Έχουν περάσει πάνω από 6 μήνες από την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Μιας εμφατικής νίκης με ποσοστό σχεδόν 41% που της εξασφάλισε στη βουλή μια πλειοψηφία 158 βουλευτών. Και μην ξεχνάμε ότι λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο, επιβεβαιώθηκε η πολιτική της κυριαρχία από τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Και σα να μην έφταναν οι δύο διαδοχικές εκλογικές νίκες έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ακολούθησε και η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, τα ποσοστά του οποίου βαίνουν συνεχώς μειούμενα. Σε πρόσφατη έρευνα της MRB που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες ημέρες, δείχνει τον ΣΥΡΙΖΑ να υποχωρεί στην τρίτη θέση, πίσω από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Όχι γιατί το ΠΑΣΟΚ αυξάνει ιδιαίτερα τα ποσοστά του – μάλλον αδιάφορα, άοσμο θα το χαρακτήριζα, όσο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αιμορραγεί ακατάσχετα – κι απ΄ ότι φαίνεται θα συνεχίσει. Γιατί σας τα λέω τώρα όλα αυτά; Λίγο πολύ γνωστά είναι, δεν πρόκειται δα για τίποτα σημαντικές αποκαλύψεις. Απλά, σκέφτομαι “φωναχτά”…
Σκέφτομαι λοιπόν, πως θα περίμενε κανείς από μία κυβέρνηση, η οποία προεκλογικά προέβαλε ως σημαία τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και την υγεία – να σας θυμίσω ότι επανειλημμένα είχε χρησιμοποιήσει ο κ. Μητσοτάκης, και εξακολουθεί να το κάνει, τον όρο “προσωπικό στοίχημα” για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην υγεία και τη σύγκλιση των μισθών με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μέχρι το τέλος της θητείας αυτής της κυβέρνησης – να έχει βάλει μπρος αυτές τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν τη χώρα οικονομικά ανταγωνιστική, πολιτικά ισχυρή σε διεθνές επίπεδο και κοινωνικά συμπαγή και ευημερούσα. Προς το παρόν, εγώ προσωπικά δεν βλέπω κάτι τέτοιο. Κι έχει ήδη εξαντλήσει το 12,5% ή το 1/8 εάν προτιμάτε της διάρκειας της θητείας της. Ίσως πάλι, να μη βλέπω καλά, ή να εθελοτυφλώ, ή ακόμη να μην είμαι ενήμερος για το νομοθετικό έργο που προετοιμάζουν οι υπουργοί της. Ίσως.
Κάνοντας ένα γρήγορο απολογισμό του μέχρι τώρα έργου, στέκομαι σε ένα ακόμη φορολογικό νομοσχέδιο, που αντί να επιδιώξει να δώσει ουσιαστικές λύσεις για την πάταξη της φοροδιαφυγής και την υιοθέτηση ενός σύγχρονου φορολογικού μηχανισμού αναζητά για άλλη μια φορά, εύκολες εισπρακτικές λύσεις, σε μεταρρυθμίσεις σχετικά με την δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, την επιστολική ψήφο και τη δυνατότητα σύναψης γάμου και τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών. Δεν βλέπω πως αυτές οι πρωτοβουλίες σε βάθος 3ετίας θα αποδώσουν απτά αποτελέσματα σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Για να είμαι απόλυτα ξεκάθαρος, σίγουρα πρωτοβουλίες που έχουν ως στόχο να υπερασπιστούν έννοιες όπως η ελευθερία, η ισότητα και το δικαίωμα του ατόμου στην ευτυχία είναι θεμιτές και καλοδεχούμενες, αλλά τί γίνεται με τις βαθιές τομές; Καλά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (πολύ αμφιβάλλω εάν θα είναι πανεπιστήμια, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα), αλλά αυτά απευθύνονται σε λίγους, και οι λίγοι, ποτέ δεν αρκούν για να γίνει μια χώρα και μια οικονομία ανταγωνιστική.
Η αίσθηση μου είναι ότι “πάει” αργά. Και η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός της, αναπαυμένοι πάνω στο ισχυρό εκλογικό τους θρίαμβο και τα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Η πιστοληπτικά αναβάθμιση της οικονομίας, οι καλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, νομίζω πως έχουν υπνωτίσει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Έγειραν και το κεφάλι τους πάνω στο μαξιλαράκι των 36 δις. Ε, δεν θέλει και πολύ να σε πάρει ο ύπνος…
Η αλήθεια είναι ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας είναι καλοί. Το 2023 αναμένεται βέβαια να “κλείσει” με χαμηλότερο ρυθμό (2,3%) από το εκρηκτικό 5,9% του 2022, κυρίως εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων, της μειωμένης κατανάλωσης λόγω πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τις μεγάλες καταστροφές στον πρωτογενή, αλλά και δευτερογενή τομέα από τις μεγάλες πυρκαγιές του καλοκαιριού και τις πλημμύρες του φθινοπώρου. Φαίνεται όμως ότι καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί, αλλά και οι τιμές της ενέργειας σταθεροποιούνται, οι προοπτικές ανάπτυξής είναι ευοίωνες για τα επόμενα χρόνια. Ο Intelligence Unit του Economist, προβλέπει για την περίοδο 2025 – 2028, μέση ετήσια ανάπτυξη στο 3,5%. Αλλά… Πάντα υπάρχει ένα αλλά. Τί θα συμβεί εάν η κατάσταση στη Μέση Ανατολή εκτροχιαστεί; Τί θα συμβεί εάν οι ευρωπαίοι εταίροι μας, που είναι και οι κυριότεροι εμπορικοί εταίροι μας βιώσουν ύφεση; Κακά τα ψέματα, οι υψηλοί ρυθμοί ανάκαμψης βασίζονται κατά κύριο λόγο σε δύο σημαντικούς τομείς: τουρισμό και ναυτιλία. Τί το κακό έχει αυτό; Κίνδυνο που προέρχεται από τη μονοδιάστατη ανάπτυξη, την εξάρτηση σε δύο τομείς και μόνο… Ακόμη και σε αυτούς τους τομείς όμως, έχω την αίσθηση ότι δεν υπάρχει μια σταθερή, συγκροτημένη, μακροχρόνια στρατηγική. Κυριαρχεί το εφήμερο και το ευκαιριακό. Ειδικά στον τουρισμό, καθώς στη ναυτιλία υπάρχει ένα know how δεκαετιών και μία έμπειρη και ισχυρή ιδιωτική πρωτοβουλία (που όμως ελάχιστα έχει ανταποδώσει στο ελληνικό κράτος).
Από την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός, ότι παρά τους ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, η χώρα εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο δείκτη δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και μια μακροχρόνια δέσμευση έναντι των πιστωτών της για “σφιχτή” δημοσιονομική πολιτική και πρωτογενή πλεονάσματα, προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Στα υπέρ της, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ λόγω του πληθωρισμού, και κυρίως τα ποσά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (δυνητικά η Ελλάδα, για την περίοδο 2021 – 2027 έχει πρόσβαση σε κεφάλαια του Ταμείου που μπορούν να ανέλθουν στα 72 δις!). Η κυβέρνηση διατείνεται πως διαθέτει στρατηγικό πλάνο μεταρρυθμίσεων με έμφαση στην πράσινη οικονομία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, αλλά μέτρα για την αύξηση της απασχόλησης, την κοινωνική ενίσχυση και την ιδιωτική επένδυση. Προς το παρόν, κάτι τέτοιο δεν είναι εμφανές στα δικά μου μάτια. Ναι, έχουν γίνει κάποια βήματα για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά το δίκτυο εξακολουθεί να είναι απαρχαιωμένο και αδυνατεί να απορροφήσει την παραγόμενη ενέργεια. Άσε που η γεωγραφική απομόνωση της Ελλάδας από τους κυριότερους δυνητικούς ενεργειακούς της πελάτες, απαιτεί μεγάλες επενδύσεις, διακρατικές συμφωνίες ανάπτυξης δικτύου μεταφοράς ενέργειας και κυρίως χρόνο. Παρόμοια είναι και η εικόνα στο κομμάτι του ψηφιακού μετασχηματισμού, έχουν γίνει αρκετά, αλλά απαιτούνται περισσότερα και κυρίως γρηγορότερα.
Είναι σημαντικό να βάζεις στόχους. Είναι αναγκαίο να έχεις όραμα. Αλλά πρέπει να είναι συγκεκριμένα. Να ξέρεις ακριβώς που θέλεις να πας, και το σημαντικότερο πώς ακριβώς θα πας και πότε θα φτάσεις. Και κάτι που συνήθως ξεχνάμε, ποιους περιλαμβάνει αυτό το όραμα; Για ποιους πρέπει να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι;
Ακούγοντας πολλές φορές τον πρωθυπουργό να μιλάει για την χώρα και το μέλλον της έχω τη βεβαιότητα πώς δεν έχει την παραμικρή ιδέα ποιας χώρας είναι πρωθυπουργός. Ότι δεν έχει την παραμικρή ιδέα τι συμβαίνει εκεί έξω. Δεν έχει μπει σε αστικό στην Αθήνα, δεν έχει πάει στα επείγοντα ενός νοσοκομείου, δεν έχει χρειαστεί να επιλύσει κάποια διαφορά με το δημόσιο, δεν έχει μπει σε αμφιθέατρο ελληνικού πανεπιστημίου, σίγουρα δεν έχει περπατήσει νύχτα στην Ομόνοια. Το ίδιο ισχύει και για πολλά μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Καλά δεν είναι η πρώτη φορά. Ο ΓΑΠ μπορεί ακόμη να νομίζει ότι υπήρξε πρωθυπουργός της Σουηδίας ή της Δανίας. Το κακό όμως είναι πως το μάρμαρο το πληρώνουν συνήθως οι πιο αδύναμοι πολίτες. Κι όσο πιο αδύναμος και ευάλωτος είναι ένας πολίτης, τόσο δυσανάλογα μεγαλύτερο βάρος της ανικανότητας διάκρισης μεταξύ μακροοικονομικών μεγεθών και της κατάστασης των μικροοικονομικών μονάδων από την πλευρά των κυβερνήσεων, πληρώνει. Με λίγα λόγια, δεν αρκεί να ξέρεις να παράγεις πλούτο, πρέπει και να ξέρεις και να θέλεις να το διανείμεις. Και το αντίστροφο, φυσικά.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Weegee (Arthur Feelig), Οι φωτογραφίες του εμφανίστηκαν σε διάφορες στις εφημερίδες της Νέας Υόρκης σε όλη τη δεκαετία του 1930 και του 1940.