Στο μυαλό μας έχουμε συνδυάσει το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα με την Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο, ήδη έναν αιώνα πριν το 1922, πρόσφυγες κάνουν την εμφάνισή τους μαζικά σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, καθώς το προσφυγικό εμφανίζεται ήδη από τα πρώτα επαναστατικά χρόνια και απασχολεί το νεοσύστατο ελληνικό κράτος σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ένταση.
Δεν είναι άλλωστε, καθόλου τυχαίο ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε την ιδιότητα του πρόσφυγα μόλις το 1916.
…
Ήδη, από τον Ιούνιο του 1821, αμέσως μετά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, καταφτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες στις ελεύθερες περιοχές από τα μικρασιατικά παράλια, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί ή αποφασίσει να φύγουν οι ίδιοι ενόψει των σκληρών οθωμανικών αντιποίνων που προκάλεσε η Επανάσταση αλλά και οι επιδρομές Ψαριανών και Σαμιωτών στη μικρασιατική ακτή. Δεν είναι όμως μόνο οι μικρασιατικές ακτές τόπος προέλευσης προσφύγων. Άλλοι προέρχονται από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, περιοχές στις οποίες τα επαναστατικά κινήματα καταπνίγηκαν, άλλοι από την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο όπου το ελληνικό στοιχείο υπήρξε έντονο, που ενώ δεν συνέβησαν εξεγέρσεις οι κάτοικοι φοβήθηκαν κλιμάκωση των σφαγών. Επίσης, παρατηρείται και εσωτερική μετανάστευση, κυρίως μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Το 1822, ιδρύεται η Ερμούπολη στη Σύρο από Χιώτες κυρίως πρόσφυγες, αλλά ο πρώτος οργανωμένος προσφυγικός οικισμός της εποχής είναι η Πρόνοια έξω από το Ναύπλιο το 1831.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το δεύτερο μαζικό προσφυγικό ρεύμα εμφανίζεται, επί Όθωνα, μετά το 1830 αρχικά από την Κρήτη σε νησιά των Κυκλάδων και στη συνέχεια με τους Χιώτες που εγκαθίστανται στο δυτικό τμήμα του Πειραιά και τους Μακεδόνες πρόσφυγες που ιδρύουν τη Νέα Πέλλα στη Φθιώτιδα· Σουλιώτες και άλλοι Ηπειρώτες εγκαθίστανται στην Κυλλήνη.
Οι εισροές προσφύγων στα ελεύθερα εδάφη σταματά ουσιαστικά τη δεκαετία του 1840, ενώ το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα παρατηρείται μειωμένη κινητικότητα που προέρχεται κυρίως από περιοχές με τοπικές εξεγέρσεις με μεγαλύτερο το προσφυγικό ρεύμα να καταγράφεται μετά την αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση το 1866.
Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 20ου αιώνα και λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συγκεκριμένα, ήδη από το 1906 αρχίζουν συρράξεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας που θα οδηγήσουν σε προσφυγικές μετακινήσεις· το ίδιο συμβαίνει και με την ένταση μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας για το ζήτημα των Βλάχων. Τότε λοιπόν, περί τους 10.000 πρόσφυγες έρχονται στον ελλαδικό χώρο από τις βαλκανικές χώρες και δη, τη Βουλγαρία -οι περισσότεροι εγκαθίστανται στο Βόλο και σε άλλους οικισμούς της Θεσσαλίας-, τη Ρουμανία και την Ανατολική Ρωμυλία. Το 1907 δημιουργείται ο πρώτος ειδικός ελληνικός οργανισμός για πρόσφυγες, το Θεσσαλικό Γεωργικό Ταμείο, και την ίδια περίοδο περίπου έρχονται στην Ελλάδα και Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι από τον 19ο αιώνα στη Ρωσία και αλλού. Το 1914 μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ξεκινούν και οι πρώτοι διωγμοί Ελλήνων στη Μικρασία, ως απόρροια της εγκατάστασης στα μικρασιατικά παράλια δεκάδων χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Εκείνη την περίοδο ακριβώς, εισέρχονται στην Ελλάδα περίπου 10.000 πρόσφυγες από τη Βόρειο Ήπειρο, άλλοι τόσοι από τα Δωδεκάνησα μετά την προσάρτησή τους στην Ιταλία, ενώ στη Θράκη, Δυτική και Ανατολική, και τη Δυτική Μικρασία υπάρχει μεγάλη αστάθεια και μετακίνηση πληθυσμών που αποτιμάται σε 200.000 πρόσφυγες στην ελληνική επικράτεια. Μιλάμε, όπως γίνεται αντιληπτό για τον μεγαλύτερο διωγμό πριν το 1922.
Η Μικρασιατική Καταστροφή και δη της Σμύρνης η οποία οδηγεί σε εισροή 1.500.000 προσφύγων στην Ελλάδα που τότε αριθμούσε πληθυσμό 5.000.000 ατόμων.
Ενδιαφέρον έχει η επανέκδοση της «Απογραφής Προσφύγων του 1923» από την Ελληνική Στατιστική Αρχή με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το σύνολο των προσφύγων που απογράφηκαν προαιρετικά στις αρχές Απριλίου του 1923 με προέλευση την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη ήταν 786.431, εκ των οποίων 351.313 άνδρες και 435.118 γυναίκες. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι η ως άνω απογραφή έγινε αμέσως μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και πριν απ’ την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, στην οποία αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμού, με εξαίρεση τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τένεδου, καθώς και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Για το λόγο αυτό ακολούθησε νέα απογραφή τον Μάιο του 1928 που έδειξε 1.069.957 προσφύγων οι οποίοι αποτελούσαν το 17,2% του πληθυσμού της χώρας και στην πλειοψηφία τους εγκαταστάθηκαν στην Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη.
Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους για την Αθήνα, αναφέρουμε ότι το 1920 ο πληθυσμός ανερχόταν σε 317.219 άτομα και αυξήθηκε σε 459.211 το 1928, καθώς η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν η προώθηση των προσφυγικών πληθυσμών στην επαρχία και την ύπαιθρο, ενώ οι φορείς εργάστηκαν προς δύο κατευθύνσεις: την αστική αποκατάσταση και την αγροτική αποκατάσταση.
Ο αρμόδιος φορέας, το ΤΠΠ, που έδρασε από το 1922 έως το 1925, ίδρυσε οικισμούς σε όλη τη χώρα και κατασκεύασε περίπου 6.500 οικήματα, με ένα σύνολο 15.273 δωματίων. Τα βασικά κριτήρια επιλογής των περιοχών εγκατάστασης των προσφύγων στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν η ύπαρξη ελεύθερων απαλλοτριώσιμων χώρων, που ουσιαστικά βρίσκονταν στην περιφέρεια της πρωτεύουσας που οδήγησε σταδιακά στην μεγάλη οικοδομική ανάπτυξη της πρωτεύουσας, στην επέκταση των ορίων του σχεδίου πόλεως και την αλλαγή του ΓΟΚ που αυξάνει το ύψος των κτιρίων. Έτσι, από τα τέλη της δεκαετίας του ΄20, οι προσφυγικές κατοικίες παύουν να βρίσκονται σε μονοκατοικίες και κάνουν την εμφάνισή τους οι χαρακτηριστικές πολυκατοικίες με πλατύ μέτωπο και με μικρό αριθμό ορόφων. Στην συνέχεια, το κράτος προώθησε την πολιτική της αυτοστέγασης, παραχωρώντας στους πρόσφυγες οικόπεδα με δωρεάν άδεια οικοδομής και μικρή οικονομική ενίσχυση. Ωστόσο, αρκετοί είναι αυτοί που θα ζήσουν για αρκετά χρόνια σε παραγκουπόλεις στα όρια των πόλεων ή γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Στην Αθήνα, κατασκευάζονταν περί τις 5.000 κατοικίες τον χρόνο σε 50 χαρακτηρισμένες περιοχές εγκατάστασης προσφύγων· οι πρώτοι προσφυγικοί οικισμοί δημιουργήθηκαν στην Καισαριανή, στον Βύρωνα, στη Νέα Ιωνία και στην Κοκκινιά του Πειραιά. Ακολούθησαν οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, των Σερρών, του Βόλου, του Αγρινίου κ.α. Χαρακτηριστικές του ύφους είναι οι πολυκατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας που παραμένουν μέχρι και σήμερα, καθώς πρόκειται για κτίρια που χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα και μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς.
35 χρόνια μετά την αναγνώριση για πρώτη φορά από την Ελλάδα της ιδιότητας του πρόσφυγα προσδιορίστηκε το καθεστώς των Προσφύγων από τη Σύμβαση της Γενεύης που υιοθετήθηκε διεθνώς στις 28 Ιουλίου 1951 (κυρώθηκε από την Ελλάδα το 1959) και τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιουλίου 1967. Σύμφωνα με το κείμενο πρόσφυγας είναι «κάθε πρόσωπο, το οποίο, επειδή έχει δικαιολογημένο φόβο διωγμού λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικής προέλευσης, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα, βρίσκεται έξω από τη χώρα της υπηκοότητάς του και δεν μπορεί, ή εξαιτίας αυτού του φόβου, δεν θέλει να προσφύγει στην προστασία της χώρας αυτής».
Ο γνωστός φωτορεπόρτερ και συνεργάτης του theCommonSense? αποθανατίζει με τον φακό του τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, έτσι όπως παραμένουν σήμερα για να θυμίζουν όλη αυτή τη διαδρομή του προσφυγικού ελληνισμού που συνέβαλε τα μάλα στη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους…