Ένα από τα πρώτα θέματα που πέφτουν στο τραπέζι της συζήτησης μετεκλογικά, είναι η αποτυχία των δημοσκοπήσεων να αποδώσουν τις προθέσεις των ψηφοφόρων. Ενδεικτικά, πολλοί κλήθηκαν να απαντήσουν γιατί το 2015, στις εκλογές της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ τα γκάλοπ έδιναν ξεκάθαρο προβάδισμα υπέρ των Εργατικών, τελικά το Συντηρητικό Κόμμα νίκησε με 7 μονάδες διαφορά, όπως και στην Γαλλία, μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών πολλοί αναρωτήθηκαν πώς τα νούμερα έπεσαν έξω.
Η ιστορία επαναλήφθηκε πρόσφατα στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Βραζιλίας. Με όλες τις ψήφους καταμετρημένες, ο Λούλα είχε εξασφαλίσει ποσοστό 48,3% έναντι του Μπολσονάρου με 43,3%, μια διαφορά πολύ μικρότερη σε σχέση με τα προεκλογικά γκάλοπ. Ακόμη και οι πιο έγκυρες δημοσκοπικές εταιρείες της Βραζιλίας, όπως η Ipec και η DataFolha, έδειχναν ότι ο Λούλα θα απέφευγε τον δεύτερο γύρο, ξεπερνώντας το 50% των ψήφων, άκυρων και λευκών εξαιρουμένων. Ο ακροδεξιός Μπολσονάρου θα έμενε στο 36-37% των ψήφων, δίνοντας ένα ξεκάθαρο ποσοστό νίκης στον Λούλα. Τα πραγματικά νούμερα όμως τους διέψευσαν.
Σχεδόν κάθε εβδομάδα στην χώρα μας γίνεται για λογαριασμό των καναλιών ή των μεγάλων εφημερίδων ένα γκάλοπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τρανής αποτυχίας των δημοσκοπήσεων ήταν αυτά που διενεργήθηκαν κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος, όπου το αποτέλεσμα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με τα νούμερα τους. Επομένως το ερώτημα είναι, τί πάει τόσο στραβά με τα γκάλοπ;
Μπορεί να είναι ένα ερώτημα που τίθεται όλο και περισσότερο τελευταία, όμως δεν είναι νέο φαινόμενο. Στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 1936, ανάμεσα στον ρεπουμπλικάνο Άλφρεντ Λάντον και τον δημοκρατικό Φράνκλιν Ρούζβελτ, έγινε μια από τις μεγαλύτερες δημοσκοπήσεις από πλευράς δείγματος. Το περιοδικό Literary Digest, διεξήγαγε την δημοσκόπηση με μέγεθος δείγματος 2,4εκ. δίνοντας αποτέλεσμα 57% υπέρ του Λάντον. Τελικά ο Ρούζβελτ θα ήταν ο νικητής με 62%. Όταν εκ των υστέρων έγινε ανάλυση στα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, βρέθηκε ότι ο κύριος λόγος αποτυχίας ήταν ο τρόπος επιλογής του δείγματος. Το περιοδικό είχε επιλέξει το δείγμα κυρίως από τηλεφωνικούς καταλόγους, συνδρομητές σε κλαμπ και λίστες συνδρομητών περιοδικών, κοινωνικά στρώματα επομένως που ευημερούσαν και δεν ήταν υποστηρικτές των δημοκρατικών. Βέβαια τα ερωτηματολόγια είχαν σταλεί σε 10 εκατομμύρια και μόνο το 24% είχε απαντήσει. Όμως πέρα από το ρητορικό ερώτημα του αν θα ήταν διαφορετικό το αποτέλεσμα αν είχαν απαντήσει όλοι, το μάθημα που βγήκε από αυτή τη δημοσκόπηση ήταν ότι το δείγμα πρέπει να αντλείται από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Στις εκλογές πάλι του 1948, αν και φαινόταν στα γκάλοπ πρώτος να βγαίνει ο Ντιούι με 50%, έναντι του Τρούμαν με 44%, το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Αυτή τη φορά, το μάθημα ήταν ότι το δείγμα έπρεπε να είναι τυχαίο με όλη τη σημασία της λέξης.
Είναι φανερό ότι οι δημοσκόποι είχαν ευκαιρίες και χρόνο για να αποδείξουν ότι κατάλαβαν την αξία αυτών των μαθημάτων. Όμως και στις εκλογές των ΗΠΑ του 2016 και 2020, τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων ήταν λάθος, και εγείρει το ερώτημα αν τελικά κάποιοι βασικοί στατιστικοί κανόνες ακολουθούνται στην πράξη. Στην περίπτωση των εκλογών στη Βραζιλία, υπήρξαν οι δημοσκοπικές εξαιρέσεις που ήταν πιο κοντά στα πραγματικά αποτελέσματα, ειδικά για τα ποσοστά του Λούλα, κανείς όμως δεν προέβλεψε το ποσοστό του ακροδεξιού Μπολσονάρου. Κατά τον Antony Wells, επικεφαλής του YouGov στις πολιτικές και κοινωνικές ευρωπαϊκές έρευνες, όταν υπάρχουν μεγάλες διαφορές, όλα έχουν να κάνουν με το δείγμα. Συνήθως, κατά τον Wells, όλα τα δείγματα, σε ότι αφορά τα δημογραφικά όπως ηλικία, φύλο και κοινωνική τάξη ελέγχονται εύκολα. Όμως σε όλα τα δείγματα υπάρχει και κάποια στρέβλωση. Στην περίπτωση του Brexit, οι δημοσκόποι απέτυχαν στο δημογραφικό στοιχείο του επίπεδου εκπαίδευσης. Ο δημοσκόπος Andrei Roman της AtlasIntel, δήλωσε στο Bloomberg, ότι τα περισσότερα δείγματα εκπροσωπούσαν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα που υποστηρίζουν τον Λούλα. Επίσης, πολλοί ήταν οι υποστηρικτές του Μπολσονάρου, που όπως και οι υποστηρικτές του Τραμπ, απέφυγαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις σωστά για να μην αποκαλύψουν την εκλογική τους ταυτότητα. Ως απλό συμπέρασμα, τα γκάλοπ σε αυτό το κομμάτι λειτουργούν σαν fake news.
Και ύστερα υπάρχει και η μεθοδολογία με την οποία διεξάγεται η δημοσκόπηση, μια ανερμήνευτη παράμετρος στους μη γνώστες. Μαζί με την μεθοδολογία, οι ερωτήσεις είναι πλασμένες ορισμένες φορές με τρόπο καθοδηγητικό προς αυτόν που καλείται να απαντήσει. Μια χαρακτηριστική ερώτηση είναι αυτή το ποιος θεωρείται καλύτερος για πρωθυπουργός, που όμως δίνονται δύο πιθανές ερωτήσεις. Όμως πέρα από τα τεχνικά ζητήματα του κάθε γκάλοπ, πίσω από κάθε «εκλογικό θρίλερ» κρύβονται νούμερα που μπορεί τελικά να μην αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές προθέσεις του εκλογικού σώματος.
Επομένως γιατί θα πρέπει το κοινό να ενδιαφέρεται για τις δημοσκοπήσεις και κατά πόσο αυτές επηρεάζουν το εκλογικό σώμα;
Εν πρώτης, παρότι οι πολιτικοί δηλώνουν ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι σημαντικές γι’ αυτούς, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι δημοσκοπήσεις γίνονται γι’ αυτούς, όσο και για τα μίντια που τις «παραγγέλνουν». Τα αποτελέσματα όμως μπορούν να δημιουργήσουν στο κοινό αυτό που αποκαλείται bandwagon effect, το ψυχολογικό φαινόμενο εκείνο που επηρεάζει κάποιους, άσχετα από τις δικές τους πεποιθήσεις και προθέσεις, για να ψηφίσουν τον υποψήφιο που επιλέγουν οι πολλοί. Είναι μια αγελαία αντίδραση απέναντι στις δημοσκοπήσεις που μοιάζουν με Σειρήνες.
Ειδικά όταν τα αποτελέσματα επαναλαμβάνονται μέσα από τον Τύπο και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, το φαινόμενο αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο. Ακόμη όμως κι αν κάποιος δεν ακολουθεί τις δημοσκοπήσεις, οι μελέτες δείχνουν ότι μπορεί να λειτουργήσει το φαινόμενο της μεταδοτικότητας, όπου οι γνώμη των άλλων λειτουργεί ως ιός που μολύνει για να στρέψει την πρόθεση κάποιου προς έναν υποψήφιο. Μια έρευνα του Neil Malhotra, καθηγητή πολιτικών επιστημών, και του David Rothschild της Microsoft Research, έδειξε ότι στην πραγματικότητα ορισμένοι ψηφοφόροι όντως διαλέγουν ποιον υποψήφιο θα ψηφίσουν μέσω των δημοσκοπήσεων, με την πρόθεση να ανήκουν στο κοινό εκείνο που αντιπροσωπεύει την πλευρά που νικά.
Στην πραγματικότητα όμως θα έπρεπε να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η πολιτική ηγεσία πρέπει να αντλεί πληροφορίες για την κοινή γνώμη και τις απόψεις της, ενώ το εκλογικό σώμα θα πρέπει να μείνει ανεπηρέαστο απέναντι στις δημοσκοπήσεις.
Τελικά όμως, τί ρόλο παίζουν οι δημοσκοπήσεις;
Για τον Jerome Jaffre, πολιτικό επιστήμονα και επικεφαλής του think tank Cecop, αναλύοντας τις δημοσκοπήσεις πριν τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, είναι ένα σημαντικό δημοκρατικό εργαλείο ανάλυσης καταστάσεων και η έλλειψή τους θα «τύφλωνε» τα ΜΜΕ. Για τον Alain Garrigou, καθηγητή πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου Nanterre – Paris και συγγραφέα του βιβλίου l’ivresses des sondages (το μεθύσι των δημοσκοπήσεων), οι δημοσκοπήσεις υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην πολιτική και ενισχύουν την άποψη ότι δουλεύουν μόνο για μια πολιτική ελίτ.
Στο τέλος όμως, όποια κι αν είναι η άποψη των ειδημόνων, την δύναμη πίσω από κάθε δημοσκόπηση, την έχει το εκλογικό σώμα.