Έχω μια αμυδρή, «ρευστή» ανάμνηση από την πρώιμη παιδική μου ηλικία με τη γιαγιά μου και τις αδερφές της.
Χρησιμοποιώ τη λέξη «ρευστό» μια και θα μιλήσουμε περί ρευστότητας. Με τον όρο ρευστό χαρακτηρίζεται μια οποιαδήποτε ουσία που δεν έχει σταθερό σχήμα και μπορεί να ρέει· μεταφορικά μιλάμε για ό,τι δεν έχει καμιά σταθερότητα, δεν έχει πάρει οριστική μορφή και εύκολα μπορεί να μεταβληθεί. Θα μπορούσα να συνεχίσω τη «ρευστή» ροή του κειμένου και να μιλήσω για την ρευστή πολιτική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε τελευταία ή για το πώς οι πολική και οι πολιτικοί δεν έχουν σταθερό σχήμα και κυρίως όραμα. Και ρέουν, άγονται και φέρονται κατά το δοκούν που δεν υπηρετεί ένα σταθερό ιδεολογικό σχήμα, αλλά προσωπικές φιλοδοξίες και τα λοιπά, και τα λοιπά… Αλλά δεν θέλω να μιλήσω για πολιτική σήμερα.
Θέλω να μιλήσω για τη γιαγιά μου και τις αδερφές της. Και μετά για την αγάπη. Τη ρευστή.
Τις θυμάμαι να μαζεύονται και οι τρεις, να φτιάχνουν καφέ και με τα φλιτζανάκια στα χέρια να μιλούν για παλιές ιστορίες, να μπερδεύονται για το πότε έγινε τι και να ξεμπερδεύονται με το ίδιο πάντα κόλπο. Βρίσκαν την ημερομηνία, τη χρονιά μάλλον που έψαχναν, με βάσει το πότε παντρεύτηκε κάποιος και κυρίως με το ποιο φόρεμα φορούσαν… εκείνο ντε το βελούδινο σμαραγδί με το άσπρο γιακαδάκι που είχε ράψει για το γάμο της Πολυξενούλας και της κάθε Πολυξενούλας. Μιλούσαν για συναισθήματα μέσα από κοινωνικά γεγονότα που ήταν σημαντικά, είχαν μια διάρκεια στο χρόνο, ήταν θεσμοί. Έτσι ήταν και τα φορέματά τους, είχαν διάρκεια στο χρόνο· ε ναι, εκείνο το σμαραγδί φόρεμα η γιαγιά το φόρεσε και στο γάμο της Φροσούλας και μετά ξανά… πότε ακριβώς; Εδώ άρχισαν να διαφωνούν και πήγαν… σε άλλο φόρεμα της θείας της Νίνας για να ξεμπερδευτούν.
Για αυτή την σταθερότητα των θεσμών μιλούσαμε πρόσφατα με μια φίλη μου, εντελώς μη συμβατική και αντιθεσμική. Ήταν περίεργο που μιλώντας την άκουσα να μου λέει ότι τελικά ίσως οι κοινωνικοί θεσμοί να δημιουργούσαν πλαίσια σταθερότητας και ασφάλειας υπό την έννοια ότι υπάρχει κάτι έστω το κοινωνικά θεσμικό όπως ένας γάμος ή ένα παιδί, ένα σπίτι, που δεν σ΄ αφήνει να υποκύψεις στην πρώτη παρόρμηση, θυμό, εγωισμό ή απλά δυσφορία για να φύγεις από μια σχέση. Δεν μιλούσαμε εννοείται για τους θεσμούς που τους ζούμε σαν συμβιβασμούς και μας νοιάζει το τι θα πει ο κόσμος. Αλλά για κάποιο θεωρητικό πλαίσιο, ένα όριο που από θεσμικό και κοινωνικό γίνεται προσωπικό, που επειδή το σέβεσαι ο ίδιος σε κρατάει από το να δραπετεύεις και να ξαναδραπετεύεις με την πρώτη ευκαιρία και την πρώτη δυσκολία και καταλήγεις με μια συλλογή από πρώην αγαπημένους, εραστές ή συντρόφους που όπως μπήκαν στην ζωή σου, βγήκαν με τέτοια ευκολία που είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Σαν αερικά ένα πράγμα. Λες και δεν συνδέθηκαν ζωές ποτέ.
Αυτό στο οποίο αναφερόμασταν έχει όνομα. Λέγεται «ρευστή αγάπη» και σαν όρος ανήκει στον Πολωνό κοινωνιολόγο, συγγραφέα και στοχαστή Ζίγμκουντ Μπάουμαν που ασχολήθηκε με τον καταναλωτισμό, την παγκοσμιοποίηση, την ηθική και την ανάλυση στη νεωτερικότητα και τη μετανεωτερικότητα. Έγραψε και ένα ομώνυμο βιβλίο. Στο οπισθόφυλλό του αναφέρεται:
«Ποτέ άλλοτε δεν γινόταν τόσος λόγος για ανθρώπινες σχέσεις ή, απλώς, για «σχέση» (εννοώντας, στην περίπτωση αυτή, τη σχέση άντρα και γυναίκας), και ποτέ άλλοτε όσο σήμερα οι σχέσεις αυτές δεν ήταν τόσο ασταθείς και εύθραυστες. Ο άνθρωπος της ρευστής νεωτερικότητας (Liquid Modernity) – όπως αποκαλεί ο Ζ. Μπάουμαν τη μετανεωτερικότητα, την κοινωνία δηλαδή των τελευταίων δεκαετιών, με τους ραγδαίους ρυθμούς αλλαγής, διακρίνοντας την από την καθαυτό νεωτερικότητα (Solid Modernity) – δημιουργεί δεσμούς εξαρχής χαλαρούς, ώστε να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα και δίχως πόνο, κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις. Η κεντρική μορφή της ρευστής μοντέρνας εποχής μας είναι ακριβώς ο άνθρωπος χωρίς μόνιμους, σταθερούς, διαρκείς, ανθεκτικούς δεσμούς, γεγονός που, αφενός, τον οδηγεί σε μια απελπισμένη αναζήτηση ταυτότητας, αυτοπροσδιορισμού και αυτοκατάφασης, και, αφετέρου, του προκαλεί βαθύ αίσθημα ανασφάλειας. Ο θρίαμβος του ατομικισμού κατά τη μετανεωτερικότητα οδήγησε τελικά στο θάνατο το αυτόνομο άτομο της νεωτερικότητας και έβαλε στη θέση του ένα άλλο, ανίκανο να εμπιστεύεται και να δεσμεύεται, βουτηγμένο στον κομφορμισμό και το φόβο».
Αυτό που λέει δηλαδή ο Μπάουμαν είναι ότι ζούμε σε μια εποχή καταναλωτισμού που για να επιζήσουμε πρέπει να μάθουμε πώς να διαλύουμε μια σχέση και να βγαίνουμε αλώβητοι από αυτή σαν να βγάζουμε ένα ελαφρύ πανωφόρι προσέχοντας μην τυχόν μετατραπεί, ανεπαίσθητα και υπογείως, σε «ατσάλινο περιτύλιγμα». Μιλάει για τη «σχέση τσέπης» σαν το βιβλίο ή τον οδηγό που το βγάζεις από την τσέπη όταν το χρειάζεσαι και το καταχωνιάζεις όταν είναι άχρηστο. Και ότι όλο αυτό έχει να κάνει με τους ρευστούς καιρούς στους οποίους ζούμε που πρέπει απλά να είμαστε κουλ και να περνάμε καλά.
«Αν ξέρεις ότι ο σύντροφος σου μπορεί να αποσυρθεί ανά πάσα στιγμή, με ή χωρίς τη συναίνεσή σου, το να επενδύεις τα συναισθήματά σου στην τρέχουσα σχέση είναι πάντα ριψοκίνδυνο. Σε κάνει εξαρτημένο και η εξάρτηση μπορεί να μην είναι αμοιβαία. Έτσι, οι πτερόεντες έρωτες κυριαρχούν και η συνεύρεση ακολουθεί το αγοραστικό πρότυπο, όπου τα αγαθά προορίζονται για επιτόπου κατανάλωση. Αν δεν είναι ικανοποιητικά ανταλλάσσονται με άλλα. Και όταν η ποιότητα απογοητεύει αναζητείται η παρηγοριά στην ποσότητα».
Αυτή η ταχύτητα, η αναλωσιμότητα και η ευκολία στον έρωτα με σοκάρει. Πως μπορεί να είναι έρωτας αν είναι fast-fashion. Ερωτευτήκαμε πολλές φορές ένα φόρεμα από το Zara για παράδειγμα;. Και γιατί να το ερωτευτούμε; Αφού το αγοράσαμε σε μια στιγμή παρόρμησης, βαρεμάρα και πλήξης, τότε που θέλαμε σον και ντε να αγοράσουμε κάτι καινούργιο για να μας φτιάξει για λίγο τη διάθεση· ούτε καν περιμέναμε στο δοκιμαστήριο να το δοκιμάσουμε. Θα το βάλουμε στο σπίτι και αν δεν μας αρέσει θα το γυρίσουμε και θα πάρουμε ένα άλλο που πάλι, το πιο πιθανό, δεν θα το δοκιμάσουμε. Όσο ένα cocktail και ένα πακέτο τσιγάρα έκανε. Σιγά μην χάσουμε το χρόνο μας. Άλλωστε, αν ερωτευτήκαμε κάτι σε αυτό το φόρεμα είναι η ιδέα του καινούργιου και κυρίως η ιδέα της αγοράς. Δεν είναι δα και το βελούδινο φόρεμα με το άσπρο γιακαδάκι της γιαγιάς, το sur mesure, που το ερωτεύτηκε από το σχέδιο και απολάμβανε κάθε πρόβα και καμάρωνε κάθε φορά που το φορούσε. Άσε που τώρα έγινε vintage και έχει πάρει κι άλλη υπεραξία με το στυλ μιας εποχής ολόκληρης και τις τόσες αναμνήσεις φορτωμένο…
Αυτό βέβαια που μου κάνει εντύπωση είναι ότι ο ρομαντισμός συνεχίζει να πουλάει. Ο μεγάλος έρωτας και αυτή η μία και μοναδική αγάπη έχει διατρέξει αιώνες λογοτεχνίας και κινηματογράφου. Τώρα δε που έρχονται και Χριστούγεννα, έχουμε πήξει στις ρομαντικές κομεντί. Αλλά θα μου πεις, ψιλοκρυφά τις βλέπουμε όλοι. Αφού έχουν happy end που το ξέρεις από την αρχή ότι θα έρθει… άντε εντάξει, έχουν πάντα και μια δυσάρεστη ανατροπή που προς στιγμήν φαίνεται να τα διαλύει όλα, αλλά ο έρωτας στο τέλος πάντα νικά. Το ξέρεις ότι θα νικήσει, αλλά σε τρώει η περιέργεια να δεις πως ακριβώς θα γίνει. Στις δραματικές ταινίες, τις σοβαρές και στον ρεαλιστικό κινηματογράφο, οι έρωτες μένουν ανεκπλήρωτοι. Για αυτό είναι μεγάλοι και μοιραίοι. Άλλωστε αν κάτι δεν αρχίσει δεν τελειώνει ποτέ. Όχι σαν τις σαχλές ερωτικές κομεντί που τελειώνουν όταν οι πρωταγωνιστές φιλιούνται ή παντρεύονται. The End. Μετά άλλωστε αρχίζει η πραγματική ζωή, δεν χρειάζεται να μάθουμε με ποιον τρόπο, πόσο γρήγορα και εύκολα θα χωρίσουν.
Και αυτές οι ταινίες με το τσουβάλι γίνονται, γρήγορα και εύκολα. Για να βγουν κι άλλες τόσες. Όπως ακριβώς δηλαδή και στην πραγματικότητα. Που έχουμε τόσες «δεύτερες επιλογές» που είναι ελκυστικές και ελπιδοφόρες απλά και μόνο γιατί δεν τις έχουμε δοκιμάσει ακόμη. Έτσι κάνουμε και στις ερωτικές μας σχέσεις. Πάμε στην επόμενη. Πόσο πιο δελεαστικό και εύκολο από το να δεσμευόμαστε σε μια μακρά προσπάθεια επιδιόρθωσης των ατελειών της παρούσας σχέσης μας, προκειμένου να την μετασχηματίσουμε σε ουσιαστική και βαθιά σύνδεση; Χαλαροί λοιπόν δεσμοί για να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα και δίχως πόνο, κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις.
Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω. Τουλάχιστον αν είναι να εγκαταλείψεις έναν έρωτα ή μια σχέση, κάντο όπως ο Ρετ Μπάτλερ (Κλαρκ Γκέιμπ) στο «Όσα παίρνει ο άνεμος». Πες το “Frankly, my dear, I don’t give a damn” στην κακομαθημένη Σκάρλετ Ο’ Χάρα (Βίβιαν Λι), αλλά πες το και συ μετά από μια χρονική διάρκεια. Του Ρετ του πήρε 10 χρόνια να προσπαθεί να κερδίσει την αγάπη της. Ίσως για αυτό και η ατάκα έμεινε στην ιστορία· αν της το έλεγε τους πρώτους μήνες ποιος θα την θυμόταν άραγε; Κανείς. Γιατί δεν θα είχε κανένα ειδικό βάρος.
Ή κάντο με απόγνωση και ανιδιοτέλεια όπως Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ως Ρικ Μπλέιν στην θρυλική σκηνή στο Καζαμπλάνκα, όταν τον ρωτά στο αεροδρόμιο η Ίνγκριντ Μπέργκμαν ως Ίλσα Λουντ “What about us?”. Κοίταξε την και πες της “We will always have Paris”….
Υ.Σ. Παρεμπιπτόντως, ο Ουμπέρτο Έκο έκανε μια εκπληκτική διάλεξη στο Μιλάνο για το Καζαμπλάνκα που δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα Unita και μετέπειτα σε ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη στο φύλλο της 28ης Σεπτεμβρίου 1984.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Από την ταινία La dolce vita, 1960