Θα το ξεκινήσω διαφορετικά· η μάλλον απόλυτα ειλικρινά. Από την πρώτη σκέψη, τον ελεύθερο συνειρμό που έκανα με το που διάβασα την είδηση του θανάτου του τσεχοσλοβάκου συγγραφέα Μίλαν Κούντερα, που πέθανε στο Παρίσι, την υιοθετημένη πόλη του, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών.
Στις απαρχές της πανδημίας, σε ένα μαραθώνιο τηλεφώνημα με την Αγλαΐα (Νάκα) που είχε μόλις μετεγκατασταθεί στα Χανιά, κοινώς είχε δραπετεύσει από τη Λάρισα, μου μίλησε για ένα είδος άσκησης. Θα έπρεπε να σκεφτώ και να καταγράψω σε ένα φύλλο χαρτί τις 60 πιο επιδραστικές προσωπικότητες στη ζωή μου. Να αντλήσω από πρόσωπα πραγματικά (γονείς, συγγενείς, φίλους, καθηγητές, μέντορες, συνεργάτες, έρωτες, αγάπες, παιδιά) και από πρόσωπα που με έχουν καθορίσει χωρίς ποτέ να γνωρίσω, εν ζωή ή και μη, μέσα από το έργο τους. Κοινώς, ποιοι είναι τελικά αυτοί που με διαμόρφωσαν;
Συνήθως έχω μια μεγάλη δυσκολία στο να επιλέξω μία απάντηση. Οι χειρότερες μου ερωτήσεις είναι του τύπου «ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι, βιβλίο, νησί, πόλη, χώρα… κτλ., κτλ. Ένιωθα πάντα πως έχοντας μόνο μια επιλογή, απορρίπτω πολλές άλλες, και ότι δεν μπορούσα να αποφασίσω τι μου αρέσει πιο πολύ, γιατί μπορεί να μου αρέσουν εξίσου πολλά, διαφορετικά και για διαφορετικούς λόγους. Δεν υπήρξα λοιπόν ποτέ groupy…
Αλλά με το περιθώριο των 60 επιλογών, με όποια σειρά, ένιωσα σαφώς πιο άνετα.
Και μόλις άρχισα να σκέφτομαι την δεύτερη κατηγορία, ο πρώτος που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο Κούντερα. Αβίαστα, χωρίς δισταγμό· απολαυστικά. Προφανώς, είναι η εξαίρεση στον κανόνα του groupy…
Ο συγγραφέας λοιπόν, του οποίου η μυθοπλασία συχνά συνδύαζε ένα απίθανο μείγμα κωμωδίας και φιλοσοφίας, είχε φτάσει στη Δύση -και στη συνέχεια στη δυτική λογοτεχνική αναγνώριση- αφότου άφησε την γενέτειρά του την Τσεχοσλοβακία, όπου είχε επανειλημμένα έρθει σε αντίθεση με το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα.
Αν και έχω διαβάσει τα άπαντα του, για μένα ένα είναι το βιβλίο σταθμός: «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Βρίσκω συγκλονιστικό τον τίτλο, την σύλληψη, τη διαπραγμάτευση ανάμεσα στο βαρύ και το ελαφρύ, το είναι, τον έρωτα, το es muss sein του καθενός.
Το διάβασα στο πρώτο έτος του πανεπιστήμιου και πολλές φορές έκτοτε. Είναι ίσως το μοναδικό μου βιβλίο που έχει σημειωμένες παραγράφους.
Αυτές τις παραγράφους από το πρώτο τμήμα του βιβλίου με τον τίτλο «Ελαφρότητα και Βάρος» επιλέγω να παραθέσω, εν είδη φόρου τιμής, προσθέτοντας κάποιες ακόμη· αφορά στον Τόμας, τον ένα από τους τέσσερις χαρακτήρες, τον πρώην χειρουργό, που η περιφρόνηση του Κόμματος τον είχε αναγκάσει σε ένα νέο επάγγελμα, να πλένει παράθυρα ενώ ταυτόχρονα ερωτεύεται την Τερέζα.
…
Ελαφρότητα και βάρος
1
Η αιώνια επιστροφή είναι ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε, με την ιδέα αυτή, έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση: σκέψου δηλαδή ότι μια μέρα όλα πρόκειται να επαναληφθούν όπως ήδη τα έχουμε ζήσει και ότι ακόμα και η επανάληψη αυτή θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα! Τι πάει να πει αυτός ο χωρίς νόημα μύθος;
Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής μας λέει, αρνητικά, ότι η ζωή που μια για πάντα θα εξαφανιστεί και δεν θα θα ξαναέρθει, μοιάζει με μια σκιά, ότι δεν έχει βάρος, ότι ήδη από σήμερα είναι πεθαμένη, κι ότι όσο άσπλαχνη, όσο ωραία, όσο λαμπερή κι είναι, αυτή η ομορφιά, αυτή η φρίκη, αυτή λαμπρότητα, δεν έχουν κανένα νόημα. Γι’ αυτό ο Νίτσε ονόμασε την ιδέα της αιώνιας επιστροφής το βαρύτερο από τα βάρη (« das grösste Schwergewicht »).
2
Το πιο βαρύ φορτίο μας συνθλίβει, μας κάνει να λυγίζουμε κάτω από αυτό, μας πιέζει στο έδαφος. Αλλά, στην ερωτική ποίηση κάθε εποχής η γυναίκα επιθυμεί να δεχτεί το φορτίο του ανδρικού κορμιού. Το βαρύτερο από τα βάρη είναι επομένως ταυτόχρονα μια εικόνα της πιο έντονης ζωικής εκπλήρωσης. Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο, όσο πιο κοντά έρχεται η ζωή μας στη γη, τόσο είναι πιο αληθινή και πραγματική.
Σε αντιστάθμισμα, η ολική απουσία του φορτίου κάνει το ανθρώπινο ον να γίνεται πιο ελαφρύ απ΄τον άνεμο, να πετάει, ν΄ απομακρύνεται από τη γη, απ΄ το γήινο είναι, να μην είναι μόνο κατά το ήμισυ αληθινό και οι κινήσεις του να είναι εξίσου ελεύθερες, όσο και χωρίς σημασία.
Λοιπόν, τι να διαλέξει κανείς; Το βάρος ή την ελαφρότητα;
Πρόκειται για το ερώτημα που έθεσε ο Παρμενίδης τον 6ο αιώνα προ Χριστού. Κατ΄ αυτόν, το σύμπαν είναι χωρισμένο σε ζεύγη αντιθέτων: το φως-το σκοτάδι, το παχύ-το λεπτό, το ζεστό-το κρύο, το είναι -το μη είναι. Θεωρούσε ότι ο ένας από τους πόλους της αντίφασης είναι θετικός (το φωτεινό, το ζεστό, το λεπτό, το είναι), ο άλλος αρνητικός. Αυτός ο διαχωρισμός σε πόλους, θετικό και αρνητικό, μπορεί να μας φανεί παιδαριωδώς εύκολος. Εκτός από μία περίπτωση: τι είναι θετικό, το βάρος ή η ελαφρότητα;
Ο Παρμενίδης απαντούσε: το ελαφρύ είναι το θετικό, το βάρος το αρνητικό.
Είχε δίκιο ή όχι; Ιδού η απορία. Ένα πράγμα είναι βέβαιο. Η αντίφαση βαρύ-ελαφρύ είναι η πιο μυστηριώδης και η πιο διφορούμενη από όλες τις αντιφάσεις.
3
Είναι χρόνια τώρα που σκέφτομαι τον Τόμας. Μόνο όμως υπό το φως αυτών των συλλογισμών τον είδα καθαρά για πρώτη φορά. Τον βλέπω όρθιο, όρθιο μπροστά σε ένα από τα παράθυρα του διαμερίσματος του, με τα μάτια καρφωμένα στην άλλη μεριά της αυλής, στον τοίχο του απέναντι κτιρίου, να μην ξέρει τι πρέπει να κάνει.
Είχε γνωριστεί με την Τερέζα τρεις εβδομάδες περίπου νωρίτερα σε μια μικρή πόλη της Βοημίας. Είχαν περάσει μια ώρα μόλις μαζί. Τον είχε συνοδεύσει στο σταθμό και είχε μείνει μαζί του ως τη στιγμή που ανέβηκε στο τρένο. Καμιά δεκαριά μέρες αργότερα ήρθε να τον δει στην Πράγα. Έκαναν αμέσως έρωτα, την ίδια εκείνη μέρα. Στα μισά της νύχτας της ήρθε μια κρίση πυρετού και έμεινε στο σπίτι του μια βδομάδα με γρίπη.
Ένιωσε τότε μια ανεξήγητη αγάπη γι’ αυτό το κορίτσι που ελάχιστα γνώριζε. Του φαινόταν σαν ένα παιδί που το είχαν βάλει μέσα σε ένα καλάθι πασαλειμμένο με πίσσα και το είχαν αφήσει στα νερά ενός ποταμού για να το τραβήξει εκείνος στην όχθη του κρεβατιού του.
Έμεινε στο σπίτι του μια βδομάδα, και έπειτα, μόλις έγινε καλά, γύρισε στην πόλη όπου κατοικούσε, 200 χιλιόμετρα μακριά από την Πράγα. Και εδώ ακριβώς τοποθετείται η στιγμή για την οποία μιλούσα και όπου βλέπω το κλειδί της ζωής του Τόμας: στέκεται όρθιος μπροστά στο παράθυρο, με τα μάτια καρφωμένα στην άλλη μεριά της αυλής, στον τοίχο του απέναντι κτιρίου, και σκέφτεται:
Πρέπει να της προτείνει να έρθει να εγκατασταθεί στην Πράγα; Αυτή η ευθύνη τον τρομοκρατεί. Αν την καλέσει σπίτι του τώρα, θα έρθει να τον συναντήσει για να του προσφέρει όλη της τη ζωή.
Ή μήπως καλύτερα, πρέπει να παραιτηθεί από την ιδέα αυτή; Τότε η Τερέζα θα μείνει σερβιτόρα σε μια μπυραρία, κάπου στην επαρχία, και δεν θα την ξαναδεί ποτέ.
Θέλει εκείνος να έρθει να τον συναντήσει, ναι ή όχι;
Κοιτάζει την αυλή, με τα μάτια καρφωμένα στον απέναντι τοίχο, και ψάχνει μια απάντηση.
Συνέχεια, ξανά και ξανά του έρχεται η εικόνα αυτής της γυναίκας ξαπλωμένη στο ντιβάνι του και δεν του θυμίζει κανέναν από την αλλοτινή του ζωή. Δεν είναι ούτε μια ερωμένη ούτε μια σύζυγος. Ήταν ένα παιδί που είχε βγει από ένα καλάθι πασαλειμμένο με πίσσα και αυτός το είχε ακουμπήσει στην όχθη του κρεβατιού του. Εκείνη είχε αποκοιμηθεί. Εκείνος γονάτισε δίπλα της. Η αναπνοή της ήταν γρήγορη από τον πυρετό και ακουγόταν ένας ελάχιστος αναστεναγμός. Ακούμπησε το πρόσωπο του στο δικό της και της ψιθύρισε λόγια καθησυχαστικά μέσα στον ύπνο της. Σε ένα λεπτό, του φάνηκε ότι η αναπνοή της γινόταν πιο ήρεμη και ότι από το πρόσωπο της στρεφόταν μηχανικά προς το διό του. Αισθανόταν στα χείλια της την λίγο πικρή μυρωδιά του πυρετού και την ρουφούσε σαν να ήθελε να ποτιστεί με την οικειότητα του κορμιού της. Τότε φαντάστηκε ότι εκείνη βρισκόταν στο σπίτι του από πολλά χρόνια και ότι ήταν ετοιμοθάνατη. Ξαφνικά, του φάνηκε καθαρά ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει μετά το θάνατο της. Θα ξάπλωνε στο πλευρό της, να πεθάνει μαζί της. Έχωσε το πρόσωπο του μέσα στο μαξιλάρι δίπλα στο δικό της και έμεινε για πολύ ώρα έτσι.
Τώρα, είναι όρθιος το παράθυρο και ξανά φέρνει στο νου του αυτή τη στιγμή. Τι άλλο μπορεί να ήταν, παρά ο έρωτας, που ήρθε έτσι να του δώσει την γνωριμία του;
Ήταν, όμως, ο έρωτας; Είχε πειστεί ότι ήθελε να πεθάνει στο πλευρό της, και το συναίσθημα αυτό ήταν φανερά υπερβολικό: δεν την έβλεπε παρά για δεύτερη φορά στη ζωή του! Δεν ήταν μάλλον υστερική αντίδραση ενός άντρα που, καταλαβαίνοντας στα τρίσβαθα του την ανικανότητα του να προσαρμοστεί στον έρωτα, αρχίζει να παίζει στον ίδιο του τον εαυτό του την κωμωδία του έρωτα; Ταυτόχρονα, το υποσυνείδητο του ήταν τόσο δειλό, που διάλεγε για την κωμωδία του, αυτή την κακομοίρα την σερβιτόρα της επαρχίας που, ουσιαστικά, δεν είχε καμία πιθανότητα να μπει στη ζωή του!
Κοίταξε τους βρώμικους τοίχους της αυλής και καταλάβαινε πως δεν ήξερε αν επρόκειτο για υστερία για έρωτα.
Και, σε αυτήν την κατάσταση όπου ένας αληθινός άντρας θα γνώριζε αμέσως πώς να αντιδράσει, τα βάζει με τον εαυτό του που δίσταζε και στερούσε έτσι από την ωραιότερη στιγμή της ζωής του (βρίσκεται γονατιστός το προσκέφαλο της κοπέλας, σίγουρος ότι δεν μπορεί να επιζήσει του θανάτου της) όλη της τη σημασία.
Φόρτωνε τον εαυτό του με κατηγορίες, αλλά κατέληξε ότι στο βάθος ήταν πολύ φυσικό να μην ξέρει τι θέλει.
Δεν μπορεί κανείς πότε να ξέρει αυτό που πρέπει να θέλει, γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν μπορούμε ούτε να τη συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές ούτε να την επανορθώσουμε σε ζωές επερχόμενες.
Είναι καλύτερα να μείνει με την Τερέζα ή να μείνει μόνος;
Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να εξακριβωθεί ποια απόφαση είναι η καλή γιατί δεν υπάρχει κανένα μέτρο σύγκρισης. Είναι σαν να έμπαινε ένας ηθοποιός στη σκηνή χωρίς ποτέ άλλοτε να είχε κάνει μια πρόβα. Αλλά τι μπορεί να αξίζει η ζωή αν η πρώτη πρόβα της ζωής δεν είναι πάρα η ίδια η ζωή; Αυτό είναι που κάνει τη ζωή να μοιάζει πάντα με σκιαγράφημα. Αλλά ακόμα και το «σκιαγράφημα» δεν είναι η σωστή λέξη, γιατί ένα σκιαγράφημα είναι πάντοτε το προσχέδιο κάποιου πράγματος, η προετοιμασία ενός πίνακα, ενώ το σκιαγράφημα που είναι η ζωή μας δεν είναι για τίποτα προσχέδιο, είναι ένα προσχέδιο χωρίς πίνακα.
Ο Τόμας επαναλαμβάνει στον εαυτό του την γερμανική παροιμία: einmai ist keinmal, μια φορά δε μετράει, μια φορά είναι ποτέ. Το να μην μπορείς να ζήσεις παρά μόνο μια ζωή είναι σα να μην την ζεις καθόλου.
4
Μια μέρα, όμως, στο διάλειμμα, ανάμεσα σε δύο εγχειρήσεις, μια νοσοκόμα τον ειδοποίησε ότι ήταν ζητούσαν στο τηλέφωνο. Γνώρισε τη φωνή της Τερέζας στο ακουστικό. Τηλεφωνούσε από το σταθμό. Χάρηκε.
Την παραμονή ακόμα, είχε φοβηθεί μήπως εκείνη ερχόταν να του προσφέρει όλη της τη ζωή, αν τυχόν την καλούσε σπίτι του στην Πράγα. Τώρα, ακούγοντας την να του αναγγέλλει πως η βαλίτσα της ήταν στο σταθμό, σκέφτηκε ότι είχε βάλει τη ζωή της μέσα σε εκείνη την βαλίτσα και ότι την είχε αφήσει στο σταθμό περιμένοντας να του την προσφέρει.
Ανέβηκε μαζί της στο αυτοκίνητο του που ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο κτίριο, πήγε στο σταθμό, πήρε τη βαλίτσα (ήταν φουσκωμένη και πάρα πολύ βαριά) και την έφερε στο σπίτι του, μαζί με την Τερέζα.
Πως έγινε και το αποφάσισε τόσο γρήγορα, ενώ έχει αντίσταση περίπου 15 μέρες και δεν της είχε δώσει ούτε σημείο ζωής;
Παραξενευόταν και ο ίδιος. Ενεργούσε αντίθετα με τις αρχές του. Εδώ και 10 χρόνια, όταν είχε χωρίσει με την πρώτη του γυναίκα, είχε ζήσει το διαζύγιο του σε μια χαρμόσυνη ατμόσφαιρα, όπως άλλοι γιορτάζουν το γάμο τους. Είχε τότε καταλάβει ότι δεν ήταν γεννημένος για να ζει στο πλευρό μιας γυναίκας, όποια κι αν ήταν αυτή, και ότι δεν μπορούσε να είναι πραγματικά ο εαυτός του παρά μόνο σαν εργένης. Φρόντισε λοιπόν προσεκτικά, να ρυθμίσει το σύστημα της ζωής του με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί ποτέ να έρθει μια γυναίκα με μια βαλίτσα να εγκατασταθεί στο σπίτι του.
Εντούτοις, αυτή εδώ τη φορά κοιμήθηκε πλάι της. Το πρωί, όταν ξύπνησε, παρατήρησε ότι η Τερέζα που κοιμόταν ακόμα, τον κρατούσε από το χέρι. Είχαν άραγε μείνει έτσι κρατημένοι από τα χέρια όλη τη νύχτα; Του φαινόταν δύσκολο να το πιστέψει.
Ανέπνεε βαθιά στον ύπνο της, τον κρατούσε από το χέρι (σφιχτά, δεν μπορούσε να ελευθερώσει το χέρι του) και η πολύ βαριά βαλίτσα ήταν ακουμπισμένη στην άκρη του κρεβατιού του.
Δεν τολμούσε να τραβήξει το χέρι του από φόβο μην την ξυπνήσει και γύρισε πολύ προσεκτικά στο πλάι για να μπορεί να την παρατηρεί με την άνεση του.
Για μια φορά ακόμα, είπε μέσα του ότι η Τερέζα ήταν ένα παιδί που το είχαν βάλει σε ένα καλάθι πασαλειμμένο με πίσσα και το είχαν αφήσει πάνω στο νερό. Πως μπορείς να αφήσεις πάνω στα αγριεμένα νερά ενός ποταμού το καλάθι όπου φωλιάζει ένα παιδί! Αν η κόρη του Φαραώ δεν είχε τραβήξει από το νερό το καλάθι του μικρού Μωυσή, δεν θα είχαν υπάρξει Παλαιά Διαθήκη και όλος ο πολιτισμός μας! Υπάρχει, στην αρχή τόσων και τόσων αρχαίων μύθων, κάποιος που σώζει ένα εγκαταλειμμένο παιδί. Αν ο Πολύβιος δεν είχε μάζεψε τον μικρό Οιδίποδα, ο Σοφοκλής δεν θα είχε γράψει την καλύτερη τραγωδία του!
Ο Τόμας δεν καταλάβαινε τότε ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνο πράγμα. Δεν παίζει κανείς με τις μεταφορές. Ο έρωτας μπορεί να γεννηθεί από μια μεταφορά και μόνον.
5
Μια Κυριακή, που η μητέρα είχε την τελευταία στιγμή ματαίωση μια βόλτα με το γιο του, αποφάσισε ότι δεν θα τον έβλεπε ποτέ πια στη ζωή του. Άλλωστε, γιατί να ήταν δεμένος με αυτό το παιδί, περισσότερο απ’ ότι με κάποιο άλλο; Δεν του συνέβη τίποτα περισσότερο από μια απρόσεκτη νύχτα.
Προφανώς, κανένας δεν ήτανε έτοιμος να δεχτεί μια τέτοια συλλογιστική. Οι ίδιοι γονείς του τον καταδίκασαν και δήλωσαν ότι αν ο Τόμας αρνιόταν ενδιαφερθεί για το γιο του, εκείνοι, οι γονείς του Τόμας, θα σταματούσαν επίσης να ενδιαφέρονται για το δικό τους. Συνέχισε λοιπόν να διατηρούν με την νύφη του σχέσεις μιας πεισματικής εγκαρδιότητας, και καυχιόταν στο δικό τους περιβάλλον για την υποδειγματική τους στάση και το αίσθημα της δικαιοσύνης που τους διέκρινε.
Κατάφερε, λοιπόν, μέσα σε πολύ λίγο διάστημα να απαλλαγεί από μια σύζυγο, έναν γιο, μια μητέρα και έναν πατέρα. Δεν του είχε μείνει πάρα ο φόβος των γυναικών. Τις επιθυμούσε, αλλά τον τρομοκρατούσαν. Ανάμεσα στο φόβο και στην επιθυμία, έπρεπε να βρει ένα συμβιβασμό: ήταν αυτό που ονόμαζε «ερωτική φιλιά». Διαβεβαιώνει της ερωμένες του πως μόνο μια σχέση που είναι απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς, και όπου κανένας δεν προβάλλει δικαιώματα στη ζωή και την ελευθερία του άλλου, μπορεί να κάνει και τους δύο ευτυχισμένους.
Από όλες τις φίλες του, η Σαμπίνα ήταν που τον καταλάβαινε καλύτερα. Ήταν ζωγράφος. Έλεγε: «Σ’ αγαπάω γιατί είσαι το άκρο αντίθετο του κιτς. Στο βασίλειο του κιτς, θα ήσουν ένα τέρας. Δεν υπάρχει ούτε ένα σενάριο αμερικανικό ή ρωσικού φιλμ όπου θα μπορούσες να ήσουν τίποτα άλλο από μια περίπτωση αποκρουστική».
Ήταν λοιπόν από την Σαμπίνα που ζήτησε να τον βοηθήσει να βρει Τερέζα μια δουλειά στην Πράγα. Όπως απαιτούσαν οι άγραφοι κανόνες της ερωτικής φιλίας, εκείνη του υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορούσε και, πράγματι, δεν άργησε να ανακαλύψει μια θέση στο φωτογραφικό ατελιέ ενός εβδομαδιαίου περιοδικού.
6
Οι άγραφη σύμβαση της ερωτικής φιλίας απαιτούσε να αποκλείεται ο έρωτας απ’ τη ζωή του Τόμας. Αν εκείνος ανέτρεπε την προϋπόθεση αυτή, οι άλλες ερωμένες του θα βρισκόταν μέσα σε μια θέση υποταγής και θα είχαν επαναστατήσει.
Βρήκε λοιπόν στην Τερέζα ένα δωμάτιο που υπενοίκιασε και όπου έπρεπε να μεταφέρει την βαριά βαλίτσα της. Ήθελε να άγρυπνα επάνω της, να την προστατεύει, να χαίρεται για την παρουσία της, αλλά δεν ένιωθε καμιά ανάγκη να αλλάξει τον τρόπο ζωής του. Επίσης, δεν ήθελε να ξέρει κανείς ότι κοιμόταν στο σπίτι του. Ο μοιρασμένος ύπνος ήταν το σώμα του εγκλήματος του έρωτα.
Ο Τόμας έλεγε μέσα του: να ξαπλώνεις με μια γυναίκα και να κοιμάσαι μαζί της, να δύο πάθη όχι μόνο διαφορετικά αλλά και αντιφατικά σχεδόν. Ο έρωτας δεν εκδηλώνεται με την επιθυμία να κάνεις έρωτα (αυτή η επιθυμία ταιριάζει σε αναρίθμητο πλήθος γυναικών) αλλά με την επιθυμία του μοιρασμένου ύπνου (αυτή η επιθυμία δεν αφορά παρά μία και μόνη γυναίκα).
8
Την ημέρα προσπαθούσε (χωρίς όμως στην πραγματικότητα να το καταφέρνει) να πιστεύει αυτά που της έλεγε ο Τόμας και να είναι χαρούμενη όπως ήταν πάντα μέχρι τότε. Αλλά η ζήλια, δαμασμένη την ημέρα, εκδηλωνόταν ακόμα πιο βίαιη στα όνειρα της, που τελείωναν πάντα πάντοτε μέσα σε λυγμούς, τους οποίους εκείνος δεν μπορούσε να σταματήσει, παρά μόνο ξυπνώντας την.
9
Όλες οι λατινογείς γλώσσες σχηματίζουν τη λέξη συμπόνοια με την πρόθεση «συν» (com-) και την ρίζα «πόνος». Σε άλλες γλώσσες, παραδείγματος χάριν στα τσέχικα, στα πολωνικά, στα γερμανικά, στα σουηδικά, η λέξη αυτή αποδίδεται με ένα ουσιαστικό που σχηματίζεται από το αντίστοιχο πρώτο συνθετικό ακολουθούμενο από την λέξη «αίσθημα» (στα τσέχικα: soy-cut, στα πολωνικά: wspol-czucie, στα γερμανικά: mit-gefühl, στα σουηδικά: med-känsla).
Στις λατινογενείς γλώσσες η λέξη συμπόνια σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει με κρύα καρδιά τον πόνο του πλησίον του. Με άλλα λόγια: τρέφει συμπόνια για κάποιον που πάσχει. Μια άλλη λέξη, που έχει περίπου το ίδιο νόημα, ο οίκτος (αγγλικά pity, ιταλικά poets κτλ.), υπονοεί κιόλας ένα είδος επιείκειας προς το άτομο που υποφέρει. Το να έχει κανείς οίκτο για μια γυναίκα, σημαίνει να είναι πιο σωστά τοποθετημένος από αυτήν, να σκύβει, να χαμηλώνει ως αυτήν.
Αυτός είναι ο λόγος που η λέξη συμπόνια εμπνέει γενικά την δυσπιστία· υποδηλώνει ένα αίσθημα που θεωρείται παρακατιανό, που δεν έχει και πολύ σχέση με τον έρωτα. Το να αγαπάς κάποιον από συμπόνια, δε σημαίνει ότι τον αγαπάς πραγματικά.
Στις γλώσσες που σχηματίζουν τη λέξη συμπόνια όχι με τη ρίζα «πόνος» αλλά με το ουσιαστικό «αίσθημα», η λέξη χρησιμοποιείται λίγο πολύ με την ίδια έννοια, αλλά δύσκολα μπορεί κανείς να πει ότι υποδηλώνει ένα συναίσθημα κακό ή μέτριο. Η μυστική δύναμη της ετυμηγορία της λούζει τη λέξη με ένα άλλο φως και της δίνει μια έννοια πιο πλατιά: το να έχεις συμπόνια (συν-αίσθημα) σημαίνει να μπορείς να ζεις μαζί με τον άλλον την δυστυχία του, αλλά επίσης να νιώθεις μαζί του οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα: την χαρά, την αγωνία, την ευτυχία, τον πόνο. Αυτή εδώ η συμπόνια (με την έννοια της φροντίδας, wspolczucie, mitgefühl) σκιαγραφεί λοιπόν την υψηλότερη δυνατότητα της συναισθηματικής φαντασίας, την τέχνη της τηλεπάθειας των συγκινήσεων. Στην ιεραρχία των συναισθημάτων, είναι το ύψιστο συναίσθημα.
12
Εκείνος που θέλει να εγκαταλείψει τον τόπο που ζει, δεν είναι ευτυχισμένος. Αυτή η επιθυμία της Τερεζας για μετανάστευση, υπήρξε για τον Τόμας κάτι σαν μια ετυμηγορία. Υπέκυψε και λίγο αργότερα βρέθηκε με την Τερέζα και με τον Καρένιν στην μεγαλύτερη πόλη της Ελβετίας.
13
Βρισκόταν ήδη στην Ζυρίχη έξι ή οκτώ μήνες όταν βρήκε πάνω στο τραπέζι ένα γράμμα, κάποιο βράδυ που γύρισε αργά. Του ανήγγειλε ότι είχε γυρίσει στην Πράγα. Είχε φύγει επειδή δεν είχε τη δύναμη να ζει στο εξωτερικό. Ήξερε ότι εδώ όφειλε να είναι ένα στήριγμα για τον Τόμας και ήξερε επίσης ότι ήταν ανίκανη γι΄ αυτό. Είχε όφελος να πιστέψει ότι ζωή έξω θα την άλλαζε. Είχε φανταστεί ότι μετά από αυτά που είχε ζήσει τις ημέρες της εισβολής δεν θα ήταν πια κακιά, θα ενηλικιώνονταν, θα γινόταν λογική, γενναία, αλλά είχε υπερεκτιμήσει τον εαυτό της, ήταν ένα βάρος για εκείνον και αυτό ήταν ακριβώς που δεν ήθελε. Ήθελε να αναλάβει τις ευθύνες της πριν να είναι πολύ αργά. Και του ζητούσε συγνώμη που είχε πάρει μαζί της τον Καρένιν.
14
Ο έρωτας ανάμεσα σε αυτόν και την Τερέζα ήταν σίγουρα όμορφος, αλλά και τόσο οδυνηρός: έπρεπε πάντοτε να κρύβει κάτι, να υποδύεται, να υποκρίνεται, να διορθώνει, να της αναστηλώνει το ηθικό, να την παρηγορεί, να της αποδεικνύει αδιάκοπα ότι την αγαπούσε, να υφίσταται της μορφή της της ζήλια της, του πόνου της, των ονείρων της, να αισθάνεται ένοχος, να δικαιολογείται και να ζητάει συγνώμη. Τώρα η προσπαθεία έχει εξαφανιστεί και δεν απέμεινε πάρα η ομορφιά.
Είχε ζήσει αλυσοδεμένος με την Τερέζα για επτά χρόνια και εκείνη είχε παρακολουθήσει με το βλέμμα της το κάθε του βήμα. Ήταν σαν να κουβαλούσε βαρίδια που εκείνη του είχε δέσει στους αστραγάλους. Τώρα, το βήμα του γινόταν ξαφνικά πιο ελαφρύ. Πετούσε σχεδόν. Ήταν μέσα στο μαγικό χώρο του Παρμενίδη: γευόταν την γλυκιά ελαφρότητα του είναι.
15
Το Σάββατο και την Κυριακή είχε αισθανθεί την γλυκιά ελαφρότητα του είναι να έρχεται προς αυτόν από τα βάθη του μέλλοντος. Την Δευτέρα, ένιωθε φορτωμένος με ένα βάρος που ποτέ ως τώρα δεν είχε γνωρίσει. Όλοι οι τόνοι σίδερο των ρωσικών τανκς δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό το βάρος. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρύ από την συμπόνια. Ούτε ο ίδιος μας ο πόνος δεν είναι τόσο βαρύς όσο ο πόνος που μοιραζόμαστε με έναν άλλον, για έναν άλλον, στη θέση ενός άλλου, πολλαπλασιασμένος από την φαντασία σε εκατοντάδες αντίλαλους.
Κάκιζε τον εαυτό του, του έδινε την διαταγή να μην υποκύπτει στην συμπόνια και η συμπόνια τον άκουγε σκύβοντας σαν ένοχος το κεφάλι. Η συμπόνια ήξερε ότι έκανε κατάχρηση δικαιώματος, αλλά επέμενε διακριτικά, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα ότι πέντε μέρες μετά την αναχώρηση της Τερέζας, ο Τόμας ανήγγειλε στο διευθυντή της κλινικής (αυτόν τον ίδιο που του τηλεφωνούσε κάθε μέρα στην Πράγα μετά τη ρωσική εισβολή) πως έπρεπε να γυρίσει αμέσως πίσω. Ντρεπόταν. Ήξερε ότι ο διευθυντής θα έβρισκε την συμπεριφορά του ανεύθυνη και ασυγχώρητη. Είχες 1000 φορές την επιθυμία να του τα εμπιστευτεί όλα και να του μιλήσει για την Τερέζα και για το γράμμα που του είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Ο γιατρός δεν θα μπορούσε να δει στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούσε η Τερέζα τίποτα άλλο παρά μια αντιπαθητική, υστερική συμπεριφορά. Και ο Τόμας δεν μπορούσε να επιτρέψει σε κανέναν να σκεφτεί άσχημα για την Τερέζα.
Ο διευθυντής θύμωσε πραγματικά.
Ο Τόμας ύψωσε τους ώμους και είπε: “Es muss sein. Es muss sein”
Ήταν ένας υπαινιγμός. Την τελευταία κίνηση του τελευταίου του κουαρτέτου, ο Μπετόβεν την είχε συνθέσει πάνω σε αυτά τα δύο μοτίβα:
Για να είναι το νόημα αυτών των λέξεων απόλυτα σαφές, ο Μπετόβεν είχε γράψει πάνω από την τελευταία κίνηση, τις λέξεις:
«Der schwer gefasste Entschluss» – η βαριά ζυγισμένη απόφαση.
Η αναφορά στον Μπετόβεν ήταν πραγματικά για τον Τόμας ένας τρόπος να επανέλθει στην Τερέζα, γιατί ήταν εκείνη που τον είχε πιέσει να αγοράσει τους δίσκους με τα κουαρτέτα και την σονάτες του Μπετόβεν. Αυτή η αναφορά ήταν πιο πρόσφορη απ’ όσο φανταζόταν γιατί ο διευθυντής ήταν μουσοτραφής. Με ένα γαλήνιο χαμόγελο, είπε γλυκά, σιγοτραγουδώντας την μελωδία του Μπετόβεν: «Muss es sein?» Πρέπει;
Ο Τόμας είπε ακόμα μια φορά: «Ναι, πρέπει! Ja, es muss sein!».
16
Σε αντίθεση με τον Παρμενίδη, ο Μπετόβεν έμοιαζε να θεωρεί την βαρύτητα σαν κάτι θετικό. «Der schwer gefasste Entschluss» – Η βαριά ζυγισμένη απόφαση είναι συνδεδεμένη με την φωνή του πεπρωμένου («Es muss sein» η βαρύτητα, η ανάγκη και η αξία είναι τρεις έννοιες στενά και βαθιά ενωμένες: δεν είναι βαρύ πάρα αυτό που είναι αναγκαίο, δεν έχει αξία παρά μόνον ότι βαραίνει).
Αυτή η πεποίθηση γεννιέται από την μουσική του Μπετόβεν και παρόλο που είναι δυνατό (αν όχι πιθανό) η ευθύνη για αυτό να ανήκει μάλλον στους ερμηνευτές του Μπετόβεν πάρα στον ίδιο τον συνθέτη, όλοι την συμμεριζόμαστε λίγο-πολύ σήμερα: για εμάς, αυτό που κάνει το μεγαλείο του ανθρώπου, είναι ότι φέρει το πεπρωμένο του όπως ο Άτλας έφερε στους ώμους του το θόλο του ουρανού. Ο ήρωας του Μπετόβεν είναι ένας αρσιβαρίστας που σηκώνει βάρη μεταφυσικά.
«Es muss sein! Πρέπει!» έλεγε συνέχεια μέσα του ο Τόμας, αλλά σύντομα άρχισε να αμφιβάλλει: αλήθεια έπρεπε;
Ναι, θα του ήταν αβάστακτο να μείνει στη Ζυρίχη και να φαντάζεται την Τερέζα μόνη της στην Πράγα. Πόσο καιρό όμως θα τον είχε βασανίσει η συμπόνια; Όλη του τη ζωή; Έναν ολόκληρο χρόνο; Έναν μήνα; Η μια εβδομάδα μόλις;
Πως θα μπορούσα να το μάθει; Πως θα μπορούσε να το εξακριβώσει;
Οποιοσδήποτε φοιτητής της φυσικής μπορεί πειραματικά να διερευνήσει την ακρίβεια μιας επιστημονικής υπόθεσης. Ο άνθρωπος όμως καθώς δεν έχει παρά μία και μόνο ζωή, δεν έχει καμιά δυνατότητα να ξέρει ακριβώς την υπόθεση μέσα από την εμπειρία, έτσι ώστε ποτέ να μην μπορεί να μάθει αν έχει δίκιο η άδικο να υπακούσει στο συναίσθημα του.
Όλα αυτά του στριφογυρίζουν στο μυαλό όταν άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Ο Καρένιν πήδηξε στο πρόσωπο του, και αυτό διευκόλυνε τη στιγμή της συνάντησης. Η λαχτάρα του να ριχτεί στην αγκαλιά της Τερέζας (αυτή η λαχτάρα που την δοκίμαζε ακόμα τη στιγμή που μπήκε στο αυτοκίνητο του στην Ζυρίχη) είχε εξανεμιστεί. Την αντίκριζε στη μέση μιας κοιλάδας σκεπασμένης από χιόνια και έτρεμαν και οι δυο τους από το κρύο.
17
Γύριζε από το ένα πλευρό στο άλλο, δίπλα στην κοιμισμένη Τερέζα, και σκεφτόταν αυτό που εκείνη του είχε πει κάποια χρόνια πριν ανάμεσα σε μερικές άλλες άσχετες κουβέντες. Μιλούσαν για τον φίλο του Ζ. και εκείνη είχε δηλώσει: «αν δε σε είχα συναντήσει θα τον είχα σίγουρα ερωτευτεί».
Τότε, λοιπόν, τα λόγια αυτά είχαν βοηθήσει τον Τόμας σε μια παράξενη μελαγχολία. Στην πραγματικότητα είχε ξαφνικά συνειδητοποιήσει ότι ήταν θέμα τύχης που η Τερέζα είχε ερωτευτεί εκείνον και όχι τον φίλο του Ζ. Ότι έξω από τον πραγματοποιημένο έρωτα της για τον Τόμας, υπήρχε στο βασίλειο των πιθανοτήτων ένας άπειρος αριθμός απραγματοποίητων ερωτών για άλλους άντρες.
Όλοι θεωρούμε αδιανόητο το ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα· φανταζόμαστε ότι ο έρωτας μας είναι αυτό που έπρεπε να είναι· ότι χωρίς αυτόν η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν αυτοπροσώπως, σκυθρωπός και αναμαλλιασμένος, παίζει το δικό του «Es muss sein!» για τον μεγάλο έρωτα μας.
Ο Τόμας θυμόταν την παρατήρηση της Τερέζας για τον φίλο του Ζ. και διαπίστωνε ότι η ερωτική ιστορία της ζωής του δεν στηριζόταν πάνω στο «Es muss sein!» αλλά μάλλον στο «Es könnte such anders sein»: θα μπορούσε κιόλας να συμβεί διαφορετικά…
Εφτά χρόνια πριν, είχε εκδηλωθεί κατά τύχη ένα δύσκολο κρούσμα μηνιγγίτιδας στο νοσοκομείο της πόλης όπου κατοικούσε η Τερέζα, και είχε κληθεί επειγόντως να γνωμάτευσει ο επικεφαλής της ομάδας όπου δούλευε ο Τόμας. Κατά τύχη, όμως, ο επικεφαλής της ομάδας είχε ισχιαλγία, δεν μπορούσε να κουνήσει, και είχε στείλει τον Τόμας στη θέση του, σ’ αυτό το επαρχιακό νοσοκομείο. Υπήρχαν πέντε ξενοδοχεία στην πόλη, αλλά ο Τόμας είχε κατά τύχη πάει σε εκείνο που εργαζόταν η Τερέζα. Κατά τύχη είχε ένα λεπτό καιρό πριν φύγει το τρένο και είχε πάει να καθίσει στο εστιατόριο. Η Τερέζα ήταν κατά τύχη της υπηρεσίας και σέρβιρε κατά τύχη στο τραπέζι του Τόμας. Είχαν χρειαστεί λοιπόν μια σειρά από έξι κατά τύχη για να σπρώξουν τον Τόμας προς την Τερέζα, λες και αν περνούσε από το δικό του χέρι, τίποτα δεν θα τον είχε οδηγήσει κοντά της.
Είχε επιστρέψει στη Βοημία εξαιτίας της. Μια τόσο μοιραία απόφαση ξεκινούσε από έναν έρωτα τόσο συμπτωματικό που δεν θα είχε καν υπάρξει αν ο επικεφαλής της ομάδας δεν είχε πάθει ισχιαλγία επτά χρόνια πριν. Και αυτή η γυναίκα, αυτή η ενσάρκωση του απόλυτα τυχαίου, ήταν τώρα ξαπλωμένη στο πλευρό του και ανέπνεε βαθιά μέσα στον ύπνο της.
Ήταν πολύ αργά. Ο Τόμας αισθανόταν ότι άρχιζε να τον πονάει το στομάχι του, όπως ακριβώς του συνέβαινε σε στιγμές υπερβολικής έντασης.
Η αναπνοή της Τερέζας άλλαξε μια δυο φορές σε ελαφρύ ροχαλητό. Ο Τόμας δεν ένιωθε πια την παραμικρή συμπόνια. Δεν ένιωθε παρά μόνο ένα πράγμα: μια πίεση και ένα κενό στο στομάχι και την απελπισία της επιστροφής.
…
Υ.Γ. Αυτές τις μέρες που το ξαναδιάβασα, συνειδητοποίησα ότι πλέον μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση «ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο»…