Ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς, χαρμόσυνες και αγαπημένες εκδηλώσεις του έτους για πολλές διαφορετικές χώρες και λαούς. Ποια είναι όμως η προέλευσή του;
Ο αρχαιότερος εορτασμός της πρώτης μέρας του νέου έτους που γνωρίζουμε, έχει τις ρίζες του στην αρχαία Μεσοποταμία και εμφανίζεται σε γραπτές πηγές γύρω στα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.Χ.. Πρόκειται για την περίοδο δράσης των Σουμέριων και της περίφημης σουμεριακής τρίτης δυναστείας της Ουρ, η οποία διαλύθηκε εν τέλει από τους Ελαμίτες (λαό του νοτιοδυτικού Ιράν). Οι Σουμέριοι δήλωναν το Νέο Έτος με τη λέξη «zagmuk» (𒍠𒈬), η οποία ως δάνειο πέρασε στους Βαβυλώνιους και στην ακκαδική γλώσσα με τη μορφή «zagmukku». Το ουσιαστικό «ΖAG» δηλώνει το όριο/σύνορο αλλά και το σχοινί με το οποίο έδεναν τα βοοειδή –βάζοντάς τους όρια στις κινήσεις– για να τα τραβούν στο όργωμα. Συνήθως το έδεναν στη μύτη τους, σαν σκουλαρίκι. «MU» είναι η σουμεριακή λέξη για το έτος/χρόνος. Το τελικό «k» προκύπτει από το επίθημα «ak» για τη γενική πτώση. Κατά συνέπεια, zagmuk σημαίνει «το σύνορο του έτους» αλλά και «το σχοινί του έτους» (the leading rope of the year), ωσάν να είμαστε αιχμάλωτοι του χρόνου, ο οποίος μας σέρνει από τη μύτη.
Κατά τη διάρκεια του Νέου Έτους, λάμβανε χώρα μια γιορτή που ονομαζόταν στα σουμεριακά «Akiti» (𒀉𒆠𒋾) και στα ακκαδικά «Akitu», δηλώνοντας μάλλον τη στιγμή της σποράς κριθαριού (καθώς akiti σημαίνει επίσης «κριθάρι»). Η γιορτή αυτή ελάμβανε χώρα μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, δηλαδή μεταξύ Μαρτίου-Απριλίου (εμείς τότε περίπου γιορτάζουμε το Πάσχα). O μήνας αυτός ονομαζόταν στα σουμεριακά «BARA2.ZAG.GAR» (𒁈𒍠𒃻), λέξη που σημαίνει κάτι σαν «βωμός του συνόρου» (δηλαδή ένας βωμός πάνω στον οποίο θυσιάζεται το προηγούμενο έτος και δίνει τη θέση του στο νεώτερο). To zagmuk, ως σύνορο του έτους, εορταζόταν πάνω στον μήνα που αποτελούσε τον βωμό του έτους. Ο ίδιος μήνας στα ακκαδικά ονομαζόταν «Nisānnu» (𒉠), λέξη που δηλώνει τους πρώτους καρπούς των χωραφιών (τις απαρχές), τους οποίους αφιέρωναν στους θεούς. Τα παραπάνω δείχνουν ότι η εορτή της Πρωτοχρονιάς για τους Μεσοποτάμιους έπεφτε την άνοιξη και όχι τον χειμώνα.
Δεν γνωρίζουμε πολλά για το τι γινόταν κατά τη διάρκεια της σουμεριακής Πρωτοχρονιάς αλλά γνωρίζουμε αρκετά για το τι γινόταν μετέπειτα στους Βαβυλώνιους. Παρότι υπάρχουν παραλλαγές στις διάφορες πηγές, η γιορτή φαίνεται πως κρατούσε για 12 ημέρες και κατά βάση αποτελούσε αναπαράσταση του περίφημου Βαβυλωνιακού «Έπους της Δημιουργίας (Enūma Eliš)», το οποίο αναφερόταν στην κοσμική μάχη ανάμεσα στον θεό Μάρντουκ και στο ουράνιο φίδι/δράκο Τιαμάτ. Η μάχη αυτή αποτελούσε αλληγορία για την προαιώνια μάχη της τάξης με το χάος. Ο Μάρντουκ κερδίζει τη μάχη, κόβοντας στα δύο την Τιαμάτ και από τα δύο μέρη του σώματός της φτιάχνει τον ουρανό και τη γη. Για τους Βαβυλώνιους δηλαδή, ο κόσμος μας προέκυψε από το σώμα ενός ουράνιου φιδιού. Το έπος αυτό απαγγελλόταν από τον ανώτατο ιερέα καθ’ όλη τη διάρκεια του εορτασμού. Ταυτοχρόνως επίκουροι ιερείς έβγαζαν από τους ναούς τα αγάλματα των διαφόρων θεοτήτων της Μεσοποταμίας, με προεξάρχοντα τον θεό Μάρντουκ, και τα περίφεραν στην πόλη σαν λιτανεία. Κατόπιν, ακολουθούσαν περαιτέρω τελετουργίες, που συμβόλιζαν την ήττα των δυνάμεων του χάους και την τελική επικράτηση της τάξης.
Η γιορτή για το νέο έτος ήταν γενικότερα γνωστή γενικότερα στους σημιτικούς λαούς. Ίχνη της συναντώνται, για παράδειγμα, στην Ιουδαϊκή θρησκεία με την περίφημη «Rosh Hashanah» (Ρος Χασανά), όνομα που δηλώνει την (εορτή της) «Κεφαλής του Έτους». Το βιβλικό της όνομα είναι «Yom Teruah» (Γιομ Τερουά), που σήμαινε κάτι σαν «Μέρα Κραυγής», παραπέμποντας μάλλον στο κέρας (shofar) που χρησιμοποιούνταν για να αναγγείλει την έλευση της συγκεκριμένης μέρας. Η γιορτή αυτή ελάμβανε χώρα τον μήνα Tishri, δηλαδή το φθινόπωρο, κατά τη διάρκεια του Σεπτέμβρη. Οι Εβραίοι άλλωστε τον Μάρτιο είχαν το Πάσχα, οπότε δεν μπορούσαν να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά τότε όπως οι Βαβυλώνιοι. Από αυτή την παράδοση που τοποθετεί την Πρωτοχρονιά τον Σεπτέμβρη, φαίνεται να κρατάει και η ελληνική παράδοση της έναρξης του εκκλησιαστικού αλλά και του σχολικού έτους κατά τον ίδιο μήνα. Η γιορτή κρατούσε δύο μέρες και έπαιζε τον ρόλο της επετείου από την δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, δηλαδή ήταν γιορτή για την αρχή της ανθρωπότητας (και του Ισραήλ).
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι απ’ την άλλη, επέλεξαν αρχικώς το καλοκαίρι για να γιορτάσουν το νέο έτος. Κάπου στα μέσα Ιουλίου, εόρταζαν το Wpt Rnpt (συνήθως το διαβάζουν ως Wepet Renpet), με συνοδεία μουσικής και αρκετού αλκοόλ. Wpt Rnpt σημαίνει «το Άνοιγμα του Έτους» και ήταν και το όνομα του συγκεκριμένου μήνα. Είναι η στιγμή που το νέο έτος ανοίγει την πόρτα του. Η γιορτή αυτή φαίνεται πως ήταν αφιερωμένη στη νίκη των θεών επί της θεάς του πολέμου, Σέχμετ, η οποία (κατά παρότρυνση του θεού Ρα) είχε αποφασίσει να καταστρέψει την ανθρωπότητα. Ήταν μια γιορτή για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Για την επιλογή του καλοκαιριού ως εποχής εορτασμού του νέου έτους έπαιξε ρόλο η επανεμφάνιση του Σείριου στον ουρανό έπειτα από 70 ημέρες απουσίας. Με το που ο Σείριος εμφανιζόταν ξανά στον ουρανό, ξεκινούσε και το νέο έτος για τους Αιγύπτιους. Σίγουρα πρέπει να έπαιξε ρόλο και το ότι την ίδια εποχή ξεκινούσαν οι πλημμύρες του Νείλου που ήταν ζωτικής σημασίας για τα χωράφια της Αιγύπτου. Έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι σε αντίθεση με τους υπόλοιπους λαούς που εόρταζαν το Νέο Έτος στον πρώτο μήνα του έτους, ο Wpt Rnpt για τους Αιγύπτιους ήταν ο 12ος μήνας, ο τελευταίος του έτους. Κάποιοι Αιγυπτιολόγοι θεωρούν ότι σε πιο πρώιμες εποχές ήταν ο πρώτος μήνας αλλά το αιγυπτιακό ημερολόγιο είναι αρκετά περίπλοκη υπόθεση και δεν είναι εύκολο να βρεθεί στέρεη απάντηση. Σε ύστερες εποχές, η εορτή φαίνεται να μετακινείται στα μέσα Σεπτέμβρη, και συγκεκριμένα την 11η Σεπτεμβρίου, πρώτη μέρα του πρώτου αιγυπτιακού μήνα Τουτ, όπου αποκτάει πιο αγροτικό περιεχόμενο. Ίσως να έπαιξε ρόλο η επιρροή άλλων λαών πάνω στην Αίγυπτο. Επειδή οι υπόλοιποι λαοί εόρταζαν την Πρωτοχρονιά τους κατά τον πρώτο μήνα του έτους, μπορεί και οι Αιγύπτιοι να μετέφεραν τη γιορτή στον πρώτο μήνα, ο οποίος άλλωστε εμφάνιζε σημαντικές πλημμύρες του Νείλου και άρα ήταν εύκολο να συνδεθεί με τον παράγοντα της ζωής και τη νίκη επί του θανάτου. Αυτή η παράδοση διατηρήθηκε και στην περίοδο του κοπτικού Χριστιανισμού.
Ενώ θα περίμενε κανείς πως η σύγχρονη ελληνική Πρωτοχρονιά θα αποτελούσε εξέλιξη της Πρωτοχρονιάς όπως τη γιόρταζαν στην αρχαία Ελλάδα, παρατηρείται το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: οι αρχαίοι Έλληνες δεν φαίνεται να είχαν ειδική γιορτή για το νέο έτος. Η σύγχρονη Πρωτοχρονιά, όπως την γιορτάζουμε, ομοιάζει περισσότερο με την αντίστοιχη και αρκετά μεταγενέστερη ρωμαϊκή γιορτή προς τιμήν του θεού Ιανού (Janus), απ’ τον οποίο πήρε άλλωστε και το όνομά του ο μήνας Ιανουάριος. Η ρωμαϊκή Πρωτοχρονιά, που ονομαζόταν «Calendae Ianuariae», δηλαδή «πρώτη ημέρα του μήνα Ιανουάριου», ήταν κι αυτή τοποθετημένη αρχικά στα μέσα Μαρτίου (όπου και ξεκινούσε η θητεία των ανώτερων κρατικών αξιωματούχων) αλλά κάπου γύρω στο 153 π.Χ., η γιορτή μεταφέρεται στην 1η Ιανουαρίου για λόγους που δεν είναι διαφανείς. Ο εορτασμός της ρωμαϊκής Πρωτοχρονιάς θυμίζει αρκετά τον εορτασμό της σύγχρονης. Κατά τη διάρκειά της στολίζονταν οι πόλεις και τα σπίτια ενώ οι άνθρωποι αντάλλασσαν μεταξύ τους δώρα. Ο Ιανός μάλιστα αναπαρίσταται, όχι τυχαία, ως διπρόσωπος. Το ένα του πρόσωπο κοιτούσε πίσω, στο παρελθόν, σε κάθε τι που έφευγε, στον προηγούμενο χρόνο και στα χρόνια που είχαν παρέλθει, ενώ το δεύτερο πρόσωπο κοιτούσε μπροστά συμβολίζοντας τη νέα αρχή και το μέλλον. Δεδομένου ότι και για τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό η αρχή του έτους είναι τον Ιανουάριο, φαίνεται ότι ο πρώτος είναι πιο κοντά στη ρωμαϊκή αντίληψη της Πρωτοχρονιάς παρά στην εβραϊκή· κάτι αναμενόμενο άλλωστε, αφού η γιορτή της Πρωτοχρονιάς δεν είναι χριστιανική.
Γεννάται όμως αμέσως το ερώτημα: Ποια είναι η στάση του Χριστιανισμού απέναντι στην Πρωτοχρονιά; Οι πρώιμοι Χριστιανοί δεν εόρταζαν την Πρωτοχρονιά, γιατί ακριβώς ήταν παγανιστική γιορτή, προερχόμενη από ειδωλολατρικούς λαούς (περιείχε συνήθως και αρκετές σεξουαλικές περιπτύξεις, ώστε το σωματικό σπέρμα να προκαλέσει μέσω συμπαθητικής μαγείας καρποφορία στα χωράφια). Αρκετές χριστιανικές εκκλησίες, επηρεασμένες μάλλον από τις ιουδαϊκές παραδόσεις, τοποθέτησαν την αρχή του εκκλησιαστικού έτους κατά τη διάρκεια του Σεπτέμβρη και συγκεκριμένα την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη (η λεγόμενη αρχή της ινδίκτου που καθιερώθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο τον 4ο αιώνα μ.Χ.). Ωστόσο, έναν αιώνα αργότερα, η Εκκλησία αποφάσισε να προσαρμόσει στο ημερολόγιό της την πιο κοσμική εορτή, αυτήν που τοποθετούσε την έναρξη του έτους στον Ιανουάριο, επειδή έβλεπε πως είχε μεγάλη πέραση σε προσήλυτους πιστούς. Δεν μπορούσε προφανώς να τη διατηρήσει με το ειδωλολατρικό και σεξουαλικό της περιεχόμενο, οπότε σταδιακά τη μετέτρεψε σε αργία και σε εορτή της περιτομής του Ιησού (βασιζόμενη πάνω σε μια σχετική αναφορά που συναντάται μόνο στο Ευαγγέλιο του Λουκά, στο 2:21).
Η περιτομή, σύμφωνα με τον ιουδαϊκό νόμο, γινόταν περίπου 7-8 μέρες μετά τη γέννηση του βρέφους. Σε αυτό το σημείο θα βοηθήσει να έχει κανείς κατά νου, ότι τα Χριστούγεννα, πριν καθιερωθεί να γιορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου, εορτάζονταν από την πρώιμη Εκκλησία στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με τα Θεοφάνια. Προσθέτοντας, λοιπόν, 8 ημέρες στην 6η Ιανουαρίου, φτάνουμε στην 14η Ιανουαρίου και τότε είναι που εορταζόταν η περιτομή του Ιησού. Όταν όμως αργότερα καθιερώθηκε ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, τότε προσθέτοντας 7 ημέρες στην 25η Δεκεμβρίου, έφτανε κανείς στην 1η Ιανουαρίου, όταν οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τη δική τους Πρωτοχρονιά. Στη δεύτερη περίπτωση αντί για 8 πρόσθεταν 7 ημέρες διότι ήθελαν να πέσει η εορτή της περιτομής πάνω στην εορτή των εθνικών. Παρ’ όλ’ αυτά, υπήρξαν αρκετές εκκλησιαστικές διενέξεις πάνω σε αυτό το ζήτημα και η οριστική αποδοχή της κοσμικής εορτής έγινε μόλις τον 16ο αιώνα. Μέχρι σήμερα, το εκκλησιαστικό έτος ξεκινάει επισήμως την 1η Σεπτεμβρίου ενώ την 1η Ιανουαρίου εορτάζεται η περιτομή του Ιησού.
Από τα παραπάνω φαίνεται πως ήδη από τους πρώτους μεγάλους πολιτισμούς της αρχαιότητας, κάθε λαός ένιωθε την ανάγκη να αναπαραστήσει τελετουργικά και εορταστικά ένα καινούριο ξεκίνημα για τη ζωή του αλλά και για τον κόσμο ως ολότητα. Η λογική ήταν απλή: «αν η πρώτη μέρα σου πάει καλά, όλες οι υπόλοιπες θα πάνε εξίσου καλά». Κάποιοι λαοί επέλεξαν να εορτάσουν αυτό το νέο ξεκίνημα κατά τη διάρκεια της άνοιξης (Σουμέριοι, Βαβυλώνιοι), λόγω του ότι τότε ξεκινάει η ζωή μετά τον χειμερινό θάνατο. Άλλοι λαοί επέλεξαν την αρχή του φθινοπώρου (Αιγύπτιοι, Εβραίοι), επειδή τότε ξεκινούσε το οικονομικό έτος και οι αγροτικές εργασίες για την Εγγύς Ανατολής. Κάποιοι τρίτοι (Ρωμαίοι, σύγχρονος δυτικός πολιτισμός), επέλεξαν τον χειμώνα και σίγουρα έπαιξε ρόλο σε αυτό η εγγύτητα με το χειμερινό ηλιοστάσιο και ο συμβολισμός της νίκης του φωτός επί του σκότους· ένα νέο ξεκίνημα μετά το σκοτάδι που προηγήθηκε. Οι δυσκολίες της ζωής ωθούν τον καθένα στην αναζήτηση μιας ελπίδας ότι όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο και ότι τον περιμένουν καλύτερες μέρες. Ότι το φως θα νικήσει το σκοτάδι, η άνοιξη θα νικήσει τον χειμώνα και η ζωή θα νικήσει τον θάνατο. Ωστόσο, για να αλλάξουν όλα προς το καλύτερο, δεν αρκούν μόνο ευχές και εορτασμοί. Θα πρέπει και ο καθένας ξεχωριστά να συμβάλλει σε αυτή την αλλαγή με το παράδειγμά του.
Αστέριος–Ευάγγελος Κεχαγιάς, Μεταδιδακτορικός ερευνητής Βιβλικών Σπουδών και Ασσυριολογίας, School of Ancient Language and Text Studies, North-West University, Νότιος Αφρική. Συνεργάτης του Ερευνητικού Εργαστηρίου Μουσειολογίας, Τμήμα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Shutterstock.