Στην παιδική ηλικία πιστεύουμε στον Άγιο Βασίλη όπως και στον Θεό. Έρχεται όμως κάποια στιγμή, ο καθένας θα συμφωνήσει, όπου δηλώνοντας ότι δεν πιστεύουμε πια στον Άγιο Βασίλη επιβεβαιώνουμε ότι αποχωριζόμαστε τον κόσμο της παιδικότητας, με τα παραμύθια, τους μύθους, τις ιστορίες και την σύγχυση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον μύθο.
Το να σταματήσεις να πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη κάποια στιγμή, είναι σημάδι ψυχικής υγείας – αν κάποιος δεκαπεντάχρονος δήλωνε ότι πιστεύει ακόμη σε αυτόν σίγουρα οι γονείς του θα έπαιρναν ραντεβού σε ψυχίατρο – το να δηλώνεις όμως ότι δεν πιστεύεις στο Θεό και στην μυθοπλασία της ζωής του Ιησού θεωρείται μία κατακριτέα αθεΐα και συχνά βίαια καταδικασμένη απ’ αυτούς που είναι υπέρ της αγάπης προς τον πλησίον και της συγχώρεσης των αμαρτιών και των αδικημάτων.
Ο Ιουδαϊκό-χριστιανικός πολιτισμός χτίζεται πάνω σε μία μυθοπλασία, ενός Ιησού που δεν είχε ποτέ άλλη ύπαρξη εκτός από την αλληγορική, μεταφορική, συμβολική, εννοιολογική, μυθολογική.
Δεν υπάρχει καμία απτή απόδειξη για την ύπαρξή του εκείνη την εποχή. Δεν έχει βρεθεί κανένα φυσικό πορτραίτο του στην ιστορία της τέχνης, την σύγχρονη με την εποχή του.
Ούτε όμως και στα μετέπειτα κείμενα των Ευαγγελίων βρίσκουμε περιγραφές των φυσικών χαρακτηριστικών του. Περισσότερο από 1000 χρόνια ιστορίας της τέχνης της Δύσης χρειάστηκαν για να του δώσουν ένα σώμα ενός λευκού άνδρα, ένα πρόσωπο με καθαρό βλέμμα, ξανθά μαλλιά και γένια, με άλλα λόγια κριτήρια που παρέχουν περισσότερες πληροφορίες για τους καλλιτέχνες που φιλοτέχνησαν το πορτραίτο του παρά για το ίδιο το αντικείμενο του πορτραίτου.
Στην δυτική ζωγραφική τέχνη ο Ιησούς παίρνει το κορμί ενός μέλους της άριας φυλής που τον ζωγραφίζει, όμως κανένα απ’ όλα αυτά τα χαρακτηριστικά των εμβληματικών πορτρέτων του δεν υπάρχει στην Καινή Διαθήκη, άκρως σιωπηλή για την φυσική πτυχή του Ιησού.
Ολόκληρος ο πολιτισμός μας φαίνεται να βασίζεται στην προσπάθεια να δώσουμε ένα σώμα σε αυτόν τον Μεσσία που είχε μόνο εννοιολογική ύπαρξη.
Θα έπρεπε να περιμένουμε τον 6ο αιώνα μ.Χ. όπου ο μοναχός Διονύσιος ο Μικρός ορίζει την 25η Δεκεμβρίου σαν ημερομηνία γέννησης του Χριστού. Αυτή είναι η επικρατέστερη άποψη, υπάρχει βέβαια και μία άλλη λιγότερο παραδεκτή εκδοχή ότι ορίστηκε μετά από απόφαση του Πάπα Τελέσφορου γύρω στα 130 μΧ.
Αυτή η ημερομηνία δεν ορίστηκε τυχαία αλλά αντιστοιχεί στο χειμερινό ηλιοστάσιο δηλαδή την πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου και συγχρόνως την πιο μικρή ημέρα. Από αυτή την ημερομηνία και έπειτα και μέχρι να φτάσουμε στο θερινό ηλιοστάσιο η μέρα μεγαλώνει, το φως κερδίζει έδαφος σε σχέση με το σκοτάδι, ένα επιπλέον σημείο όπου οι αναγγελίες της Παλαιάς Διαθήκης συναντούν τον κοσμογονικό στοιχείο για να αποτελέσουν την βιογραφία της «ιδέας», της «έννοιας» του Ιησού.
Η παλαιά διαθήκη σχετικά με την έλευση του Μεσσία στη γη αναγγέλλει: «Το φως είναι Θεός».
Ο Ησαΐας γράφει «Οι άνθρωποι που περπατούν στο σκοτάδι θα δουν ένα μεγάλο φως να καίει, θα λάμψει σε αυτούς που κατοικούσαν στην γη όπου κυριαρχεί το πυκνό σκοτάδι».
Οι κυριαρχούμενοι Εβραίοι γνωρίζουν το σκοτάδι, ο Μεσσίας θα τους φέρει το φως· τα Χριστούγεννα είναι η κατάλληλη εποχή στο κοσμικό έτος για να εμφανιστεί, άρα να γεννηθεί.
Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ (η οποία την εποχή που θεωρείται ότι έζησε ο Ιησούς δεν υπήρχε, οι αρχαιολόγοι τοποθετούν την ίδρυση της δυο αιώνες αργότερα) έγινε επομένως ο Χριστός Παντοκράτορας που αποκρυσταλλώνει στο όνομα του σχεδόν 2000 χρόνια δυτικής ιστορίας, κορεσμένα από την παρουσία του.
Εκεί όπου η ιστορία της εποχής του ήταν σιωπηλή για αυτόν καμιά αναφορά για την ύπαρξη του, η ιστορία που ακολούθησε ήταν κάτι παραπάνω από φλύαρη εφόσον οδηγήθηκε από την επιθυμία να δώσεις στον Ιησού το σχήμα ολόκληρου του κόσμου. Όλος ο κόσμος δεν φτιάχτηκε εντελώς καθ’ εικόνα και ομοίωση του, αλλά ότι γλίτωσε δεν μπόρεσε να υπάρξει χωρίς να έχει προσδιοριστεί σε σχέση με αυτόν.
Ας υπενθυμίσουμε μερικές βασικές κοινοτυπίες.
Από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου η ιστορία υπαγορεύει ότι ένα παιδί, δηλαδή ένα ον από σάρκα και οστά, έχει ένα πατέρα που είναι ο γεννήτορας του και μία μητέρα που έχει στην κοιλιά της το παιδί που κυοφορήθηκε με το σπέρμα του, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα έτσι γινόταν, ο πατέρας ήταν άντρας και η μητέρα γυναίκα.
Πολύ πιο μπροστά από την εποχή τους, πραγματική πρωτοπορία, το τρίο Ιησούς, Ιωσήφ, Μαρία προχωρά σε αυτό που λατρεύει η νεωτερικότητα, κάτι που θυμίζει τεχνητά υποβοηθούμενη τεκνοποίηση.
Μία τεκνοποίηση αποκομμένη από την συνουσία, έναν γεννήτορα χωρίς σπέρμα, ένα σπέρμα χωρίς γεννήτορα, μια μητέρα παρθένα (είναι μόλις 16 ετών), μία οικογένεια χωρίς σεξουαλικότητα, ο Ιησούς πεθαίνει εξάλλου παρθένος στα 33 του.
Η απουσία ενός πραγματικού φυσικού σώματος φαίνεται επιζήμια όταν θέλουμε να χτίσουμε και να βασιστούμε σε έναν υγιή και ορθολογικό λόγο.
Πάνω σε αυτό το απόλυτο παράλογο, θα οικοδομηθεί ο δυτικός Ιουδαιοχριστιανικός λόγος και πολιτισμός.
Αυτό που έχει αναγγελθεί από την Παλαιά διαθήκη πραγματοποιείται και μας το διηγείται η Καινή. Αυτό που είναι μελλοντικό για την μία, είναι παρελθόν για την άλλη.
Μία έγκυος παρθένα, αυτό είναι ένα σχήμα οξύμωρο που προοριζόταν να προκαλέσει τρομερό όλεθρο όταν η εκκλησία το πρότεινε σαν υπαρξιακό μοντέλο στις γυναίκες της Δύσης για περισσότερο από μία χιλιετία. Θα χρειαστεί όλη η σοφιστική απάτη των πατέρων της εκκλησίας και αρκετοί αιώνες για να εξηγήσουν με έξυπνες και δυναμικές περιγραφές ότι μπορεί μία γυναίκα να είναι αγνή όταν συνουσιάζεται με τον άντρα, αρκεί να μην συναινεί στην ευχαρίστηση, στην απόλαυση, και να καθιστά την σεξουαλική αναγκαιότητα εξωφρενική αρετή.
Η βιογραφία του Ιησού αντιστοιχεί στην βιογραφία του Μεσσία που ανήγγειλαν οι Εβραίοι στην Παλαιά διαθήκη, μην ξεχνώντας τις πολυάριθμες επίσης επιρροές από άλλες πηγές, συριακές, αιγυπτιακές, ασιατικές, αρχαιοελληνικές, ρωμαϊκές, που αποκρυστάλλωσαν την οντότητα του.
Είναι ένας ολόκληρος κόσμος από μόνος του αν θελήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι αυτών των αποσπασμάτων που δείχνουν ότι ο Ιησούς είναι ένα μεσογειακό κολάζ.
Ο Ιησούς βρίσκεται επίσης σε εννοιολογική σχέση με τους Εσσαίους, τους γνωστικούς, τους φαρισαίους, τους ζηλωτές, τους σαουδαικαίους, και μια σειρά από άλλες ανθηρές σέκτες της εποχής που εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη, κείμενα ή μαρτυρίες.
Τα Ευαγγέλια, το κήρυγμά του Εβραίου Σαούλ (Αποστόλου Παύλου) γράφτηκαν πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ιησού. Οι Άγιες γραφές που αναφέρονται στην ζωή του βρίθουν ανακριβειών και ανακολουθιών και συχνά περιγράφουν τα ίδια γεγονότα με διαφορετικό τρόπο και αντικρουόμενες πληροφορίες.
Ιησούς είναι το όνομα του Μεσσία που έδωσαν εκείνοι από τους Εβραίους οι οποίοι πίστεψαν και αποφάσισαν ότι ο Μεσσίας δεν επρόκειτο να έρθει, αλλά ότι είχε ήδη έρθει. Θα αρκούσε να πούνε ότι είχε ήδη υπάρξει, να μιλήσουν για την ύπαρξη του αντλώντας από το κείμενο που το ανήγγειλε 1000 χρόνια νωρίτερα (Παλαιά Διαθήκη) τις απαραίτητες πληροφορίες για να δημιουργήσουν μία μυθοπλαστική ύπαρξη που στην πραγματικότητα επειδή η ζωή του θα συνέπιπτε με όσα είχαν ειπωθεί για αυτόν, θα φαινόταν ο αληθινός προαναγγελθείς Μεσσίας.
Η βιογραφία του Ιησού γράφτηκε πριν καν χρειαστεί να ζήσει τη ζωή του ειδικά επειδή δεν χρειαζόταν να την ζήσει αφού δεν υπήρξε.
Η ιστορία του χριστιανισμού είναι η ιστορία των διαρκών υποσημειώσεων αυτής της βιβλικής μυθοπλασίας μέσω των κειμένων των πατέρων της εκκλησίας, τον συνοδικών αποφάσεων, του παπισμού, της θεολογίας, του σχολαστικισμού, της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, όλα αυτά ζωγραφισμένα και αποτυπωμένα από την ιστορία της δυτικής τέχνης.
Δεν έχει νόημα να διαβάζουμε τα Ευαγγέλια ως κείμενα ιστορικά ή ως κείμενα γραμμένα από αυτόπτες μάρτυρες. Ακόμη κι αν ο Ιησούς είχε υπάρξει ιστορικά κανείς από αυτούς που μίλησαν για αυτόν δεν θα μπορούσε να τον γνωρίζει, τους χώριζε με τις πιο αισιόδοξες υποθέσεις τουλάχιστον μία γενιά, επιπλέον είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι τα πράγματα θα είχαν συμβεί πράγματι όπως λεν τα Ευαγγέλια. Κάποιος από τους ιστορικούς αυτής της εποχής θα είχε παρατηρήσει κάτι. Ωστόσο κανένας από αυτούς ούτε ο Σουητώνιος, ούτε ο Πλήνιος ούτε καν ο Φλάβιος Ιωσήφ, ένας Εβραίος που δούλευε για λογαριασμό των Ρωμαίων και εξιστορούσε σχολαστικά τις παραμικρές ενέργειες των Εβραίων εκείνη την περίοδο.
Κανένα κείμενο, καμία αναφορά, καμιά μαρτυρία για το πρόσωπο του Ιησού.
Η εννοιολογική φόρμα που προσπάθησε να δώσει στον Χριστό εδώ και 1500 χρόνια ο Ιουδαιοχριστιανισμός είναι ένας από τους τρεις πυλώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Χρειάστηκαν Απόστολοι, καλλιτέχνες, αυτοκράτορες, που επέβαλαν την πίστη σε αυτόν τον μύθο και φιλόσοφοι οι οποίοι σιγά σιγά άρχισαν να αμφιβάλλουν ότι αυτή η μυθοπλασία ήταν αληθινή. Οι πολιτισμοί κτίζονται και βασίζονται σε μύθους, γνωρίζουμε όμως ότι πρόκειται για μύθους μόνο όταν αυτοί οι πολιτισμοί δεν υπάρχουν πια. Όσο πιο δυνατά πιστεύουμε στους μύθους τόσο οι πολιτισμοί είναι ισχυροί. Όταν αυτή η πίστη χάνεται οι πολιτισμοί παρακμάζουν και σβήνουν επίσης.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: The Jesus of Nazareth, Franco Zeffirelli
** Το παρόν είναι βασισμένο στα βιβλία του Γάλλου Φιλοσόφου Μισέλ Ονφρέ “Decadance”, “Jesus, la biographie d’ une idee”, και του βιβλίου της Λιλής Ζωγράφου “Αντιγνώση, τα δεκανίκια του καπιταλισμού”.