Ή αλλιώς… να σου κάνω μια ερώτηση;
…
Κυριακή, το μεσοκαλόκαιρο.
Αυτή η μέρα θα μπορούσε να έχει αυτόν τον τίτλο αν ήταν πίνακας ζωγραφικής, μυθιστόρημα ή φωτογραφία. Πολλή ζέστη, πολύς κόσμος, καυτός ήλιος, τζιτζίκια, θάλασσα κι ένας ιδρωμένος και κατακόκκινος σερβιτόρος να τριγυρνάει ανάμεσα στις ξαπλώστρες χαμογελαστός.
Χαμογελαστός.
Γύρω γύρω τα μπάνια του λαού και όπου εξυπηρετεί αυτός κυριλέ εστιατόριο.
Τον παρατηρούσα εδώ και λίγα λεπτά, αφιέρωνε αρκετή ώρα για να ενημερώσει για την τιμή της ξαπλώστρας, να πληρωθεί και στη συνέχεια να πάρει την παραγγελία για καφέδες, νερά και οτιδήποτε. Μιλούσε ήρεμα και ευγενικά, έκανε σε κάθε παρέα ένα έξυπνο σχόλιο να σπάσει ο πάγος, είχε λαμπερά μάτια και μια ιδιαίτερη φροντίδα για όλους.
Σαν να μην πηγαινοερχόταν 300 φορές, στην άμμο, στου 45 βαθμούς κελσίου.
Αναρωτήθηκα τι τον έκανε να είναι τόσο ανέμελος, τόσο δοτικός στις ανάγκες των άλλων και καθόλου μίζερος ή νευρικός, στοιχεία που σίγουρα οι συνθήκες της δουλειάς, του δικαιολογούσαν.
Η ηλικία με απασχολούσε εδώ και μέρες. Παρατηρούσα τους ανθρώπους και σκεφτόμουνα πόσο χρονών μπορεί να είναι ο καθένας, τι να έχει ζήσει, πώς νιώθει που είναι σε αυτή την ηλικία και τι λέει το «ταμείο» του.
Είναι εντάξει με τον χρόνο όπως τον έχει αξιοποιήσει μέχρι τώρα; Την νιώθει την ηλικία και αν ναι, πώς την νιώθει;
Ήταν η εβδομάδα των γενεθλίων μου και όπως κάθε χρόνο με απασχολούσε πολύ πώς ένα νούμερο που δεν νιώθουμε καθόλου οικείο σε μας, ταυτόχρονα είναι τόσο προσωπικό μας χαρακτηριστικό.
Έχουμε συνείδηση του αριθμού που παπαγαλίζουμε κάθε φορά που μας ρωτάνε πόσο χρονών είμαστε; Μας καθορίζει όντως αυτό; Ή μέσα μας, όλοι νιώθουμε απατεώνες κάθε φορά που λέμε μια ηλικία που δεν νιώθουμε καθόλου και γελάμε κρυφά όταν την προφέρουμε;
Κάηκα, και δεν ήταν από την ζέστη.
Μπροστά μας έφτασε ο χαμογελαστός σερβιτόρος. Μας ζήτησε ευγενικά να τον πληρώσουμε και μας απολογήθηκε χιουμοριστικά που δεν πρόλαβε αυτός να μας φέρει τον καφέ αλλά ήδη είχαμε μόνοι μας αγοράσει από το μαγαζί. Χαλαρά μας έδωσε εναλλακτική «δεν πειράζει όμως, εγώ εδώ θα είμαι, μπορεί να χρειαστείτε κάτι άλλο στη συνέχεια»
Και το εννοούσε!
Τρελάθηκα. Πόσο χρονών είναι ρε γαμώτο και μπορεί να είναι τόσο χαλαρός και ανέμελος;
Το γιατί συνέδεσα την χαλαρότητα και ανεμελιά με την ηλικία τόσο αυθόρμητά, ε φαντάζομαι έχει να κάνει με το ότι… μεγάλωνα;
Εκείνη την βδομάδα;
Σαφέστατα.
«Να σου κάνω μια ερώτηση;» του λέω.
Φαίνεται να περνούν διάφορα πράγματα από το μυαλό του και κυρίως μήπως έχει γίνει κάτι που μας έχει δυσαρεστήσει σαν πελάτες.
«ναι βεβαίως» μου απαντάει.
Ερώτηση: «Πόσο χρονών είσαι και πώς νιώθεις γι’ αυτό;»
Σάστισε και χαμογέλασε.
«εεε είμαι 21 (παύση) και πώς νιώθω γι’ αυτό; Ελευθερία, απόλυτη ελευθερία, χαλαρά, καμία έγνοια. Πήρα και την μηχανή μου τώρα (δείχνει προς τα πάνω στον δρόμο) καινούρια, δούλεψα και την πήρα. Έλεγα να μαζέψω λεφτά και για ένα αυτοκίνητο αλλά μια χαρά βολεύομαι ακόμα το παλιό του μπαμπά μου».
«Ε, νιώθω σαν να μου παίρνουν συνέντευξη τώρα» γελάει.
«Το χειμώνα ετοιμάζω κι ένα ταξιδάκι, Θεσσαλονίκη και Άμστερνταμ» το τονίζει το δεύτερο, χαμογελάει και λάμπουν τα μάτια του ακόμα περισσότερο.
«Μαζεύω λεφτά και τον χειμώνα, δουλεύω Σαββατοκύριακα σε γάμους, γιατί σπουδάζω». Σταματάει για λίγο.
«Δεν με νοιάζει τίποτα» ολοκληρώνει με ένα χαμόγελο, το πιο χαμογελένιο απ’ όλα.
Αχ φαίνεται ρε Αλέξανδρε, φαίνεται και ζηλεύω ήθελα να του πω.
Αντί γι’ αυτό του είπα μόνο ευχαριστώ.
Συνειδητοποίησα ότι μου είχε μεταδώσει το χαμόγελο.
Ήταν 21 δούλευε χειμώνα-καλοκαίρι και δούλευε για τα ωραία της ζωής, τα ταξίδια, την μηχανή, ό,τι αποζητά. Τα κέρδιζε και τα ευχαριστιόταν.
Ήταν εντάξει να έχει το παλιό αυτοκίνητο του μπαμπά του και έκανε με το παραπάνω αυτά που κοινωνικά έχουν καθιερωθεί στην ηλικία των 21.
Σπούδαζε και έβγαζε χαρτζιλίκι.
Με τον κόπο του.
Ζήλεψα τους ανοιχτούς ορίζοντες που ξεδιπλωνόταν μπροστά του.
Ζήλεψα που το να σπουδάζει τον έκανε υπέρ αρκετό και το να δουλεύει τον έκανε πανάξιο.
Ζήλεψα που έφτανε η δουλειά του για να κάνει τα έξτρα της ζωής του, αυτά που επιθυμεί και όχι απλά να επιβιώνει.
Ζήλεψα που σε αυτή την ηλικία το αντικείμενο της δουλειάς δεν είναι μέσο κοινωνικής καταξίωσης ή επιτυχίας.
Ζήλεψα που είναι εντάξει να έχει το παλιό αυτοκίνητο του μπαμπά του χωρίς να αναρωτιέται κρυφά αν είναι αποτυχημένος που δεν μπορεί να αγοράσει ένα καινούριο.
Ζήλεψα που το σώμα του άντεχε να περπατάει στον καύσωνα χωρίς να γίνεται κουρέλι, που η καρδιά του ήταν ανοιχτή και το μυαλό του ξεκούραστο.
Ζήλεψα που δεν ήταν μπροστά σε μεγάλα σταυροδρόμια που κάθε απόφαση θα επηρεάσει καταλυτικά την ζωή του.
Θα μου πεις όλοι οι 21χρονοι είναι έτσι; Όχι. Σαφώς. Η βιωμένη εμπειρία της ζωής είναι τόσο μοναδική στον κάθε άνθρωπο ακόμα και στην ίδια ηλικία. Εξάλλου είναι τόσοι πολλοί οι παράγοντες εκτός απ’ αυτήν, που επηρεάζει την πραγματικότητα του καθένα.
Έπιασα όμως τον εαυτό μου να πιάνεται με νύχια και με δόντια από την ανεμελιά αυτού του ωραίου τύπου, ούσα στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο άξια στην ηλικία του και ίσως πολύ λιγότερο ανέμελη.
Γιατί τώρα μπορεί κοιτώντας πίσω να αναγνωρίζω την ανεμελιά των 21 μου χρόνων αλλά τότε δεν την βίωνα ως τέτοια, έχοντας τις αναζητήσεις, τις ανασφάλειες και τα αιτούμενα της ζωής που τότε φαινόταν επιτακτικά.
Ίσως στην πραγματικότητα δεν νιώθουμε την ηλικία μας και την καταλαβαίνουμε μόνο γυρνώντας και κοιτώντας πίσω.
Ίσως δέκα χρόνια μετά, κοιτώντας πίσω να καταλάβω ότι τα 35 ήταν μια ανέμελη ηλικία. Ίσως τότε με ύφος περισπούδαστο να λέω σε κάποιον 35άρη ότι είναι ακόμα νέος και έχει όλη την ζωή μπροστά του να ζήσει όπως έχει ονειρευτεί και μέχρι τότε να έχω ξεχάσει το άγχος των καθοριστικών αποφάσεων αυτής της ηλικίας ή τον θόρυβο των κοινωνικών πρέπει που είναι εκκωφαντικός. Ίσως να έχω ξεχάσει ότι με τους συνομήλικους ανταλλάσσουμε την κούραση μας από εξαντλητικές ώρες δουλειάς που δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε πολλά από αυτά που επιθυμούμε.
Και τότε με περισπούδαστο ύφος θα λέω «α ρε εγώ στην ηλικία σας» και δεν θα το εννοώ, γιατί μέσα μου θα ξέρω.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: pinterest