Είχα αρκετά χρόνια που ήθελα να επισκεφτώ το Ντουμπρόβνικ. Πάντα με γοητεύουν οι ενετικές, μεσαιωνικές πόλεις, η ομοιομορφία της αρχιτεκτονικής, τα χρώματα και η αισθητική, η αίσθηση πως όλα ήταν ίδια σε αυτούς τους χώρους αιώνες πριν. Είναι για μένα κάτι σαν ζωντανό σκηνικό, χωρίς αισθητικές παραφωνίες, που αναστατώνουν και διαλύουν τη μαγεία και την επιβολή τέτοιων τοποσήμων.
Όταν έχει μεγάλες προσδοκίες, πάντα ενέχει ο κίνδυνος μιας μικρής ή και μεγάλης απογοήτευσης. Αλλά η πόλη του Ντουμπρόβνικ δεν αφήνει τέτοια περιθώρια. Είναι από τις περιπτώσεις που η εμπειρία ξεπερνά τη φήμη, η οποία τα τελευταία χρόνια μετά τη σειρά «Game Of Thrones» ξεπέρασε κάθε όριο. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι το 2015 τα περιβόητα τείχη του μήκους 2χλμ. περίπου τα περπάτησαν περισσότεροι από 1.500.000 επισκέπτες προς 15 ευρώ αντίτιμο τότε εισόδου… αν κάνουμε τον πολλαπλασιασμό τα έσοδα μόνο από τον συγκεκριμένο περίπατο άγγιξαν το ποσό των 22.500.000 ευρώ σε ένα χρόνο! Φέτος, η τιμή εισόδου για την διαδρομή των τειχών έχει αυξηθεί στα 35 ευρώ το άτομο. Αλλά και πάλι αξίζει.
Άλλωστε, η πόλη, η παλιά αυτή που περικλείεται των τειχών με τους 1500 περίπου μόνιμους κατοίκους, ανακηρύχθηκε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από το 1979. Το ιστορικό κέντρο της πόλης του Ντουμπρόβνικ, με τους προμαχώνες, τα οχυρώματα και τις τάφρους, αναγνωρίστηκαν ως πολιτιστικά αγαθά της Κροατίας το 1966, ενώ το 1979 εγγράφτηκαν στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Συγκεκριμένα, υπό καθεστώς προστασίας βρίσκονται συνολικά 188 στρέμματα. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης, ως Χώρος Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ενσωματώνεται με μεγάλη προσοχή στο σύγχρονο τρόπο ζωής, ακολουθώντας αυστηρές αρχές για τη συντήρησή της. Μην ξεχνάμε ότι το Ντουμπρόβνικ, που υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια των Βενετών στην Αδριατική, βομβαρδίστηκε το 1991 και υπέστη τεράστιες ζημιές, οι οποίες αποκαταστάθηκαν εξολοκλήρου και σύντομα… Στην είσοδο ένας μεγάλος χάρτης υποδεικνύει πού βρίσκονται τα κτίσματα που επλήγησαν από τους βομβαρδισμούς των Σέρβων στη διάρκεια της σύρραξης των δύο κρατών, ενώ ακόμα και πάνω στο κέλυφος των κτιρίων αυτών μπορεί κανείς να διακρίνει την παλιά από τη νέα τοιχοποιία. Ίσως για αυτό όταν περπατάς είτε στην περαντζάδα της Stradun που διασχίζει την παλιά πόλη, είτε χάνεσαι και σκαρφαλώνεις τα κάθετα σοκάκια στις πλαγιές, αισθάνεσαι ότι όλα γύρω σου είναι τόσο τακτοποιημένα, τόσο όμορφα και καθαρά…
Έχει γραφτεί ότι το Ντουμπρόβνικ είναι γεμάτο ιστορία, αλλά δεν μοιάζει καθόλου με… μουσείο. Η παλιά πόλη είναι ζωντανή, με πολλές μουσικές, βόλτες, αρώματα και γεύσεις.
…
Ένας δρόμος (Stradun ή Placa, κατά τους ντόπιους) μήκους 300 μ. είναι η μεγάλη περαντζάδα και ενώνει τις δύο βασικές πύλες (Pile και Ploce). Από αυτόν ξεκινούν τα πολλά κάθετα σοκάκια, τα περισσότερα με πολλά σκαλοπάτια. Η κεντρική οδός Stradun είναι ο κύριος ανοιχτός χώρος της, που λειτουργεί σαν ένα είδος πλατείας, χωρίζει την πόλη στα δύο: το βόρειο και το νότιο τμήμα, δείχνοντας ταυτοχρόνως τη συντομότερη διαδρομή μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής πύλης της Πόλης.
Η Stradun δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα εμπορικών συναλλαγών και διευρημένων οικονομικών και κοινωνικών δεσμών μεταξύ των πληθυσμών του μικρού ελληνικού και ρωμαϊκού οικισμού της νησίδας Lave (Laus), και του μεγαλύτερου κροατικού (σλαβικού) οικισμού της ενδοχώρας. Οι δύο πληθυσμιακές ομάδες έσμιξαν, και ήδη από το 12ο αιώνα ισχυρότερο ήταν το κροατικό-σλαβικό στοιχείο της πόλης, ενώ από το 14ο αιώνα επικράτησε οριστικά. Στα τέλη του 11ου αιώνα το ρηχό κανάλι που χώριζε τους οικισμούς σκεπάστηκε με χώμα για να δημιουργηθεί κοινός χώρος οικονομικών συναλλαγών. Ο χώρος απέκτησε την σωστή του λειτουργεία στα τέλη του 12ου αιώνα, όταν οι δύο οικισμοί περιβλήθηκαν με ένα τοίχος και ενώθηκαν σε μία πόλη. Ο δρόμος λιθοστρώθηκε το 1468. Το λιθόστρωτο αυτό είναι σήμερα γυαλισμένο από τη χρήση, και λάμπει αντανακλώντας το φώς σαν να ήταν γυαλί. Αξιοσημείωτο είναι και το σχέδιο που δημιουργούν τα πλακάκια του λιθόστρωτου: το ψαροκόκαλο που σε ένα μισό του δρόμου οδηγεί πρός τη μία, και στο άλλο πρός την άλλη κατεύθυνση. Στο σημείο επαφής των δύο σχεδίων υπάρχει μικρός ορθογώνιος λίθος σφηνωμένος στο οδόστρωμα, το μοναδικό διαφορετικό κομμάτι ολόκληρου του σχεδίου.
…
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο παραμένουν τα τείχη και η κυκλική διαδρομή που μπορείς να κάνεις γύρω από την πόλη που ξεκινά πάνω από το μικρό λιμανάκι και το εσωτερικό της πόλης και συνεχίζει για το υπόλοιπο κομμάτι της δίπλα από τη θάλασσα. Αν σκεφτείς κανείς ότι το ύψος τους σε κάποια σημεία φτάνει τα 25 μέτρα, γίνεται αντιληπτό πόσο θεαματική είναι η θέα και οι εναλλαγές της άλλοτε προς τις κεραμοσκεπές και άλλοτε προς την Αδριατική.
Τα τείχη είναι χτισμένα σε διαφορετικές περιόδους -από τον 12ο μέχρι και τον 17ο αιώνα- και η ιστορία της κατασκευής τους είναι ταυτοχρόνως και η ιστορία της εξέλιξης της πόλης, που τη σημερινή της μορφή απέκτησε τον 13ο αιώνα. Τα τείχη εκσυγχρονίζονταν συστηματικά μέχρι το 1660, όταν ολοκληρώθηκαν έργα και στον τελευταίο Προμαχώνα του Αγίου Στεφάνου, στο νότιο τμήμα των τειχών. Τα τείχη έχουν μήκος 1940 μέτρα και συμπεριλαμβάνουν και έξι πύργους, τρία φρούρια, έξι προμαχώνες, δύο γωνιακά οχυρώματα, τρία προχώματα με σειρές πυργίσκων, τρεις τάφρους, δύο πλάγια φρούρια, έναν κυματοθραύστη και δύο κρεμαστές γέφυρες.
Ανατολικά των τειχών της Πόλης, μπροστά από την είσοδό της πύλης Ploče (Πλότσε), βρίσκεται το φρούριο Revelin (Ρεβέλιν). Πρωτοχτίστηκε το 1463, την εποχή που υπήρχε συνεχής κίνδυνος εισβολής των Οθωμανών, για την ενίσχυση της άμυνας των ανατολικών εισόδων της Πόλης και του λιμανιού. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη rivellino ή revellino, έναν όρο της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής που αναφέρεται σε φρούριο χτισμένο απέναντι από το πιο αδύνατο σημείο της άμυνας μιας πόλης, ή απέναντι από την είσοδο της πόλης για να ενισχύσει την αμυντική της δύναμη. Συγκεκριμένα, περί τα τέλη του 15ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Ιερού Συνασπισμού, επιδεινώθηκε ο κίνδυνος εισβολής των Ενετών και δημιουργήθηκε ανάγκη για ενίσχυση των αδύναμων σημείων του οχυρωματικού συγκροτήματος. Η Γερουσία προσκάλεσε τον Antonio Ferramolino, έμπειρο τεχνίτη κατασκευής φρουρίων στην υπηρεσία του γενοβεζικού ναυάρχου Andrea Doria, έμπιστου φίλου της Δημοκρατίας του Ντούμπροβνικ. Το 1538, η Γερουσία ενέκρινε τα σχέδια του Ferramolino για ένα καινούργιο, ισχυρότερο φρούριο. Τα έργα κατασκευής του φρουρίου σταμάτησαν πολλά άλλα έργα στην πόλη, και ολοκληρώθηκαν 11 χρόνια αργότερα (το 1549). Το εσωτερικό του φρουρίου και οι εξωτερικοί του χώροι σήμερα φιλοξενούν εκθέσεις, δεξιώσεις και γάμους, αλλά και τις συναυλίες της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντούμπροβνικ και τις παραστάσεις του Καλοκαιρινού Φεστιβάλ της πόλης (Dubrovačke ljetne igre).
…
Και λίγη ιστορική αναδρομή
Σύμφωνα με το θρύλο, η απαρχή της ιστορίας της πόλης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καταστροφή της αρχαίας πόλης της Επιδαύρου (στην περιοχή της σημερινής πόλης του Cavtat-Τσάβτατ) όταν οι πρόσφυγές της κατέφυγαν σε έναν βράχο ονόματι Laus ή Raus, και ίδρυσαν εκεί την πόλη του Ντουμπρόβνικ. Η στρατηγική του θέση προσέφερε δυνατότητα εξαιρετικού ελέγχου των πλοίων, που έπλεαν στις θαλάσσιες οδούς της ανατολικής Αδριατικής και ήταν γνωστή ήδη από την αρχαιότητα. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως ένα κέρμα του 4ου ή του 3ου π.Χ. αιώνα, που μαρτυρά την ύπαρξη οικισμού ήδη την Ελληνιστική εποχή. Επιπλέον, και άλλα αρχαιολογικά δεδομένα, νομισματικά και επιγραφικά ευρήματα της Ρωμαϊκής εποχής, δείχνουν συνεχόμενη κατοίκηση της περιοχής της μεσαιωνικής πόλης.
Όταν έπεσε το Βασίλειο των Οστρογότθων η πόλη έγινε Προτεκτοράτο στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, σύμφωνα με τους Μεσαιωνικούς συγγραφείς ο πληθυσμός της ήταν Ρωμαικός. Τον 12ο και τον 13ο αιώνα το Ντούμπροβνικ έγινε ολιγαρχική δημοκρατία, είχε πολλά κέρδη σαν εμπορικό φυλάκιο των Σέρβων μετά την Συνθήκη που υπέγραψε ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος.
Μετά τις Σταυροφορίες το Ντούμπροβνικ κατακτήθηκε από την Δημοκρατία της Βενετίας (1250-1358), καθιέρωσε τα καθεστώτα της στην Δαλματική πόλη. Η Ραγούζα αγόρασε το νησί του Λάστοβο από τον βασιλιά της Σερβίας Στέφανο Ούρο Α΄ που είχε δικαιώματα στο νησί σαν κυβερνήτης της Ζαχλουμίας. Μετά την καταστροφή της από φωτιά (16 Αυγούστου 1296) οικοδομήθηκε ξανά με νέο αστικό σχέδιο.
Με την Συνθήκη της Ζάνταρ (1358) το Ντούμπροβνικ απέκτησε την ανεξαρτησία του ξανά σαν υποτελές στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Από τον 14ο αιώνα το Ντούμπροβνικ ήταν ανεξάρτητο κράτος αν και ήταν υποτελές στην Οθωμανική αυτοκρατορία και πλήρωνε ετήσιο φόρο στον Σουλτάνο. Η Δημοκρατία του Ντούμπροβνικ έφτασε στο μέγιστο της ακμή της τον 15ο αιώνα και τον 16ο αιώνα όταν η θαλασσοκρατία της ανταγωνιζόταν την Δημοκρατία της Βενετίας και τις υπόλοιπες μεγάλες Ιταλικές ναυτικές δυνάμεις.
Η Δημοκρατία βαθμιαία παρήκμασε μετά από μια κρίση στη Μεσογειακή ναυτιλία και τον καταστροφικό σεισμό του 1667 που σκότωσε πάνω από 5.000 κατοίκους και ισοπέδωσε τα περισσότερα δημόσια κτίρια, αφανίζοντας την ευημερία της Δημοκρατίας. Το 1699 η Δημοκρατία πούλησε δύο ηπειρωτικά κομμάτια των εδαφών της στους Οθωμανούς για να αποφύγει τη σύγκρουση με τις προελαύνουσες δυνάμεις της Βενετίας. Σήμερα αυτή η λωρίδα γης ανήκει στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και είναι η μοναδική άμεση πρόσβαση της χώρας αυτής στην Αδριατική.
Το 1808 ο Στρατηγός Μαρμόν κατάργησε τη δημοκρατία και ενσωμάτωσε τα εδάφη της αρχικά στο Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας και αργότερα στις Ιλλυρικές επαρχίες υπό Γαλλική διοίκηση. Αυτό επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι τις 28 Ιανουαρίου 1814, όταν η πόλη παραδόθηκε στον Πλοίαρχο Σερ Γουίλιαμ Χοστ, που ηγείτο σώματος Βρετανικών και Αυστριακών στρατευμάτων, που πολιορκούσαν το φρούριο.
Όταν η Αυτοκρατορία των Αψβούργων προσάρτησε αυτές τις επαρχίες μετά το Συνέδριο της Βιέννης το 1815, οι νέες αρχές εφάρμοσαν μια γραφειοκρατική διοίκηση και ίδρυσαν το Βασίλειο της Δαλματίας, που είχε τη δική του Βουλή, με έδρα την πόλη του Ζάνταρ, Με την πτώση της Αυστροουγγαρίας το 1918 η πόλη ενσωματώθηκε στο νέο Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (αργότερα Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας). Το όνομα της πόλης άλλαξε επίσημα από Ραγούζα σε Ντούμπροβνικ.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε τμήμα του σύμμαχου των Ναζί Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας, κατεχόμενο αρχικά από τον Ιταλικό και από το Γερμανικό στρατό μετά τις 8 Σεπτεμβρίου 1943. Τον Οκτώβριο του 1944 μπήκαν στο Ντούμπροβνικ οι Παρτιζάνοι του Τίτο και στη συνέχεια αποτέλεσε τμήμα της Κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας.
Το 1991 η Κροατία και η Σλοβενία, που τότε ήταν δημοκρατίες εντός της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Συγχρόνως η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κροατίας μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Κροατίας.
Την 1η Οκτωβρίου 1991 το Ντούμπροβνικ δέχθηκε την επίθεση του ΓΛΣ με μια πολιορκία που κράτησε επτά μήνες. Η βαρύτερη επίθεση πυροβολικού έγινε στις 6 Δεκεμβρίου 1991 με 19 νεκρούς και 60 τραυματίες και έβλαψαν σε κάποιο βαθμό το 56% των κτιρίων του. Μετά το τέλος του πολέμου επισκευάστηκαν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους βομβαρδισμούς της παλιάς πόλης. Ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές της UNESCO οι επισκευές έγιναν στην αρχική μορφή.
*Φωτογραφίες / thecommonsesne?