Ο άνθρωπος τα ‘βαλε με τη δημιουργία επειδή δεν του έδωσε φτερά, κι έκανε δικά του. Θύμωσε που δεν του έδωσε δυνατά μάτια και τα μεγάλωσε μόνος του. Έφτιαξε κιάλια για να βλέπει μακριά. Αλλά κανείς δεν έφτιαξε κιάλια για να βλέπει μέσα του. Αν μπορούσε να το κάνει αυτό θα εξαφανίζονταν από το πρόσωπο της Γης οι δήμιοι. Δήμιος είναι ένα μηχάνημα που δεν μπόρεσε ποτέ να δει μέσα του. Που δεν κουβέντιασε ποτέ με τον εαυτό του, που δεν έμεινε ποτέ ΜΟΝΟΣ.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε πήγαμε στην Τζια για τον γάμο ενός φίλου. Πήραμε το καράβι από το Λαύριο. Δεν είχα ξαναπάει στο Λαύριο. Ακριβώς απέναντι από το λιμάνι, φαντάζομαι ότι με καλό καιρό μπορεί και να φαίνεται, είναι η Μακρόνησος, ένας από τους πιο πονεμένους τόπους στη χώρα μας. Στο γυρισμό έκατσα αρκετή ώρα στο κατάστρωμα ατενίζοντας τον πέτρινο όγκο όπου ανάμεσα σε όλους όσους πέρασαν από εκεί βρέθηκε για κάποιο διάστημα και ο παππούς μου.
Το απόσπασμα στην αρχή του κειμένου κάποιοι μπορεί να το αναγνωρίσατε. Για όσους δεν το γνωρίζετε είναι από το βιβλίο Οδός Αβύσσου, αριθμός 0 του Μενέλαου Λουντέμη. Είναι για μένα ένα συγκλονιστικό απόσπασμα γιατί δείχνει αυτό ακριβώς που νομίζω ότι άθελά μας ίσως, έχουμε κάνει στους εαυτούς μας. Έχουμε γίνει όλοι δήμιοι, ή τέλος πάντων καλλιεργούμε τις συνθήκες για να γίνουμε, αποζητώντας συνεχώς την επαφή, την παρέα, την συντροφιά των άλλων, ακόμα και αν τις περισσότερες φορές είναι επιφανειακή. Είμαστε έτοιμοι να κριτικάρουμε τα πάντα στους άλλους, να δικάσουμε τις συμπεριφορές τους, να ανακουφιστούμε που δεν περνάμε τα δεινά τους. Βλέπουμε τον εαυτό μας πάντα σε σύγκριση με κάποιον άλλο. Ο εαυτός μας, το βλέμμα μέσα μας, μας τρομάζει, μας αποσυντονίζει ίσως, μας βάζει τρικλοποδιά. Ίσως πολλοί από μας να μην ξέρουμε τι ψάχνουμε ή τι κοιτάμε όταν μένουμε μόνοι μας με τον καθρέφτη μας.
Το 1953 ο Ray Bradbury έγραψε το Fahrenheit 451, ένα δυστοπικό μυθιστόρημα για ένα απροσδιόριστο μέλλον όπου τα βιβλία είναι παράνομα. Και όταν αυτά εντοπίζονται ύστερα από καταγγελίες, παραδίνονται στην πυρά. Όπως ακριβώς και στην εποχή του Τρίτου Ράιχ. Υπάρχει όμως μια μικρή διαφορά. Οι ναζί δεν είχαν δαιμονοποιήσει όλα τα βιβλία, όλη τη γνώση που περικλείεται στις τυπωμένες σελίδες, οι ναζί έκαιγαν συγκεκριμένα βιβλία, αυτά που διαφωνούσαν με το όραμά τους, βιβλία συγγραφέων και στοχαστών που με τις ιδέες τους έβαζαν σε κίνδυνο το οικοδόμημα που είχε χτίσει ο Χίτλερ. Στο βιβλίο του Bradbury όλα τα βιβλία ανεξαιρέτως είναι εξίσου επικίνδυνα.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Γκάι Μόνταγκ, ένας πυροδότης. Οι πυροδότες είναι αυτοί που καίνε τα βιβλία. Δεν υπάρχουν πια πυροσβέστες, τα σπίτια όλα είναι άφλεκτα. Οι πυροδότες χρησιμοποιούν κηροζίνη για να καίνε τα βιβλία, συνήθως μαζί με τις βιβλιοθήκες και τα σπίτια που τα περιέχουν. Κάποιες φορές και μαζί με τους ανθρώπους που τα διαβάζουν.
Η γυναίκα του η Μίλντρεντ περνάει όλη την ώρα της στο σαλόνι τους σπιτιού τους όπου στους τοίχους κρέμονται τρεις τεράστιες διαδραστικές οθόνες μέσα από τις οποίες μπορείς να δεις ψυχαγωγικά προγράμματα, αλλά και να συμμετέχεις. Σιγά σιγά η Μίλντρεντ απορροφάται από αυτή την εικονική πραγματικότητα και αποξενώνεται από τον Γκάι. Σας θυμίζει μήπως κάτι?
Στο βιβλίο του Bradbury, το βιβλίο σαν αντικείμενο αντιπροσωπεύει έναν άλλο κόσμο, μια άλλη συνθήκη ζωής. Είναι κάτι παραπάνω από ψυχαγωγία, ή πηγή γνώσης, ή απλά ένας τρόπος να περνάς τον χρόνο σου. Είναι αυτό που σε κρατάει μακριά από τους άλλους. Αυτό που σε κάνει να περάσεις χρόνο με τον εαυτό σου. Να δεις μέσα σου. Και αυτό είναι που το κάνει επικίνδυνο. Είναι ένα αντικείμενο που δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα, γιατί όλα όσα πρέπει να ξέρεις στα λένε από την τηλεόραση. Έτσι τουλάχιστον διακηρύσσει το ανώνυμο καθεστώς που κυβερνά.
Στο βιβλίο, σε αντίθεση με το άλλο δυστοπικό μυθιστόρημα που γράφτηκε λίγα χρόνια πριν, το 1984 του George Orwell, δεν έχουμε καμία εικόνα για το πολιτικό καθεστώς. Δεν ξέρουμε ποιος κυβερνάει, τι γίνεται στον κόσμο, η μόνη πληροφορία που υπάρχει και επανέρχεται σε όλο το βιβλίο είναι ότι επίκειται μια πολεμική σύγκρουση. Δεν μαθαίνουμε λεπτομέρειες. Ένας ανώνυμος φόβος κρέμεται πάνω από τις ζωές των κατοίκων και τους κρατάει καρφωμένους στις οθόνες τους. Αυτό μήπως σας θυμίζει κάτι?
Το βιβλίο όπως είπαμε γράφτηκε το 1953, οχτώ μόλις χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Bradbury έζησε σε αυτόν τον κόσμο που γκρεμίστηκε συθέμελα και τη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε να χτίζεται από την αρχή. Η ανάγκη για κατανάλωση ήταν μεγάλη. Οι διαφημίσεις έτρεχαν. Καινούρια αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές, σπίτια, καινούριες ανάγκες. Η ζωή έπρεπε να είναι σε κίνηση, να είσαι μαζί με τους άλλους, να βλέπεις τηλεόραση, να συζητάς αυτά που συζητάνε όλοι, να βλέπεις διαφημίσεις, να καταναλώνεις, να καταναλώνεις αυτά που καταναλώνουν όλοι. Μήπως και αυτό σας θυμίζει κάτι?
Ζούμε άραγε σε έναν κύκλο? Ξαναζούμε από την αρχή την αδηφάγα άνοδο του καπιταλισμού μετά τον πόλεμο? Και αν τότε υπήρχαν πράγματα και ιδέες να κατασκευαστούν και να πωληθούν και να καταναλωθούν και να βάλουν το χρήμα και τον κόσμο σε κίνηση, σήμερα τι έχουμε? Τι καινούριες ανάγκες μπορούμε να βρούμε, τι καινούριες ιδέες να μας κρατήσουν καθηλωμένους στους καναπέδες μας, τι καινούριους φόβους να μας ισοπεδώσουν άραγε?
Στο βιβλίο περιγράφεται επίσης αρκετά αναλυτικά το Λαγωνικό. Είναι ένα ρομπότ το οποίο χρησιμοποιείται από τους πυροδότες για να εντοπίσουν κάποιον εγκληματία. Θα μπορούσε να συμβολίζει την απρόσωπη τεχνολογία, αυτή που αν της αφήσουμε χαλαρωμένα τα λουριά μπορεί να μας καταπιεί.
Με αφορμή το Λαγωνικό τελειώνοντας το βιβλίο έκατσα και ξαναείδα ένα επεισόδιο της δυστοπικής σειράς επιστημονική φαντασίας Black Mirror, το Metalhead. Σε αυτό το επεισόδιο παρακολουθούμε μια ομάδα ανθρώπων να ψάχνει κάτι σε μια τεράστια έρημη αποθήκη. Ο κόσμος είναι κατεστραμμένος, δεν μαθαίνουμε ποτέ τι έχει συμβεί. Στην αποθήκη τους επιτίθεται ένα ρομποτοειδές σκυλί. Ένας φύλακας που τους κυνηγάει ανελέητα μέχρι να τους σκοτώσει όλους. Ίσως έχει συμβεί ένα σενάριο τύπου Terminator όπου οι μηχανές έχουν πάρει τον έλεγχο και εξολοθρεύουν τους ανθρώπους? Ίσως κάποια αυταρχική ελίτ έχει πάρει την εξουσία και εξοντώνει τους αντιφρονούντες? Αυτό που μένει από το ασπρόμαυρο επεισόδιο είναι μια ατελείωτη απόγνωση. Μια ματαιότητα. Δεν είμαστε ό,τι καλύτερο υπάρχει στον πλανήτη, ό,τι πιο δυνατό. Και ίσως να φταίμε εμείς για την καταστροφή μας, όταν αυτή νομοτελειακά επέλθει.
Έκατσα να ξαναδώ και μια ταινία. Μια ταινία όπου επίσης τα βιβλία αποκτούν δύναμη, όπως στο βιβλίο του Bradbury. Σε ένα δυστοπικό μέλλον, μετά από μια καταστροφή για την οποία και εδώ μαθαίνουμε ελάχιστα, τα βιβλία γίνονται είδος προς εξαφάνιση. Όσοι γεννιούνται μετά την καταστροφή δεν ξέρουν να διαβάζουν. Ο Ιλάι διασχίζει την χώρα κουβαλώντας ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που κρύβει μεγάλη δύναμη. Στις σελίδες του κρύβει τον τρόπο να εμπνέεις τον κόσμο. Και να τον εξουσιάζεις. Αυτό το βιβλίο θα γίνει το μήλον της Έριδος ανάμεσα στον Ιλάι και τον Κάρνεγκι. Ο Ιλάι το προστατεύει, ο Κάρνεγκι το θέλει για να το χρησιμοποιήσει για να χτίσει πάλι τον κόσμο, εξουσιάζοντάς τον. Η ταινία λέγεται The book of Eli και πρωταγωνιστούν ο Denzel Washington και ο Gary Oldman. Εδώ τα βιβλία δεν είναι παράνομα, αλλά η μεταφυσική τους σχεδόν δύναμη είναι πανομοιότυπη με αυτή στο Fahrenheit 451. Κι εδώ σε μια σκηνή όταν οι λακέδες του Κάρνεγκι του φέρνουν κάποια άχρηστα βιβλία σαν λάφυρο εκείνος τους διατάζει να τα κάψουν.
Για να επανέλθουμε στο απόσπασμα του Λουντέμη.
Η τέχνη μπορεί να μας κάνει να δούμε μέσα μας. Μπορεί να κινητοποιήσει δυνάμεις τις οποίες αγνοούμε. Και τα βιβλία μπορούν να το κάνουν με έναν μοναδικό τρόπο. Ο κινηματογράφος, το θέατρο, η μουσική είναι μαζικές τέχνες, και επίσης συνήθως χρειάζονται πολλούς συντελεστές. Ναι, το όραμα συνήθως είναι ατομικό, του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του συγγραφέα, του συνθέτη, αλλά η απόδοση χρειάζεται τη συμμετοχή πολλών. Με τα βιβλία είναι διαφορετικά. Παρόλο που παλαιότερα τα βιβλία συνηθιζόταν να διαβάζονται και μπροστά σε κοινό, είτε στην κλασική μορφή τους, είτε σε συνέχειες σε εφημερίδες, τα τελευταία πολλά χρόνια η ανάγνωση έχει γίνει ένα μοναχικό σπορ. Είναι μια προσωπική αναμέτρηση του αναγνώστη με τον συγγραφέα και το έργο του. Και αν η δαιμονοποίηση των βιβλίων στο Fahrenheit 451 και στο The book of Eli είναι μυθοπλαστικές, η δαιμονοποίηση τους από το Τρίτο Ράιχ συνέβη. Το κάψιμο των βιβλίων σε δημόσιους χώρους, σε πλατείες, σε μια ευρωπαϊκή χώρα πριν από μόλις 90 χρόνια συνέβη.
Σήμερα σε ποια φάση βρισκόμαστε?
Τα βιβλία έχουν άραγε σήμερα κάποια δύναμη? Έχουν την δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο? Να αλλάξουν έστω έναν άνθρωπο? Γιατί διαβάζουμε, όσοι ακόμα επιμένουμε και διαβάζουμε, όσοι επιμένουμε και χωνόμαστε μέσα στους φανταστικούς κόσμους από χαρτί και μελάνι, όσοι επιμένουμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας σε κάθε σελίδα που γυρνάμε?
Σήμερα δεν καίμε βιβλία, ναι. Αλλά μήπως τα απαξιώνουμε? Μήπως είναι με κάποιον τρόπο απαρχαιωμένα για τον τρόπο ζωής μας, τη γρήγορη και βιαστική πολλές φορές ζωή μας? Μπα, εκδίδονται πολλά βιβλία κάθε χρόνο, χιλιάδες, τόσα πολλά που οι βιβλιόφιλοι αγχώνονται για το πότε θα προλάβουν να διαβάσουν όλα αυτά που θέλουν.
Προσωπικά έχω την αίσθηση ότι η εποχή μας είναι γεμάτη δήμιους. Ανεξάρτητα από το εάν και πόσο διαβάζουμε, νιώθω ότι αποφεύγουμε όλο και περισσότερο να κοιτάξουμε μέσα μας. Η ενασχόληση με το διάβασμα είναι απλά ένας δείκτης. Η ουσία είναι πως τα βιβλία, όπως και οι ταινίες, τα τραγούδια, οι παραστάσεις, έχουν ακόμα δύναμη. Η τέχνη έχει ακόμα τη δύναμη να αλλάξει τη ζωή μας. Είναι στο χέρι μας να τολμήσουμε να κάνουμε το βήμα.
Άλλωστε όπως έγραψε και ο Ντοστογιέφσκι, «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο».
*Φωτογραφία εξωφύλλου: 1940- Ένα άτομο διαβάζει μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο που καταστράφηκε κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής στο Λονδίνο. Το London Blitz διήρκεσε από τις 7 Σεπτεμβρίου 1940 έως τις 21 Μαΐου 1941. Περισσότεροι από 100 τόνοι εκρηκτικών έπεσαν και το Λονδίνο δέχτηκε επίθεση 71 διαφορετικές φορές σε διάστημα 37 εβδομάδων.