Όχι, ο τίτλος δεν είναι μεταφορικός, για την οριστική έγκλιση θα μιλήσω. Θα ανασκαλέψω τη μνήμη σας, θα ξυπνήσω μέσα σας αυτή τη σχέση αγάπης και μίσους με τον/την φιλόλογό σας, πηγαίνοντας σας μια βόλτα νοερή πίσω στα θρανία του γυμνασίου και του λυκείου όταν από την έδρα μια φωνή σας μιλούσε για τις εγκλίσεις κι εσείς βαριόσασταν.
Όχι, όχι, ας μην την ξυπνήσουμε καλύτερα εκείνη τη βαρεμάρα, δεν θα σας βάλω να γράψετε ούτε εγκλιτική ούτε χρονική αντικατάσταση, δεν θα ζητήσω αρχικούς χρόνους, ούτε να μου κάνετε συντακτική αναγνώριση! Θα σας μιλήσω όμως για την οριστική.
Μάλλον λοιπόν -τότε, στο σχολείο, αλλά και μετά, χρησιμοποιώντας την κοινή σας λογική- θα είχατε αντιληφθεί ότι η οριστική είναι η έγκλιση της πραγματικότητας, ότι κατά κανόνα την χρησιμοποιεί ο χρήστης όταν (θέλει να) εκφράζει τη βεβαιότητά του ότι το προτασιακό περιεχόμενο αυτού που λέει είναι αληθές. Από την άλλη η υποτακτική και η προστακτική ποτέ δεν έχουν βεβαιωτικό σημασιολογικό υπόβαθρο, αντίθετα εκφράζουν επιθυμία, προσταγή, αναγκαιότητα. Με άλλα λόγια, αυτές οι δύο τελευταίες εγκλίσεις δεν ακουμπούν την πραγματικότητα -όπως η οριστική-, περιφέρονται όμως γύρω της, παρέα με τα θέλω and πρέπει μας που κάποιες φορές εξωτερικεύουμε γλωσσικά.
Είναι φορές όμως που κι η οριστική εκφράζει άλλα πράγματα πέρα από την πραγματικότητα, είναι στιγμές που η οριστική έχει τη δύναμη ακόμη και να αλλάξει την πραγματικότητα.
ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
Σας θυμίζει κάτι; Αυτό λοιπόν το μόττο που μας στοίχειωσε το 2020 δεν ήταν απλά μια οριστική αλλά μια απλή μεν, πολύ έξυπνη δε, χρήση της οριστικής προκειμένου μια απαγόρευση να αγκαλιάσει την πραγματικότητά μας και να γίνει ένα με αυτή.
Αν έχετε φτάσει μέχρι εδώ, θα αναρωτιέστε πού το πάω. Δεν θα σας κρατήσω σε αγωνία, θα σας το πω.
Το πάω στη ρευστότητα της πραγματικότητας.
Ο Winston Smith, ο ήρωας του Orwell στο 1984 δουλεύει για το Υπουργείο Αλήθειας, στο οποίο η αρμοδιότητά του είναι να ξαναγράφει την ιστορία, να αλλοιώνει επιδέξια το παρελθόν ώστε να εξυπηρετεί το Κόμμα και τον Μεγάλο Αδερφό. Αυτό που ζει ο καημένος ο Winston μέσα στην ασφυκτική δυστοπία (sic) του Όργουελ, γραμμένη το 1949, δεν είναι επιστημονική φαντασία[1] για εμάς πλεόν. Δεν είναι καν φαντασία, αλλά μοιάζει πολύ με αυτό που τώρα ονομάζουμε deepfake.
Με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης υπάρχει πλέον η δυνατότητα να συνθέσουμε ψεύτικο οπτικοακουστικό υλικό (video, εικόνα, ήχο) χρησιμοποιώντας όμως πραγματική βάση. Με άλλα λόγια, μπορούμε να βάλουμε οποιονδήποτε να κάνει ή να λέει οτιδήποτε. Οι δυνατότητες είναι ανεξάντλητες και ήδη έχουν αρχίσει να λαμβάνονται νομικά μέτρα ενάντια στο μη συναινετικό deepfake οπτικοακουστικό υλικό, ότι κι αν αυτό περιλαμβάνει. Μέσα σε αυτές τις δυνατότητες μπορούμε άνετα να συμπεριλάβουμε και αυτή που περιγράφεται τόσο γλαφυρά από τον Orwell. Είμαστε λοιπόν πια σε έναν κόσμο που δεν μπορούμε από εδώ και πέρα να είμαστε σίγουροι για το τι είναι πραγματικό, τι είναι πειραγμένο, τι δεν είναι πραγματικό.
What you see in not necessarily what you get.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και μην μπορώντας να αντισταθώ στην ανάγκη να ικανοποιήσω την ματαιοδοξία μου, έβαλα κι εγώ μια φωτογραφία μου σε αυτή την εφαρμογή που σου δείχνει πως θα ήσουν αν ζούσες στη δεκαετία του ’70, του ’80, αν ήσουν μέλος της μαφίας ή αυτοκράτειρα της Ρώμης. Την ικανοποίησα την ματαιοδοξία μου, εντάξει, όμως μετά, συζητούσαμε με μία καρδιακή μου φίλη και λέγαμε πόσο αλλόκοτα οικείο είναι στ’ αλήθεια αυτό. Πόσο σε κάποιες από αυτές τις φωτογραφίες θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι εγώ, σε κάποια φάση της ζωής μου. Και εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα τα δισέγγονά μου να κοιτάνε φωτογραφίες των προγόνων τους και να ρωτάνε με αθωότητα:
Μαμά, τελικά τι ήταν η γιαγιά σου;
[1] Στην πρώτη μου ακαδημαϊκή επαφή με την επιστημονική φαντασία, η εξαιρετική καθηγήτριά μας, μας ρώτησε ποιος πιστεύουμε ότι είναι ο σκοπός της επιστημονικής φαντασίας. Την απάντηση την έδωσε η ίδια με μία φράση: Σκοπός είναι να μας σοκάρει. Να σοκαριστούμε διαβάζοντας ώστε όταν τα δούμε να πραγματώνονται μπροστά στα μάτια μας να είμαστε έτοιμοι να τα διαχειριστούμε.
*Frontpage picture: pinterest