Mesmerize (ρημ.): μαγεύω, γοητεύω, σαγηνεύω.
Mermerized: μαγεμένος, γοητευμένος, σαγηνευμένος.
Mesmeric: σαγηνευτικός. Από το όνομα του γιατρού και αστροφυσικού Franz Anton Mesmer.
Το 1784, ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν και ο Αντουάν Λαβουαζιέ επιχείρησαν το πρώτο δημόσιο πείραμα με placebo, με σκοπό να απομυθοποιήσουν την μαγεία. Πέτρα του σκανδάλου ήταν ο Φραντς Άντον Μέσμερ που είχε αναπτύξει μια θεραπευτική μέθοδο αφότου είχε ερευνήσει έναν διάσημο ιερέα-εξορκιστή, ισχυριζόμενος ότι μπορούσε να πετύχει τα ίδια αποτελέσματα χωρίς την ανάγκη επίκλησης του Θείου ή του Ιησού. Κατά την άποψή του, είχε ανακαλύψει τον «ζωικό μαγνητισμό», ένα ρευστό ανάλογο με την δύναμη της βαρύτητας, με τον οποίο οι «μαγεμένοι» ασθενείς του (συνήθως γυναίκες) θα βίωναν μια κρίση με σπασμούς, κλάμα, ανεξέλεγκτες χειρονομίες και λιποθυμία. Παρεμπιπτόντως, πολλοί «μαγεμένοι» ασθενείς του Μέσμερ, μετά την κρίση, έλεγαν ότι είδαν ωφέλιμα αποτελέσματα.
Όπως είναι φυσικό, ακολούθησε μια διαμάχη, όπως γίνεται με όλα αυτά τα αμφιλεγόμενα πειράματα, με τον Λουδοβίκο ΙΣΤ να διορίζει μια βασιλική επιτροπή. Σκοπός της δεν ήταν να ανακαλύψει αν ο «ζωικός μαγνητισμός» θεράπευε πράγματι, αλλά αν υπήρχε όντως μια νέα φυσική δύναμη. Κι έτσι πραγματοποιήθηκε το πείραμα placebo, με την επιστημονική ομάδα να χορηγεί τα ψεύτικα αντικείμενα και τα γνήσια με τρόπο που οι ασθενείς δεν θα γνώριζαν ποιο ήταν ποιο. Έτσι κάποιοι ασθενείς πέρασαν σε μια κατάσταση αμόκ όταν τους είπαν ότι το νερό που ήπιαν ήταν μαγεμένο, αλλά δεν ένιωσαν τίποτα όταν ήπιαν νερό με «ζωικό μαγνητισμό» και η επιτροπή κατέληξε ότι τα αποτελέσματα όλα ανήκαν στην σφαίρα της φαντασίας.
Πίσω όμως από όλα αυτά, υπάρχει μια ιστορία δοκιμών κόλπων και διαβολικών διαμαχών, θρησκευτικών φανατισμών και κακών πνευμάτων που δεν υπήρξαν ποτέ.
Ιστορικά, από το 900 έως το 1400 μ.Χ. η εκκλησία δεν δεχόταν την ύπαρξη μαγισσών και ως εκ τούτου δεν δίκαζε ανθρώπους για μαγεία. Όμως μερικούς αιώνες αργότερα, θα άλλαζε γνώμη. Και σε αυτό έπαιξε ρόλο η θρησκευτική – Προτεσταντική – μεταρρύθμιση. Έτσι το 1517, με την μεταρρύθμιση, οι δύο εκκλησίες, Καθολική και Προτεσταντική, προσπαθώντας ή μεν να κρατήσει τους ακολούθους της και η δε να τους αυξήσει, χρησιμοποίησαν τις δίκες ως μέσο έλξης. Η βάση των εξορκισμών βρισκόταν στα Ευαγγέλια: στο κατά Μάρκον ο Ιησούς δήλωνε ότι στο όνομά του θα εκδιωχθούν οι διάβολοι, στο κατά Ματθαίον και κατά Λουκά αναγνώριζαν την εξουσία του ως Υιού του Θεού του υψίστου. Αγιασμοί, σκόρδα, σταυροί και αναγνώσεις των Γραφών στα λατινικά επιστρατεύτηκαν, κυρίως από τους καθολικούς ιερείς, ως επίδειξη των δυνάμεων του Θείου για να τραπούν σε φυγή οι δαίμονες μέσα από τα σώματα των θυμάτων τους. Υπολογίζεται ότι στις χώρες που βρήκε ευρεία απήχηση ο Προτεσταντισμός (Ελβετία, Γαλλία, Ολλανδία, Αγγλία), 35% των διωγμών αφορούσαν εξορκισμούς, στην Γερμανία, την πατρίδα της μεταρρύθμισης 40%, ενώ στις καθαρά καθολικές χώρες, όπως Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία και Πορτογαλία, μετά βίας έφταναν το 6%.
Οι εξορκισμοί ήταν ένα φαντασμαγορικό σόου για την εποχή. Το κοινό τους μπορούσε να φτάσει και τις 20 χιλιάδες άτομα και φυλλάδια διανέμονταν πολύ νωρίτερα καλώντας τους πιστούς να παρευρεθούν, σε αποστάσεις που κάλυπταν πολύ παραπάνω από μια ενορία. Πάνω σε πλατφόρμες εντός ή εκτός των εκκλησιών και μετά από μαζικούς προσηλυτισμούς και εξομολογήσεις, οι «δαιμονισμένοι» με παράξενους μορφασμούς, άσεμνες ή σεξουαλικές χειρονομίες και ιδιαίτερες κραυγές, παρείχαν διασκέδαση με τον «εξαγνισμό» τους.
Είναι επόμενο ότι τέτοιου είδους εξορκισμοί δημιούργησαν διαμάχες μέσα στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας. Η υψηλή ιεραρχία ανησυχούσε ότι αυτές οι πρακτικές άνοιγαν δρόμο σε άλλες πιο χαοτικές. Άλλοι υποστήριζαν ότι τα πλάσματα αυτά, οι «δαιμονισμένοι» που στην πλειοψηφία τους ήταν γυναίκες, έπασχαν από ασθένειες και εξαναγκάζονταν από ζηλωτές να δίνουν ψευδείς μαρτυρίες και εν τέλει να υποφέρουν.
Το 1599, έγινε μια δοκιμή ως απάντηση στις κριτικές και τον σκεπτικισμό, στον Λίγηρα της Γαλλίας, ένα χρόνο μετά την επισημοποίηση της ειρήνης με τους Ουγενότους (Καλβινιστές).
Μια οικογένεια, ισχυρίστηκε ότι η κόρη τους, η Marthe Brossier, είχε κυριευτεί από δαίμονες. Κατά την διάρκεια καθημερινών εξορκισμών, οι δαίμονες είπαν ότι «όλοι οι Ουγενότοι ανήκαν σε αυτούς». Ο Ερρίκος Δ, που είχε υπογράψει την συμφωνία της Νάντης με τους Ουγενότους, έστειλε μια επιτροπή να δυσφημίσει αυτή τη διαδικασία. Η επιτροπή του Ερρίκου Δ, εντός κλειστών θυρών, προχώρησε στον εξορκισμό του κοριτσιού με μυστική χορήγηση αγιασμού αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αργότερα, της δόθηκε συνηθισμένο νερό από μια φιάλη που οι ιερείς χρησιμοποιούσαν για τον αγιασμό και εκείνη έστριψε από τον πόνο. Όταν της έδειξαν ένα κομμάτι σιδήρου ως λείψανο πραγματικού σταυρού, εκείνη έπεσε στο έδαφος βασανισμένη. Οι ιερείς συνέχισαν διαβάζοντάς της κομμάτια στα λατινικά, λέγοντας της ότι ήταν από την Αγία Γραφή, αν και στην πραγματικότητα της διάβαζαν την Αινειάδα του Βιργιλίου κι εκείνη έστριψε το σώμα της σε μια παράξενη στάση. Οι ιερείς από την άλλη που ήταν κατά των Ουγενότων, ανέφεραν ότι σε αντίθεση με την βασιλική επιτροπή, μπορούσαν να διακρίνουν τις ψεύτικες από τις αληθινές αποκαλύψεις… Τελικά, ερευνητικές επιτροπές άρχισαν να κυκλοφορούν σε όλη την Ευρώπη.
Είχε όμως κάποια σχέση η οικονομία με όλα αυτά; Σαφώς: αφενός με την μεταρρύθμιση, η καθολική εκκλησία έχανε μεγάλο κομμάτι πιστών και άρα εσόδων, αφετέρου, ιστορικά φαίνεται ότι οι προτεσταντικές κοινωνίες ήταν οικονομικά πιο εύρωστες εκείνη την περίοδο. Καμία όμως άλλη δίκη περί εξαγνισμού και μαγισσών που τράπηκαν σε φυγή δεν είχε περισσότερη σχέση με την οικονομία από την διάσημη δίκη του Σάλεμ.
Την άνοιξη του 1692, μια ομάδα κοριτσιών, σε κατάσταση υστερίας, υποστηρίζει ότι ο Σατανάς τις έχει καταλάβει κι ότι υπεύθυνες είναι μερικές γυναίκες που τους έκαναν μάγια. Το κύμα υστερίας καταλαμβάνει όλη την αποικία Πουριτανών της Μασαχουσέτης και ένα ειδικό δικαστήριο συντάσσεται για την δίκη. Η πρώτη γυναίκα, η Μπρίτζετ Μπίσοπ απαγχονίζεται εκείνο τον Ιούνιο. 18 ακόμη γυναίκες ακολουθούν την ίδια μοίρα και τους επόμενους μήνες 150 ακόμα γυναίκες, άντρες και παιδιά θα καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Παρά τις δεισιδαιμονίες και τον φόβο των μαγισσών όμως, η πραγματικότητα για το Σάλεμ ήταν σκληρή.
Μια επιδημία ιλαράς, οι επιπτώσεις του πολέμου μεταξύ Γαλλίας-Βρετανίας στις αμερικανικές αποικίες, μια ανίσχυρη κυβέρνηση, ο φόβος μιας εισβολής ιθαγενών και κυρίως οι μεγάλοι χειμώνες που αποδεκάτισαν τις σοδειές, αποτέλεσαν το κατάλληλο καύσιμο για το κυνήγι μαγισσών. Το Σάλεμ βρισκόταν σε βαθιά οικονομική κρίση. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η πλειονότητα των κατηγοριών προέρχονταν από τις φτωχότερες οικογένειες προς αυτές που ακόμη είχαν τα οικονομικά μέσα. Τον Γενάρη του 1697, το δικαστήριο της Μασαχουσέτης διέταξε μια μέρα νηστείας για την τραγωδία. Απολογήθηκε λέγοντας ότι οι δίκες ήταν άδικες και αργότερα πέρασε νομοθεσία σχετικά με αποζημιώσεις προς τους κληρονόμους των θυμάτων. Όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει και ήταν ανεπανόρθωτη.
Οι ακριβείς λόγοι πίσω από αυτή τη μαζική υστερία δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα. Παρόλα αυτά, εκτός από τα οικονομικά κίνητρα, την απάτη και τις οικονομικές δυσκολίες που υποκίνησαν κάποιες οικογένειες στις καταγγελίες, εικάζεται ότι ο ασυνήθιστα κρύος καιρός, ή ακόμη και κάποιου είδους ασθένειες, όπως εγκεφαλίτιδα ή νόσος του Lyme και επιληψία, μπορεί να έπαιξαν τον ρόλο τους. Χωρίς να αποκλείεται και μια μαζική δηλητηρίαση από τον μύκητα της σίκαλης, που έδωσε χρόνια αργότερα και το γνωστό LSD.
Να επιστρέψουμε όμως στον Φράνκλιν και τον Λαβουαζιέ. Την εποχή ακόμη της Αναγέννησης, ο Μονταίνιος καταδίκαζε τις παράξενες πρακτικές των γιατρών της εποχής που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των ασθενών τους και τους απομυζούσαν οικονομικά με «ψευδείς υποσχέσεις και δόλιες κατασκευές». Τόσο ο Φράνκλιν όσο και ο Λαβουαζιέ, ήταν μανιώδεις αναγνώστες του Μονταίνιου και εξίσου σκεπτικιστές απέναντι σε όλες αυτές τις φερόμενες ως ιατρικές θεωρίες. Ο Μέσμερ αντικατόπτριζε όλους αυτούς τους τσαρλατάνους και με το πείραμα αυτό, ήθελαν να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει χώρος στην ιατρική για ανθρώπους σαν κι αυτόν και απέδειξαν ότι υπάρχει πάντα μια έντονη σχέση κι ένα χάος μεταξύ του σκεπτικισμού και της τυφλής ανθρώπινης πίστης.
Όπως και να ‘χει, ακόμη και ο Μέσμερ βγήκε κερδισμένος, αφού το όνομά του έγινε ρήμα στα λεξικά.