«Έθιμα Ταφής» της Hannah Kent
«Διαθήκη της Μαρίας» του Colm Toibin
&
“Mother” του Darren Aronofksy
…
Διαβάζω από μικρός.
Όπως κάθε αναγνώστης που σέβεται τον εαυτό του πέρασα διάφορες μαύρες περιόδους κατά τις οποίες δεν μπορούσα να διαβάσω. Το σύνδρομο αυτό είναι γνωστό και με τον όρο reader’s block.
Μια τέτοια περίοδος ήταν λίγο πριν πάω φαντάρος το 2013.
Το 2011 τελείωσα την διπλωματική μου, για την οποία διάβασα πολύ, και πράγματα που δεν συνήθιζα να διαβάζω, οπότε μετά για κάποιο διάστημα δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε μικρές αγγελίες.
Στο στρατό για να περάσουν οι άπειρες ώρες που κάθεσαι και δεν κάνεις τίποτα άρχισα και πάλι για διαβάζω. Τελειώνοντας τη θητεία μου, εννιά μήνες μετά, είχα διαβάσει 25 βιβλία, ανάμεσα στα οποία για πρώτη φορά τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, Τα σταφύλια της οργής του Στάινμπεκ, και τον Ξένο του Καμύ. Αλλά και την Αποκάλυψη του Ιωάννη από μια Καινή Διαθήκη σε pocket έκδοση με εξώφυλλο παραλλαγής!
Επιστρέφοντας στην κανονική ροή της ζωής μου κράτησα μια επαφή με το διάβασμα μέχρι που γεννήθηκε η μεγάλη μου κόρη, οπότε και μπήκα σε μια νέα, και αρκετά μεγάλη αυτή τη φορά, μαύρη περίοδο.
Σε εκείνη τη φάση θυμάμαι σαν σε όνειρο μια πολύ καλή φίλη να μου προτείνει αρκετές φορές να διαβάσω ένα βιβλίο το οποίο όμως τελικά δεν διάβασα ποτέ. Τον τελευταίο καιρό σε μια μεγάλη βιβλιοφιλική ομάδα που παρακολουθώ στο Facebook είδα αρκετές αναρτήσεις για αυτό το βιβλίο, σαν να περνάει δεύτερη νιότη, και μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το βρήκα λοιπόν στο ηλεκτρονικό αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στο οποίο παρεμπιπτόντως μπορείτε να βρείτε πολλά βιβλία αρκετών ελληνικών εκδοτικών οίκων σε ψηφιακή μορφή.
Και επιτέλους το διάβασα.
Ήταν τα Έθιμα Ταφής της Hannah Kent.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ιστορία της Άγκνες, μιας νεαρής, για τα σημερινά δεδομένα, γυναίκας, μάλλον μεσόκοπης για την εποχή στην οποία εκτυλίσσεται το βιβλίο, γύρω στο 1830.
Η Άγκνες κατηγορήθηκε μαζί με άλλους δύο, έναν άντρα και μια νεότερη γυναίκα, για ένα έγκλημα. Καταδικάστηκαν σε θάνατο. Και τώρα απομονωμένη σε ένα αγρόκτημα στην ισλανδική ύπαιθρο όπου βοηθάει σαν υπηρέτρια την οικογένεια που ζει εκεί στις καθημερινές δουλειές, περιμένει την εκτέλεση της ποινής της. Ένας νεαρός εφημέριος την επισκέπτεται και προσπαθεί να την βοηθήσει να μετανοήσει για το έγκλημά της, και έτσι να σώσει την ψυχή της. Ταυτόχρονα όμως θα προσπαθήσει να μάθει και λεπτομέρειες για το έγκλημα μιας και υποψιάζεται πως τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία θα προσπαθήσει να σώσει και τη δικιά του ψυχή.
Λίγες μέρες μετά διάβασα ένα άλλο βιβλίο, την Διαθήκη της Μαρίας του Colm Toibin.
Πρόκειται για μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, μια εξομολόγηση εν μέρει, και μια αναπαράσταση ίσως, της ζωής του Ιησού, και ειδικότερα του μαρτυρίου του. Αφηγήτρια είναι η μητέρα του, η Μαρία.
Η Μαρία μας δείχνει μια άλλη οπτική της ζωής του γιου της. Για την ακρίβεια μας μιλάει ακριβώς για αυτό, για τον γιο της. Όχι για τον Χριστό, όχι για τον προφήτη, όχι για τον Μεσσία. Για τον Ιησού. Ένα παιδί που μεγαλώνοντας ήταν κάπως παράξενο και που τώρα συμπεριφέρεται με έναν τρόπο που ξενίζει και τρομάζει την μητέρα του.
Η αγωνία της Μαρίας είναι το τι θα μπορούσε να κάνει ώστε να αποφύγει ο γιος της το μαρτύριο και τον θάνατο. Και όταν αυτό δεν κατάφερε τελικά να το αποτρέψει, η αγωνία της μεταβάλλεται, μεταμορφώνεται. Δεν καταφέρνει να αντέξει να μείνει δίπλα του σε όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του. Άραγε αυτό θα το πληρώσει? Η ψυχή της θα βρει τη γαλήνη τώρα που εγκατέλειψε τον γιο της?
Τα δύο βιβλία φαίνονται εκ πρώτης πολύ διαφορετικά, αλλά για μένα στον πυρήνα τους έχουν την ίδια ουσία.
Την γυναίκα και τον τρόπο που την αντιμετωπίζει η κοινωνία μας διαχρονικά.
Η Άγκνες δεν είναι μητέρα, δεν θα γίνει ποτέ. Είναι μεγάλη σε ηλικία, γύρω στα 35, όλοι βλέπουν σε αυτήν μια γυναίκα που δεν χώρεσε ποτέ σε νόρμες, ένα πλάσμα που αφού δεν μπόρεσαν να ελέγξουν, νομοτελειακά φοβούνται. Ξέρει να γράφει, να διαβάζει, την ενδιαφέρουν οι επιστήμες, μαθαίνει γρήγορα, νιώθει και η ίδια ότι η ζωή που κλήθηκε να ζήσει δεν την χωράει.
Η Μαρία είναι στο άλλο άκρο. Είναι μητέρα. Είναι η Μητέρα. Και όλοι βλέπουν στο πρόσωπό της μόνο αυτό. Ακόμα και ο πόνος της κατευθύνεται από αυτό. Πηγάζει από αυτό. Λες και αυτή η ιδιότητα την ορίζει ανεξίτηλα και αξεδιάλυτα με οποιαδήποτε άλλη.
Αναπόφευκτα μου ήρθε στο μυαλό η ταινία Mother του Darren Aronofksy, ενός από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Όπως και μια σκηνή από ένα άλλο βιβλίο που διάβασα πρόσφατα, το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά του Robert Penn Warren. Σε αυτή τη σκηνή ένας από τους πρωταγωνιστές και αφηγητής της ιστορίας στοχάζεται πάνω στο πως όλοι οι γονείς προσπαθούν να κρατήσουν κοντά τους τα παιδιά τους, και μέσα από αυτήν την πράξη τους καμουφλάρουν την επιθυμία τους να πάρουν πίσω το κομμάτι του εαυτού τους που έχασαν με τη γέννηση των παιδιών τους, αλλά και την ίδια την αγάπη που νιώθουν για αυτά. Η πράξη του να κρατήσεις το παιδί σου κοντά σου δεν είναι αυτή καθαυτή αγάπη, αλλά κρύβει από πίσω της την αγάπη του γονιού για το παιδί του. Αλλά για αυτό το βιβλίο θα τα πούμε αναλυτικότερα κάποια άλλη φορά.
Τις δύο γυναίκες χωρίζουν σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια.
Την εποχή μας με την εποχή της Άγκνες τη χωρίζουν σχεδόν διακόσια.
Πόσα πράγματα άραγε έχουν αλλάξει?
Πόσο ελεύθερες είναι οι γυναίκες ακόμα και στο πιο προοδευτικό κομμάτι του σύγχρονου κόσμου?
Πρόσφατα στις ΗΠΑ το ανώτατο δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα στις πολιτείες να νομοθετούν ξεχωριστά για το θέμα των αμβλώσεων. Ένα δικαίωμα που οι γυναίκες κέρδισαν με αγώνες τίθεται σε αμφισβήτηση. Το σώμα των γυναικών σε πολλές κουλτούρες και θρησκείες δεν τους ανήκει. Κανόνες γραμμένοι από άνδρες καθορίζουν τις ζωές τους.
Οι γυναίκες ακόμα πληρώνονται λιγότερο για την ίδια δουλειά σε πάρα πολλές εργασιακές θέσεις, ενώ πρέπει συνήθως να προσπαθήσουν πολλαπλάσια για να κερδίσουν τα πιο απλά πράγματα, πράγματα που για τους άνδρες συναδέλφους τους είναι αυτονόητα.
Οι ιστορίες της Άγκνες και της Μαρίας μας δείχνουν πως οι προκαταλήψεις και οι ενοχές είναι ίσως τα μεγαλύτερα βαρίδια που κουβαλάει ο σύγχρονος άνθρωπος. Οι προκαταλήψεις μας εμποδίζουν να δούμε το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων και των πραγμάτων πίσω από το παραπέτασμα, και οι ενοχές μας εμποδίζουν να ζήσουμε αυτή τη λίγη ζωή που μας δόθηκε όπως ακριβώς θέλουμε. Χωρίς να σκεφτόμαστε τη γνώμη των άλλων. Ή του Θεού.
Πριν από μερικές μέρες στο Ιράν δολοφονήθηκε μια κοπέλα 22 ετών, η Mahsa Amini. Ο λόγος? Δεν φορούσε σωστά την μαντήλα της. Αυτή τη στιγμή στο Ιράν μαίνεται μια εξέγερση, γυναίκες καίνε τις μαντήλες τους, ενώ άλλες γυναίκες φορώντας τις δικές τους τις επευφημούν. Αστυνομικά τμήματα παραδίνονται στις φλόγες, ενώ η αστυνομία χτυπάει στο ψαχνό χρησιμοποιώντας πλαστικές σφαίρες. Στην δύση μας φαίνεται λίγο περίεργο αυτό με τη μαντήλα. Πως μια γυναίκα που δέχεται να τη φοράει μπορεί να είναι απελευθερωμένη από την καταπίεση που συμβολίζει η μαντήλα για κάποιους, και περισσότερο για κάποιες? Η απάντηση είναι μάλλον απλή αλλά ταυτόχρονα σύνθετη. Οτιδήποτε κάνουμε από φόβο μας αιχμαλωτίζει. Αν οι γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν τον θάνατο αν δεν φοράνε μαντήλα τότε αναγκαστικά θα τη φορέσουν. Αν είχαν την επιλογή, ελεύθερες από προκαταλήψεις, κάποιες θα διάλεγαν να την φορέσουν, κάποιες όχι. Η μαντήλα δεν είναι αυτή καθαυτή σύμβολο καταπίεσης. Ούτε ο σταυρός που φοράνε οι χριστιανοί στο λαιμό τους. Ο φόβος είναι που καταπιέζει. Ο φόβος της απόρριψης. Είτε από το Θεό, είτε από τους ανθρώπους.
Οι προκαταλήψεις και οι ενοχές μας κρατάνε δέσμιους, αιχμάλωτους. Η εξουσία που πηγάζει από αυτές είναι πολύ ύπουλη, ακριβώς γιατί δουλεύει στους ανθρώπους από μέσα, τους κάνει να αμφισβητούν τα ένστικτά τους, τις επιθυμίες τους, τα όνειρά τους. Χτίζουν τοίχους γύρω μας και μας αποκόβουν από τον κόσμο. "Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω», όπως γράφει και ο Αλεξανδρινός. Και μας εμποδίζουν να δούμε, να ακούσουμε, να βιώσουμε με κάθε τρόπο την ποικιλομορφία και τη διαφορετικότητα που κρύβει ο κόσμος μας.
Όπως έγραψε και ο Φερνάντο Πεσσόα:
«Δεν υπάρχουν νόρμες. Όλοι οι άνθρωποι είναι εξαιρέσεις ενός κανόνα που δεν υπάρχει».
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Madonna and Child του Sebastiano Mainardi, 15th century. Oil on wood. Kunsthistorisches Museum Wien, Gemäldegalerie, Vienna.