Η αλλιώς «Να σου κάνω μια ερώτηση;»
…
Τα βιβλιοπωλεία μου θύμιζαν πάντα μικρές αίθουσες τέχνης. Σαν μουσεία ή πινακοθήκες pocket για καθημερινή χρήση. Ακόμα και στην πιο πολυσύχναστη αγορά όταν μπεις σε ένα βιβλιοπωλείο οι ρυθμοί πέφτουνε. Επικρατεί ησυχία, οι άνθρωποι είναι απορροφημένοι ο καθένας στο βιβλίο που κρατάει στα χέρια του και ακόμα και αν πας για κάτι συγκεκριμένο βρίσκεσαι τελικά να ξεναγείσαι για ώρες στους διαδρόμους ανακαλύπτοντας συνέχεια καινούρια αναγνώσματα που σε κάνουν να αμφισβητείς και την πρώτη επιλογή και τις επιλογές του μπάτζετ που έχεις θέσει εξ αρχής.
Αυτή ήταν μια τέτοια μέρα, μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο ψάχνοντας ένα μυθιστόρημα. Είχα κάνει μια τελική τριάδα στο μυαλό μου αλλά συνέχιζα να ψάχνω μανιωδώς. Ήθελα να βρω ένα βιβλίο με έναν ΜΕΓΑΛΟ έρωτα, με ένα ΤΕΛΕΙΟ καλοκαίρι, με μια ΥΠΕΡΟΧΗ παρέα κλπ κλπ. τα ήθελα όλα στον υπερθετικό. Από ένα βιβλίο τα ήθελες όλα αυτά θα μου πεις; Αυτό με έβαλε κι εμένα σε σκέψεις θα σου απαντήσω.
Παρατήρησα ότι ήθελα από ένα βιβλίο να μου δείξει την ζωή στα καλύτερα της. Τέλεια και μεγαλόπρεπη! Άρχισα να σκέφτομαι αυτό που συχνά πυκνά ερχόταν στον μυαλό μου τους τελευταίους μήνες και πολλές φορές συζητούσα με καλούς φίλους και φίλες. Μήπως τελικά από την λογοτεχνία προσπαθούμε να ρουφήξουμε στιγμές μιας αβίωτης, ιδεατής ζωής; Και αν ναι, όταν τελειώσει το βιβλίο πώς συνεχίζουμε; Πώς γυρνάμε στις δικές μας ζωές; Οι μοιραίες συναντήσεις, οι συμβουλές από έναν ξένο που σου αλλάζουν την ζωή, σοφοί γέροντες που αφήνουν το καταστάλαγμα τους με μια φράση μόνο, η ποιητικότητα μιας συννεφιασμένης μέρας. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΣΤ’ΑΛΗΘΕΙΑ; Εντάξει η τέχνη είναι τέχνη και δίνει την ζωή στην πιο ενδιαφέρουσα μορφή της, ακόμα και το να λιώνεις στον καναπέ με τον ανεμιστήρα φαίνεται ποιητικό αλλά και πάλι.
«Μπορώ να σας βοηθήσω;» οι σκέψεις μου διακόπηκαν βίαια. Που κι αυτό ποιητικά το περιγράφω! Στην πραγματικότητα απλά σταμάτησα να σκέφτομαι και γύρισα σε αυτόν που μου μιλούσε! Θεέ μου δύναμη που έχουν οι λέξεις και οι περιγραφές ακόμη κι εδώ!
Στο θέμα μας. Αυτός που μου μιλούσε ήταν ο Θοδωρής (μετά θα το μάθαινα) ένας από τους τρεις ανθρώπους που δούλευαν εκεί. Φαινόταν οργανωμένος και συγκροτημένος. Στην ερώτηση αν χρειάζομαι βοήθεια ενώ σχεδόν ποτέ δεν χρειάζομαι, σχεδόν πάντα απαντάω ναι. Δεν μπορώ αντισταθώ στο να με ξεναγήσει κάποιος σε καινούρια βιβλία, είναι σαν να μου μιλάει για ταξίδια.
Ο Θοδωρής είχε μια μεθοδικότητα με την οποία ανέλυε τα πράγματα. Όταν κατάλαβε την υπερβολή που θα ήθελα να έχει το μυθιστόρημα που θα διαβάσω, κυρίως ως προς τον έρωτα, ξεκίνησε όντως να μου αναλύει πολλά βιβλία που περιγράφουν μεγάλους έρωτες. Με τον ίδιο συγκροτημένο τρόπο, λες και μου κάνει πολιτική ανάλυση. Το μυαλό μου πάλι άρχισε να ξεφεύγει.
«Να σας ρωτήσω κάτι;» του λέω.
ΕΡΩΤΗΣΗ: «Τα βιβλία μας φορτώνουν προσδοκίες που τελικά μας απογοητεύουν ή όνειρα που μας εμπνέουν για την πραγματική ζωή;»
Ξεκίνησε πολύ γρήγορα να απαντάει χωρίς να χάσει το συγκροτημένο και επαγγελματικό του ύφος.
«Εξαρτάται τον αναγνώστη, δεν ξέρω να σας πω. Δηλαδή αν ρωτάτε εμένα είμαι μάλλον στην δεύτερη κατηγορία, είναι ωραίο να ταξιδεύεις με ένα βιβλίο και να βλέπεις αλλιώς τα πράγματα.»
Παύση. Η αλλαγή του φάνηκε από τα μάτια.
Συνέχισε πιο αργά.
«Εντάξει τώρα όταν τελειώνω μερικές φορές ένα βιβλίο και μετά σκέφτομαι τι βαρετή ζωή που ζω με πιάνει μια νοσταλγία»
Παύση. Πιο αργά.
«Μια μελαγχολία»
Παύση.
«Αλλά από την άλλη κι αυτά είναι συναισθήματα που πρέπει να υπάρχουν.»
Στεκόταν πλέον απέναντί μου σχεδόν απογοητευμένος.
Τι είχα κάνει; Του έβαλα στο μυαλό μια σκέψη που δεν είχε, μια σκέψη που πολύ πιθανόν θα του αλλάξει εντελώς τον τρόπο που θα διαβάσει το επόμενο μυθιστόρημα.
Ένιωσα σαν να του είπα ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης.
Έφυγε με συνοπτικές διαδικασίες, το ίδιο κι εγώ, κρατώντας στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα του Γκαμπριελ Γκαρσια Μαρκες ο οποίος ξέρει τουλάχιστον από μεγάλους έρωτες.
*Φωτογραφεία εξωφύλλου: Βιβλιοπωλείο στο Λονδίνο που καταστράφηκε από αεροπορική επιδρομή, 1940 / pinterest