Οι τρεις αδελφές Μιραμπάλ ήταν τελικά εκείνες που έβαλαν τέλος στα 31 χρόνια τυραννίας του Τρουχίγιο στη Δομινικανή Δημοκρατία. Η ημέρα της δολοφονίας τους, 25η Νοεμβρίου, ορίστηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών.
…
Στο σπίτι της οικογένειας Μιραμπάλ, στο Όχο ντε Άγκουα της Δομινικανής Δημοκρατίας, την καθημερινότητα επέβλεπε ο δικτάτορας Ραφαέλ Τρουχίγιο από το πορτρέτο που κρεμόταν σε περίοπτη θέση στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού με την επιγραφή «Σε αυτό το σπίτι, αφεντικό είναι ο Τρουχίγιο». Όχι επειδή το ζεύγος Μιραμπάλ και οι τέσσερις κόρες του θαύμαζαν τον τυραννικό ηγέτη του μικρού νησιωτικού κράτους, αλλά επειδή στον Άγιο Δομίνικο, από το 1930 που ο Τρουχίγιο ανέβηκε στην εξουσία, η απόλυτη υπακοή στο πρόσωπο του σαδιστή δικτάτορα ήταν υποχρεωτική και οι διαφωνούντες τιμωρούνταν σκληρά – ή απλά εξαφανίζονταν από προσώπου Γης.
«Σε αυτό το σπίτι ο Τρουχίγιο είναι εθνικό σύμβολο». [Wikimedia Commons] Ο σαδιστής δικτάτορας
Η ζωή υπό το καθεστώς Τρουχίγιο, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, απαιτούσε απόλυτη υπακοή και μηδενική αμφισβήτηση. Ο δικτάτορας κυβερνούσε τη χώρα με μεγάλη σκληρότητα και τα πολιτικά δικαιώματα ήταν ανύπαρκτα για τα περίπου 3,5 εκατομμύρια των πολιτών. Μότο του ήταν «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου». Η μυστική του αστυνομία ήταν παντού, κατασκοπεύοντας τους πάντες προκειμένου να κρατά τα μάτια του καθεστώτος ανοιχτά και τα στόματα του κόσμου κλειστά. Όλες οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες πάνω του: O Τρουχίγιο ήταν αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και του μοναδικού κόμματος της χώρας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του μειώθηκε το χρέος της χώρας, βελτιώθηκε η υγιεινή, έγιναν δρόμοι, χτίστηκαν νοσοκομεία και σχολεία και προστατεύθηκε το περιβάλλον, όμως το τίμημα ήταν πολύ μεγάλο.
O δικτάτορας Rafael Leonidas Trujillo το 1958 με τον γιο του, Rafael Trujillo Jr, τον οποίο έκανε αντισυνταγματάρχη όταν ήταν ακόμη 3 ετών. [INP / AFP]
Ο Τρουχίγιο μονοπώλησε ως ιδιοκτήτης σχεδόν όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις και βιομηχανίες συγκεντρώνοντας το σύνολο του πλούτου της χώρας στον ίδιο, την οικογένεια και τους υποστηρικτές του. Η σύζυγός του ήλεγχε τις εισαγωγές-εξαγωγές, τα αδέλφια του τα ΜΜΕ, την πορνεία και κάποιους τομείς της βιομηχανίας και ο ίδιος είχε επικεντρωθεί στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη βιομηχανία, υποχρεώνοντας όλους τους παραγωγούς ζάχαρης να πωλούν μόνο σε εκείνον. Υφάρπαξε τεράστιες εκτάσεις γης και έγινε υποχρεωτικά συνέταιρος σε κάθε βιομηχανική επιχείρηση της χώρας. Όταν πέθανε είχε στην κατοχή του 111 εταιρείες (και 2.000 κουστούμια και 10.000 γραβάτες). Μια ηλεκτρική πινακίδα στην πρωτεύουσα με την επιγραφή «Θεός και ο Τρουχίγιο» άναβε μέρα και νύχτα, ενώ οι εκκλησίες ήταν υποχρεωμένες να αναρτούν την επιγραφή «Ο Θεός στον ουρανό, ο Τρουχίγιο στη Γη». Από το 1936 η πρωτεύουσα του κράτους είχε μετονομαστεί από Σάντο Ντομίνγκο σε Σιντάντ Τρουχίγιο.
Συγχρόνως ήταν υπεύθυνος για τη σφαγή 20.000 Αϊτινών με το πρόσχημα ότι οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας (η Αϊτή και η Δομινικανή Δημοκρατία μοιράζονται στα δύο τη νήσο ΙσπανιόλαHispaniola της Καραϊβικής) έκλεβαν ζώα από Δομινικανούς κτηνοτρόφους. Στην πραγματικότητα, ήθελε να σταματήσει τη μεταναστευτική ροή από την Αϊτή καθώς φοβόταν ότι θα «σκούραινε» η φυλή των Δομινικανών, που προέρχονταν κυρίως από Ευρωπαίους αποίκους. Οι Πεταλούδες
Τα τέσσερα κορίτσια των Μιραμπάλ, η Πάτρια, η Μινέρβα, η Μαρία-Τερέζα και η Ντέντε ζούσαν ξένοιαστα στη φάρμα τους στο Όχο ντε Άγκουα. Ο πατέρας τους ήταν επιτυχημένος και δεν τους έλειπε τίποτα. Και όσο κάποιος δεν ασχολείτο με την πολιτική, η πολιτική δεν ασχολείτο μαζί του. Στη χώρα της απόλυτης καταπίεσης και πατριαρχίας, οι αδελφές Μιραμπάλ ήταν οι τελευταίες υποψήφιες για να γίνουν εμβληματικές φιγούρες της αντίστασης. Σύμφωνα με τη μοναδική από τις αδελφές που επιβίωσε από τον δολοφονικό μηχανισμό του δικτάτορα, τη Ντέντε, που ήταν και η μόνη που δεν μπήκε στην αντίσταση, η αμφισβήτηση στην εξουσία ήταν άγνωστη στο σπίτι τους.
Αυτό άρχισε να αλλάζει όταν η Μινέρβα πήγε στο σχολείο και άρχισε να επιστρέφει στο πατρικό της με όλο και πιο δύσκολες ερωτήσεις, στις οποίες οι γονείς της προτιμούσαν να μην απαντούν. Ξαναγύριζε στο σχολείο όπου σκάλιζε και μάθαινε αυτά που ήταν επικίνδυνο να ξέρει. Και η ασυμβίβαστη φύση της έθεσε τα γεγονότα σε τροχιά όταν μπήκε στο ραντάρ του «El Jefe», του «αφεντικού», όπως ήθελε ο Τρουχίγιο να τον αποκαλούν.
Ο δικτάτορας, μεταξύ όλων των άλλων εξουσιών του, θεωρούσε δεδομένη και τη σεξουαλική. Διέθετε ειδικά κλιμάκια «ανιχνευτών ομορφιάς» που ταξίδευαν στην επαρχία για να εντοπίσουν όμορφα κορίτσια, συνήθως μουλάτες με καμπύλες και προς το τέλος όλο και πιο μικρές σε ηλικία, τις οποίες ο τύραννος κατά περίπτωση φλέρταρε/απήγαγε/βίαζε. Το 1950, μια τέτοια ομάδα εντόπισε τη Μινέρβα. Σύντομα η οικογένεια Μιραμπάλ δέχτηκε πρόσκληση σε μία από τις δεξιώσεις του, μια πρόταση που δεν γινόταν επ’ ουδενί να αρνηθεί. Στη δεξίωση ο Τρουχίγιο έδειξε ξεκάθαρα τις διαθέσεις του προς την 22χρονη Μινέρβα, κι όταν έγινε επιθετικός, λέγεται ότι εκείνη τον χαστούκισε, πήρε την οικογένειά της και έφυγαν.
Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη – κανείς δεν επιτρεπόταν να αποχωρήσει από μια εκδήλωση πριν τον Τρουχίγιο. Την επόμενη μέρα ο Ντον Ενρίκε Μιραμπάλ φυλακίστηκε και η Μινέρβα και κάποιες φίλες της συνελήφθησαν. Η Μινέρβα ανακρινόταν καθημερινά από τους άνδρες του δικτάτορα και κάθε μέρα αρνιόταν να υπογράψει απολογητική επιστολή. Τελικά ο Ντον Ενρίκε αποφυλακίστηκε για να συλληφθεί ξανά μετά από λίγο. Οι συνεχείς παρενοχλήσεις από το καθεστώς και το στρες που αυτές συνεπάγονταν οδήγησαν στον πρόωρο θάνατό του, το 1953.
Η όμορφη Μινέρβα αγαπούσε από μικρή τα λουλούδια, τους περιπάτους και την ποίηση. Παντρεύτηκε τον Ζούστο το 1955 και απέκτησαν δύο παιδιά.
Εν τω μεταξύ, η Μινέρβα υπέφερε προσωπικά καθώς ο Τρουχίγιο δεν της επέτρεπε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Ο ηγέτης που είχε μετονομάσει εκτός από την πρωτεύουσα της χώρας, και δρόμους, μνημεία και βουνά προς τιμή του, ο δικτάτορας που έχρισε τον 3χρονο γιο του συνταγματάρχη και στήριξε την υποψηφιότητα της σχεδόν αναλφάβητης συζύγου του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δεν ήταν δυνατόν να αποδεχτεί την αυθάδεια μιας ασήμαντης επαρχιωτοπούλας. Όταν η Μινέρβα έγινε η πρώτη γυναίκα στη χώρα που σπούδασε στη Νομική σχολή, ο Τρουχίγιο αρνήθηκε να της δώσει το πτυχίο και άδεια άσκησης επαγγέλματος. Η νεαρή γυναίκα είχε πια μετακομίσει στην πρωτεύουσα, όπου είχε δικτυωθεί με ομοϊδεάτες της, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο συμφοιτητής και μετέπειτα σύζυγός της, Μανόλο Ταβάρεζ Ζούστο.
Η Μαρία-Τερέζα, η μικρότερη από τις αδελφές. Το 1958 παντρεύτηκε τον Λεάντρο, τον οποίο είχε γνωρίσει από τον σύζυγο της Πάτρια. Απέκτησαν μια κόρη που ήταν ενός έτους όταν δολοφονήθηκε.
Στην πρωτεύουσα βρέθηκε σε λίγο και η μικρότερη αδελφή της, Μαρία-Τερέζα, προκειμένου να σπουδάσει μαθηματικά. Κι αυτή οργανώθηκε στην αντίσταση και παντρεύτηκε τον αντικαθεστωτικό Λεάντρο Γκουζμάν. Τελευταία ακολούθησε η Πάτρια.
Πάτρια. Παντρεύτηκε το 1941 και απέκτησε τρία παιδιά. Βρισκόταν στο μοιραίο αυτοκίνητο από συμπαράσταση στις αδελφές της, Μινέρβα και Μαρία-Τερέζα, που πήγαιναν να επισκεφτούν τους συζύγους τους στη φυλακή. Ένα προδιαγεγραμμένο τέλος
Οι τρεις αδελφές Μιραμπάλ συμμετείχαν στην ομάδα που ονομάστηκε «Κίνημα της 14ης Ιουνίου» και στην οποία ηγετικό στέλεχος ήταν ο σύζυγος της Μινέρβα, ενώ οι ίδιες ήταν γνωστές ως «Las Mariposas», οι πεταλούδες. Και οι τρεις, αλλά ιδιαίτερα η Μινέρβα, ήταν παθιασμένες με την ιδέα της ελευθερίας και αποφασισμένες να πολεμήσουν γι’ αυτή με όποιο τρόπο. Είχαν αποκτήσει παιδιά, συνέχισαν να πηγαίνουν στην εκκλησία, και παράλληλα διένειμαν φυλλάδια, συγκέντρωναν υλικά για όπλα και έφτιαχναν αυτοσχέδιες βόμβες στο τραπέζι της κουζίνας της Μινέρβα. Εκατοντάδες νέοι άνθρωποι συμμετείχαν στο κίνημα. Ανάμεσά τους και ένας πληροφοριοδότης της κυβέρνησης που στα τέλη του 1959 τις κατέδωσε. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, περισσότερα από εκατό μέλη του κινήματος, στην πλειοψηφία τους νέοι της ανώτερης μεσαίας τάξης, συνελήφθησαν. Οι περισσότεροι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια στη φυλακή, ενώ κάποιοι δολοφονήθηκαν.
Ο σύζυγος της Μινέρβα συνελήφθη το Νοέμβριο του 1959. Η Μινέρβα και η Μάτε, όπως φώναζαν τη Μαρία-Τερέζα, συνελήφθησαν τον Φεβρουάριο του 1960. Η Μινέρβα κρατήθηκε στην απομόνωση για τρεις μήνες επειδή αρνήθηκε να τραγουδήσει τον εθνικό ύμνο. Τον Μάιο, οι δύο αδελφές δικάστηκαν σε μία δίκη-παρωδία. Μετά από πίεση της καθολικής εκκλησίας και της διεθνούς κοινότητας, τον Μάιο ο Τρουχίγιο απελευθέρωσε τις γυναίκες και κάποιους από τους άνδρες του κινήματος – όχι όμως ηγετικά του στελέχη, όπως τους συζύγους της Μινέρβα και της Μάτε.
Το γόητρο του Τρουχίγιο δεχόταν το ένα πλήγμα μετά το άλλο, ιδιαίτερα μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια τον Ιούνιο του 1960 να δολοφονήσει τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Βενεζουέλας, Ρόμουλο Μπετανκούρ, για τον οποίο έτρεφε προσωπικό μίσος, κάτι που του στοίχισε ακριβά σε διπλωματικούς όρους. Σε ακόμα μία αψυχολόγητη ενέργεια, αποφάσισε ότι είχε ανεχτεί αρκετά τις τρεις «Πεταλούδες», που δεν έδειχναν να πτοούνται παρότι οι σύζυγοί τους ήταν φυλακισμένοι. Στις 25 Νοεμβρίου του 1960, καθώς οι τρεις αδελφές επέστρεφαν από τη φυλακή που είχαν πάει για να επισκεφθούν τους άνδρες τους, μπράβοι του Τρουχίγιο σταμάτησαν το αυτοκίνητο και οδήγησαν την Πάτρια, τη Μάτε, τη Μινέρβα και τον οδηγό τους σε μια φυτεία ζαχαροκάλαμων.
Εκεί, αντίθετα από ό,τι –από ευαισθησία– δείχνει η ταινία In the time of the Butterflies, όπου οι αδελφές πεθαίνουν αγκαλιασμένες, τις χώρισαν, τις ξυλοκόπησαν αλύπητα και τις στραγγάλισαν, όπως και τον οδηγό τους. Σε μια πρόχειρη προσπάθεια να κάνουν τη δολοφονία να φανεί ως ατύχημα, τοποθέτησαν τις σορούς στο αυτοκίνητο και το έριξαν από έναν γκρεμό. Όταν όμως το γεμάτο δακτυλικά αποτυπώματα αυτοκίνητο και τα χτυπημένα σώματά τους βρέθηκαν, όλοι ήξεραν τι είχε πραγματικά συμβεί. Η Μινέρβα ήταν 34 ετών, η Μάτε 24 και η Πάτρια 36.
Αντί να καταπνίξει το κίνημα εναντίον του, ο Τρουχίγιο το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να αποδείξει για άλλη μια φορά το τερατώδες του πρόσωπο. H κοινή γνώμη εξοργίστηκε και αποφάσισε ότι είχε ανεχτεί αρκετά τον σαδιστή δικτάτορα. Έξι μήνες μετά τη δολοφονία των γυναικών, ομάδα αντιφρονούντων έστησε ενέδρα στο αυτοκίνητό του και τον δολοφόνησε.
To γαζωμένο αυτοκίνητο του Τρουχίγιο μετά τη δολοφονία του το 1961.
Οπωσδήποτε, το χέρι των εκτελεστών δεν οπλίστηκε μόνο από την περίπτωση Μιραμπάλ –ήταν πλέον η δεκαετία του ’60, ο Κόλπος των Χοίρων είχε μόλις τελειώσει και ο Ψυχρός Πόλεμος είχε μεταφερθεί στην Καραϊβική– έπαιξε όμως τον ρόλο της. Οι αδελφές Μιραμπάλ έγιναν εθνικές ηρωίδες και σύμβολα αντίστασης, ελευθερίας και δικαιοσύνης και στα βιβλία χαρακτηρίζονται εθνομάρτυρες. Η Δομινικανή Δημοκρατία τις τιμά ακόμα και σήμερα με πολλούς τρόπους, ενώ η ημέρα της δολοφονίας τους, 25η Νοεμβρίου, ορίστηκε από τον ΟΗΕ ως παγκόσμια ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών.
Το μνημείο El Obelisco Macho στο Σάντο Ντομίνγκο προς τιμήν των τριών γυναικών. [Bongoman/flickr]
Η μόνη από τις Μιραμπάλ που επέζησε, η Ντέντε, μεγάλωσε τα έξι παιδιά τους μαζί με τα τρία δικά της. Αφιέρωσε τη ζωή της στη μνήμη και το έργο των αδελφών της, μέχρι τον θάνατό της, το 2014. Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις, όταν ρωτήθηκε αν σήμερα θα έκανε κάτι διαφορετικά κι αν θα συμμετείχε στην αντίσταση, εξήγησε: «Αν και πολλές φορές εύχομαι να ήμουν μαζί τους εκείνη την ημέρα, ώστε να μην βιώσω την απώλειά τους, νιώθω ότι εκπληρώνω τον δικό μου ρόλο. Η Μινέρβα ήταν το μυαλό, η Μάτε η φωτιά, η Πάτρια η κόλλα, κι εγώ είμαι εκείνη που πρέπει να πει την ιστορία στις επόμενες γενιές. Με πονάει όταν αναλογίζομαι πόσα έχασα, αλλά λάμπω από περηφάνια όταν σκέφτομαι πόσα έχουμε κερδίσει από εκείνες. Είναι τιμή μου να λέω την ιστορία τους».
Source: insidestory.gr