΣΗ: πιστεύετε στη μαγεία των Χριστουγέννων;
Με κοίταξε σαστισμένη, πήγε να γελάσει ειρωνικά αλλά σταμάτησε.
Με κοίταξε αποφασισμένα και μου είπε:
«Ξέρετε κάτι; Ναι πιστεύω! Περνάω μια περίοδο τέτοιας ματαίωσης με όλα αυτά που γίνονται. Ματαίωση από τους ανθρώπους, το κράτος, τις ιδεολογίες, όλα! Κάθε μέρα απογοητεύομαι όλο και πιο πολύ! Έχω καταλήξει να μη πιστεύω πουθενά. Οπότε ας πιστέψω στη μαγεία των Χριστουγέννων!»
Μου είπε και έτρεξε να προλάβει τα παιδιά που κατέβαιναν τις σκάλες κι έτσι δεν μπόρεσα να τη ρωτήσω καν το όνομά της.
Μετά όμως σκεφτόμουνα.
Ακόμα και η ματαιότητα, λίγη μαγεία χρειάζεται για να μαλακώσει.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Waiting for Santa, 1955 / Harold M. Lambert, Lambert / Getty Images