Το 1991, τη χρονιά που τελειώνει η εποχή του Ψυχρού Πολέμου με τη διάλυση της ΕΣΣΔ – ο όρος (cold war) καταγράφεται για πρώτη φορά από τον Τζωρτζ Όργουελ στο δοκίμιο του με τίτλο You and the Atomic Bomb το οποίο δημοσιεύθηκε στη βρετανική εφημερίδα Tribune στις 19 Οκτωβρίου 1945 και θεωρητικά σηματοδοτεί την έναρξή του -, στην Ελλάδα βιώνουμε ένα πρωτοφανές γεγονός· μια πραγματικά επιτυχημένη κωμική σειρά οι Απαράδεκτοι εμφανίζεται στην νεοσύστατη ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, η οποία επισήμως ξεκινά την πορεία της τον Ιούλιο του 1989 από την κυβέρνηση Τζαννετάκη (συνεργασία ΝΔ – ΣΥΝ) που ψήφισε το σχετικό νόμο. Τρεισήμισυ μήνες περίπου αργότερα – όσο κράτησε και η ως άνω κυβέρνηση -, στις 9 Νοεμβρίου του 1989 πέφτει το Τείχος του Βερολίνου και στις 20 Νοεμβρίου ξεκινά τη λειτουργία του ο πρώτος ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός στην Ελλάδα, το Mega Channel.
Μια νέα εποχή ξεκινά.
Στο συλλογικό ελληνικό ασυνείδητο η εποχή καταγράφεται μέσα από την επαναλαμβανόμενη ατάκα του Σπύρου Παπαδόπουλου «Τι έγινε ρε παιδιά» κατά τα 46 επεισόδια των Απαράδεκτων στις δύο σεζόν 1991-1992 και 1992-1993.
Πριν προλάβουμε να εντοπίσουμε το νοητικό άλμα που συνδέει κοσμοϊστορικά γεγονότα που καθόρισαν την σύγχρονη παγκόσμια γεωπολιτική και πολιτική ιστορία με την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα μας και πόσο μάλλον με μία ατάκα μιας έστω υπερδημοφιλούς σειράς, μπορούμε να πάρουμε μια ανάσα, να κάνουμε ένα βήμα πίσω και θυμηθούμε αφενός τη δύναμη της ποπ κουλτούρας, που διαμορφώνεται πάντα εντώς των ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών πλαισίων της εκάστοτε εποχής, και αφετέρου να χρησιμοποιήσουμε σχηματικά τα εν λόγω ορόσημα προκειμένου να αντιληφθούμε τις παράλληλες ή αποκλίνουσες πορείες που δημιουργούν συγκοινωνούντα δοχεία, και ίσως έτσι καταφέρουμε να απαντήσουμε στο διαρκές σάστισμα του Σπύρου Παπαδόπουλου σχετικά με το τι συμβαίνει.
Η μετά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εποχή σε παγκόσμιο επίπεδο σηματοδοτείται έντονα από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου που διαρκεί, όπως είπαμε, από το 1945 έως το 1991, όπου και επέρχεται η μεγάλη τομή στην πολιτική ιστορία του δυτικού κόσμου. Στην Ελλάδα, αυτή η χρονική περίοδος τέμνεται το 1974 με την πτώση της χούντας και από το 1975 βιώνουμε στη χώρα την εποχή της μεταπολίτευσης, η οποία αντί να ολοκληρώσει τον κύκλο της με την έναρξη της δεκαετίας του ΄90 και να συντονιστεί με την υπόλοιπη Δύση, περιορίζεται σε μικρές τομές/επαναστάσεις όπως η εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης λόγου χάριν, και παραμένει μέχρι σήμερα εγκλωβισμένη στον μεταπολιτευτικό της εαυτό, με αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να εξακολουθεί να αναρωτιέται στο διηνεκές «Τι έγινε ρε παιδιά;».
Το κύριο χαρακτηριστικό της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα είναι η διαπραγμάτευση της ελληνικής κοινωνίας με τον χώρο της Αριστεράς. Παρόλο που ζήσαμε την επέλαση του φαινομένου του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ και του νέου πολιτικού διπόλου που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτού και της ΝΔ που κυριάρχησε και διαμόρφωσε τον σύγχρονο δικομματισμό έτσι όπως τον βιώσαμε μέχρι το 2012, η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να βιώνει το σύμπλεγμα της Αριστεράς, που ταυτόχρονα συντηρήθηκε αφενός από το αφήγημα του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς και αφετέρου από την μη ευκαιρία μιας αριστερής κυβέρνησης να πρωταγωνιστήσει· η τετραετία 2015-2019 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να εκτονώσει το φορτίο της Μεταπολίτευσης, καθώς συνέπεσε με την Τρόικα, τους εταίρους και τα μνημόνια.
Το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινής γνώμης που εκδηλώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες σε υπερθετικό βαθμό γύρω από την εμφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη και τις εσωκομματικές εκλογές στο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που συνέβη ταυτόχρονα με τις πρωτοφανείς καταστροφικές πλημμύρες που παρέλυσαν ολόκληρη τη χώρα και ανέδειξαν τις αστοχίες και τις ανεπάρκειες του επιτελικού κράτους της δεξιάς, επιβεβαιώνουν τον παραπάνω συλλογισμό.
Είναι σαν στην Ελλάδα η Δεξιά να μην μπορεί να προσδιοριστεί και αυτοπροσδιοριστεί, οριοθετηθεί και αυτοοριοθετηθεί στην ελληνική κοινωνία χωρίς το αντίπαλον δέος της Αριστεράς. Όπως δεν μπορεί να οριστεί το καλό χωρίς το κακό, το φως χωρίς σκοτάδι το φως και ούτω καθεξής.
Αυτό όμως που δεν έχει γίνει σε καμία περίπτωση αντιληπτό στην ελληνική κοινωνία είναι ότι το δίπολο δεξιάς-αριστεράς, απόρροια του δομικού διπόλου καπιταλισμού-κομμουνισμού ως οικονομικό και πολιτικό μοντέλο είναι ιστορικά παρωχημένο. Θεωρητικά έχει τελειώσει με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Ιστορικά το «κεφάλαιο» ήταν το κυρίαρχο θέμα που απασχόλησε τον 20ο αιώνα. Το 21ο είναι η «πληροφορία», αλλά δεν είναι η πληροφορία το ζητούμενο θέμα προς ανάλυση στο παρόν κείμενο· αρκεί το ότι δεν είναι πλέον το κεφάλαιο.
Έχοντας ξεπεράσει ως κοινωνίες το θέμα του κεφαλαίου, η μετακαπιταλιστική εποχή έχει να διαπραγματευτεί νέα ζητήματα και ζητούμενα, το οποία διαμορφώνουν τα νέα κοινωνικά κινήματα που σε μεγάλο βαθμό κατά βάθος αφορούν τη διαχείριση μιας βαθιά ριζωμένης ενοχής στο συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας, προϊόν τόσο των θρησκειών, όσο και της ανθρώπινης ιστορίας. Δουλειά, αποικιοκρατία, πόλεμοι, φτώχεια, θεοκρατικά και δικτατορικά καθεστώτα, ναζισμός, σταλινισμός, σεξισμός, πατριαρχία, μεταναστευτικό, οικολογία, κλιματική κρίση…
Και κάπου μέσα στην περίοδο επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας των δυτικών κυρίως κοινωνιών η αριστερά φαίνεται να καταλαμβάνει έναν καινούργιο ρόλο, στον οποίο το κεφάλαιο και το προλεταριάτο αντικαθίσταται από τα κοινωνικά και κυρίως ακτιβιστικά κινήματα που στην πλειοψηφία τους μοχλεύονται στην Αμερική, επιτελώντας μια νέα soft power διάσταση της διείσδυσης της αμερικανικής κουλτούρας στη δυτική, και όχι μόνο σκέψη.
Αυτός ο νέος ρόλος της Αριστεράς, δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτός, πόσο μάλλον να αφομοιώνεται τόσο από τους πολιτικούς εκφραστές της στην Ελλάδα, όσο και από τους ψηφοφόρους της, οι οποίοι – και οι μεν και οι δε – στο σύνολό τους παραμένουν πιστοί στο γνωστό μεταπολιτευτικό αριστερό μόρφωμα.
Ταυτόχρονα, η αριστερή ελληνική ανισορροπία σε συνδυασμό με την παρατεταμένη αποδυνάμωση του κεντρώου χώρου και την ενίσχυση του ακροδεξιού – η Ελλάδα μοιάζει να συντονίζεται καλύτερα με την δυτική τάση της αύξησης της επιρροής των ακροδεξιών μορφωμάτων – δημιουργεί μια ανισορροπία και στον δεξιό χώρο, ο οποίος παρόλο που για δεύτερη τετραετία παραμένει ιδιαίτερα ενισχυμένος και κυρίαρχος, δεν καταφέρνει να καλύψει το κενό στην ελληνική πολιτική σκηνή που έχει δημιουργήσει η αποδυνάμωση των αριστερών και κεντρώων δυνάμεων και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας κοινωνίας που ελλείψει ισχυρής αντιπολίτευσης του ζητά να παίξει όλους τους ρόλους.
Και όσο το μεταπολιτευτικό ελληνικό σύμπλεγμα παραμένει ζωντανό, οι ανισορροπίες θα εντείνονται.
Όσο δεν γίνεται αντιληπτή η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής ταυτότητας, τόσο πιο συχνά οι Έλληνες θα κοιταζόμαστε μεταξύ μας και θα αναρωτιόμαστε «Τι έγινε ρε παιδιά;».
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Photo Art By@nikolator Via #photographize