Αν ψάξουμε στο λεξικό το λήμμα performance θα βρούμε ότι στα ελληνικά ο όρος αποδίδεται με τα αντίστοιχα «παράσταση», «ερμηνεία», «εκτέλεση», «απαγγελία» που τελούν υπό μία ενιαία εννοιολογική ομπρέλα, αλλά και ως «συμπεριφορά», «απόδοση», «επίδοση» που συγκλίνουν σε μία άλλη. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για το είδος μιας δημόσιας παρουσίας και στη δεύτερη για το ποιοτικό και απολογιστικό της αποτέλεσμα.
Στην εποχή που ζούμε η performance αποτελεί ένα νέο είδος τέχνης στο οποίο συνήθως συμπεριλαμβάνονται πολλά επιμέρους, ας σκεφτούμε το καλλιτεχνικό έργο της Μαρίνα Αμπράμοβιτς για να το αποκωδικοποιήσουμε καλύτερα, και παράλληλα ένα νέο είδος πολιτικού όντος, στο οποίο η δημόσια και δη πολιτική σκέψη, παρουσία, τακτική, συμπεριφορά συνοδεύεται από το περιτύλιγμα μιας επικοινωνιακής επιλογής και στρατηγικής η οποία τείνει να υπερκαλύπτει, να εξαφανίζει ή ακόμη και μην έχει ανάγκη την ίδια την ουσία της όποιας πολιτικής θέσης.
Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, υπήρξαμε θεατές σε δύο δωρεάν performances, κατά την κορύφωσή τους και με ίδια πάνω κάτω διάρκεια. Του Κασσελάκη και του Μητσοτάκη. Ο πρώτος εμφανίστηκε ως κομήτης στην ελληνική πολιτική σκηνή εδώ και περίπου ένα μήνα· πρώτη φορά βέβαια το όνομά του συνδέθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ στο ψηφοδέλτιο επικρατείας στις προ τριμήνου εκλογές, αλλά κανείς τότε δεν έδωσε σημασία. Ο δεύτερος κυριαρχεί εδώ και χρόνια· προ τριμήνου πήρε το συγκλονιστικό ποσοστό της επανεκλογής του, και τον τελευταίο μήνα ήρθε αντιμέτωπος με καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες.
Τι παράσταση έδωσαν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο;
Ο πρώτος σαρώνοντας στον πρώτο γύρο των εσωκομματικών εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ. Ο δεύτερος δίνοντας την κρίσιμη ομιλία και συνέντευξη Τύπου στα πλαίσια της ΔΕΘ. Μετά την καταστροφή. Ακριβώς αμέσως μετά. Έχοντας να επιτελέσει μια πολύ δύσκολη performance, που περιλάμβανε ακροβατικές κινήσεις ισορροπίας σε τόσο τεντωμένο σκοινί που ήταν έτοιμο ανά πάσα στιγμή να σπάσει. Αρκούσε μια λάθος αναπνοή· ίσως ακόμη και μια λάθος γκριμάτσα· ίσως ακόμη και ένα παραπάνω «πετάρισμα» των βλεφάρων.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι και οι δύο είχαν αρκετά επιτυχημένες performances. Επικοινωνιακά απέδωσαν για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Μα πως γίνεται να κερδίζεις τις εντυπώσεις, να πείθεις ακροατήρια, να περνάς μαζικά το μήνυμά σου, το «ηγεμονικό» κατά τις πολιτιστικές επιστήμες, χωρίς να έχεις κάτι επί της ουσίας να πεις;
Η επικοινωνία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη συμπεριφορά και στις κοινωνικές δομές σε σημείο που θεωρείται ως μια τελετουργική διαδικασία που δεν μπορεί να αποσπαστεί από τα συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, ενώ αποτελεί το θεμέλιο λίθο για τη διερεύνηση της μαζικής επικοινωνίας και κουλτούρας που απασχόλησαν τις πολιτιστικές επιστήμες είτε μέσω της στρουκτουραλιστικής προσέγγισης (που προέρχεται από την κοινωνιολογία), είτε της συμπεριφοριστικής (που προέρχεται από την ψυχολογία) ή της πολιτιστικής (που προέρχεται από τις ανθρωπιστικές επιστήμες). Όταν μιλάμε δε για «μαζική επικοινωνία», αναφερόμαστε σε μια δυναμική διαδικασία μεταξύ πομπού και δέκτη, μηνύματος και «θορύβου» που το συνοδεύει που ξεπερνά τα στενά όρια των ΜΜΕ, παραδοσιακά και διαδικτυακά, και διαμορφώνεται από το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον, τον τρόπο ζωής μας και τη κοινωνία στο σύνολό της, χωρίς να δημιουργεί μια ομοιόμορφη επικοινωνιακή εμπειρία για όλους μας.
Για την μαζική επικοινωνία, κουλτούρα και τον ρόλο των ΜΜΕ, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κάνοντας την απαραίτητη γενίκευση για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου, συγκρούστηκαν δύο βασικά ερμηνευτικά ρεύματα. Αυτό της αριστερής κριτικής προσέγγισης με αυτό των πλουραλιστικών θεωριών.
Θα μπορούσαμε να το σχηματοποιήσουμε στην ακόλουθη αντιστοίχιση. Όπου Κασσελάκης βάζουμε τις αριστερές θεωρίες και όπου Μητσοτάκης τις πλουραλιστικές, δηλαδή τις φιλελεύθερες. Ακριβώς δηλαδή σαν τους ιδεολογικούς χώρους που οι δύο πρωταγωνιστές εκπροσωπούν στην ελληνική πολιτική σκηνή όπου ο καθένας δίνει την δική του performance.
Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση Κασσελάκη είναι η απόλυτη ανατροπή στον ελληνικό αριστερό χώρο στον οποίο κυριάρχησε κατά τη διεκδίκηση και επικράτηση στον αγώνα για την προεδρία του κυρίαρχου κόμματος της Αριστεράς στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενος τα εργαλεία της μαζικής επικοινωνίας που η αριστερή κριτική προσέγγιση αντιπάλεψε τόσο έντονα κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Πρόκειται για θεωρίες σχετικά με την μαζική επικοινωνία, τα ΜΜΕ, την μαζική και δημοφιλή (ποπ) κουλτούρα, οι οποίες διαμορφώθηκαν ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, την εποχή της νεωτερικότητας ως απόρροια της βιομηχανικής επανάστασης, καθώς η ανάπτυξη της τεχνολογίας επέφερε την ανάπτυξη νέων μέσων επικοινωνίας με αποτέλεσμα η δημοφιλής κουλτούρα να εξαπλωθεί ραγδαία. (Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η έννοια της μαζικής ή ποπ κουλτούρας υπήρξε αρχικά ιδιαιτέρως αρνητικά φορτισμένη καθώς θεωρήθηκε από κριτικούς, δημοσιογράφους και διανοούμενους – κυρίως των κόλπων της αριστεράς -, ως υποβαθμισμένη, μη ποιοτική· στον αντίποδα της τοποθετήθηκε η υψηλή κουλτούρα, που συχνά ταυτίστηκε με την υψηλή τέχνη).
Οι θεωρίες που δημιούργησαν την παραδοσιακή ιδέα περί χειραγώγησης του κοινού από τη δημοφιλή κουλτούρα προέρχονται κατεξοχήν από αριστερούς κύκλους που στηρίχθηκαν στο μαρξιστικό μοντέλο.
Συνοπτικά η αριστερή κριτική προσέγγιση θεωρεί ότι η βιομηχανική κουλτούρα είναι μια αντιλαϊκή κουλτούρα, καθώς το κοινό δημιουργείται και χειραγωγείται από την πολιτισμική βιομηχανία και τα προϊόντα της, τα οποία προϊόντα της περιέχουν προφανή και λανθάνοντα μηνύματα. Υποβάλλοντας μια ιδεολογία που φυσικοποιεί και νομιμοποιεί την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, δημιουργεί ένα παθητικό και εύπιστο κοινό. Είναι μια εφήμερη και ρηχή/επιφανειακή κουλτούρα, της οποίας το κεντρικό μήνυμα είναι πάντα η κατανάλωση. Το σημείο αναφοράς δε της κριτικής προσέγγισης των αριστερών διανοούμενων του 20ου αιώνα αποτελούν οι απόψεις των φιλοσόφων της Σχολής της Φρανκφούρτης.
Η σχολή της Φρανκφούρτης είχε ενσωματώσει μερικές από τις απόψεις για τη μαζική κουλτούρα που συζητήθηκαν στις μαρξιστικές-νεομαρξιστικές προσεγγίσεις, ισχυριζόμενη ότι τα ΜΜΕ θέτουν εμπόδια στην ικανότητα του προλεταριάτου να δημιουργήσει τη δική του πολιτική συνείδηση. Και ενώ για τον Μάρξ η οικονομική μεταβολή οδηγούσε τελικά στην επανάσταση και την χειραφέτηση, για τον Adorno, τον βασικό εκφραστή της Σχολής, δημιουργούσε μαζική εξαπάτηση και κυριαρχία στον ύστερο καπιταλισμό, διατηρώντας το κύρος και την εξουσία των ελίτ, τον κομφορμισμό και μια απο-πολιτικοποιημένη εργατική τάξη.
Αντιθέτως, οι πλουραλιστικές θεωρίες πρότειναν μια κοινωνία χωρίς συγκρούσεις και ανισότητες, όπου ό καθένας καταναλώνει την κουλτούρα που επιλέγει και του αξίζει. Χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία πλουραλιστική και τονίζουν ότι οι διαφορετικές κατηγορίες κουλτούρας είναι ισότιμες καθώς ικανοποιούν τις ανάγκες διαφορετικών ομάδων κοινού. Τέλος αισιοδοξούν θεωρώντας ότι η δημοφιλής κουλτούρα θα τείνει να φθίνει καθώς συνεχώς θα βελτιώνεται το οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων.
Σε αυτό το σημείο, γίνεται εμφανές το οξύμωρο στην περίπτωση Κασσελάκη. Αυτόν που διεκδικεί την ηγεμονία της ελληνικής αριστεράς και πετυχαίνει να μεταδώσει το μήνυμα του το οποίο χαίρει μαζικής αποδοχής σε ένα κοινό που έχει γαλουχηθεί με τις θεωρίες της αριστερής κριτικής που οφείλει να αντιστέκεται σε όποιο μήνυμα της μαζικής επικοινωνίας με εργαλεία μαζικής επικοινωνίας στην εποχή της μετανεωτερικότητας. Και το καταφέρνει ικανοποιώντας διαφορετικές κατηγορίες κουλτούρας και διαφορετικές ανάγκες ομάδων κοινών στους κόλπους της αριστεράς, αποδεικνύοντας ότι οι πλουραλιστικές θεωρίες επικρατούν και εξουδετερώνουν τις αριστερές.
Για την περίπτωση του Μητσοτάκη, τα πράγματα είναι λιγότερο μπερδεμένα, καθώς ο πρωταγωνιστής και το πλειοψηφικό μαζικό κοινό βρίσκονται στο ίδιο ιδεολογικό μετερίζι. Το πλουραλιστικό. Το φιλελεύθερο. Το καπιταλιστικό.
Ο Μητσοτάκης λοιπόν ακροβάτησε και δεν γκρεμοτσακίστηκε. Τα κατάφερε όχι γιατί είχε ένα ξεκάθαρο και δυνατό μήνυμα να μεταδώσει ως πομπός, αλλά γιατί διαχειρίστηκε τον θόρυβο. «Θόρυβος» στα μοντέλα ανάλυσης των πολιτιστικών επιστημών είναι όλα όσα συνυπάρχουν γύρω από το βασικό μήνυμα· αυτά που προέρχονται από το «τώρα» του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι και τείνουν να αλλοιώσουν, υπερκαλύψουν, αποδυναμώσουν το κυρίαρχο μήνυμα.
Ο ένας έδωσε μια παράσταση παίζοντας το λάθος ρόλο στο λάθος κοινό και είχε μια καλή performance υπό την ετυμολογική έννοια της επίδοσης/απόδοσης. Ο άλλος έπαιξε μπροστά στο σωστό κοινό και πέτυχε το ίδιο. Και οι δύο κέρδισαν επί της διαδικασίας. Κανείς από τους δύο τους όμως δεν το κατάφερε λόγω του δυνατού μηνύματός που αποφάσισε να εκπέμψει.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Ο Philippe Petit έκανε τη βόλτα του ανάμεσα στους πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου πριν από 40 χρόνια / Wikimedia Commons