΄Η αλλιώς να σου κάνω μια ερώτηση
…
Αφηρημένη κρατούσα το κινητό μου στο χέρι ψάχνοντας στο ευρετήριο των επαφών, το τηλέφωνο αγαπημένου μου φίλου που του είχα τάξει μόλις βρω λίγο χρόνο να μιλήσουμε.
Ήμουν στον δρόμο και η προσοχή μου ήταν απόλυτα διασπασμένη αφού προσπαθούσα να ανεβοκατεβαίνω πάνω στο στενό πεζοδρόμιο το οποίο δεν αρκούσε για δυο πεζούς.
Εκεί που προσπαθούσα να μην πέσω πάνω σε κανέναν άνθρωπο αλλά ταυτόχρονα να μην με πατήσει και κανένα αυτοκίνητο ασυναίσθητα κάνω την κίνηση να πατήσω το κουμπί της επαφής για την κλήση.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σταματάω καταμεσής του πεζοδρομίου κοκαλώνοντας και δημιουργώντας διαδοχικό ντόμινο στους περαστικούς που καθόλου ευχαριστημένοι δεν φαινόταν με την κατάσταση.
Ξεκίνησα να γελάω μονολογώντας «χριστέ μου» κοιτώντας το κινητό μου χωρίς να με απασχολεί καθόλου η φάση με τους περαστικούς.
Η επαφή πάνω από το όνομα του φίλου μου ήταν ενός άλλου συνονόματου μεν με διαφορετικό επίθετο δε. Μια επιπλέον διαφορά από αυτήν του επιθέτου ήταν ότι με τον «από πάνω» είχαμε πολλά χρόνια να μιλήσουμε αν και κάποτε για κάποια χρόνια μιλούσαμε καθημερινά αρκετές φορές μέσα στη μέρα.
Μια βαθιά μνήμη, ασυνείδητη για λίγα δευτερόλεπτα έκανε πολύ οικείο στα μάτια μου ξανά για λίγο το τηλέφωνο του ανθρώπου που είχα να ακούσω χρόνια.
Ξεκίνησα να προχωράω ξανά και φαντασιώθηκα για λίγο τι θα γινόταν αν «πατούσα το κουμπί».
Πόση αμηχανία θα προκαλούσα στον άλλον άνθρωπο.
Πόσο αμήχανο και μη λειτουργικό θα γινόταν κάτι που ήταν απόλυτα απλό και καθημερινό, το να μιλάς στο τηλέφωνο.
Μπήκα στον πειρασμό, ένιωσα ότι προκαλούσα τον εαυτό μου να δοκιμάσω, τι θα γινόταν; Πώς θα αντιδρούσε ο άλλος; Συνέχιζα να κάνω διάφορες εκδοχές στο μυαλό μου. Ηδονικά αμήχανες και απολαυστικές.
Ευχαριστιόμουν την ιδέα να ξεβολέψω τους ανθρώπους που είχαν κρυφτεί πίσω από την βολική συμφωνημένη σιωπή. Ήθελα να αρχίζω να παίρνω τηλέφωνα θείους που δεν μιλάμε πια, φίλες που απομακρυνθήκαμε, συνεργάτες που τα τσουγκριστήκαμε, συντρόφους που χωρίσαμε. Έτσι σαν πείραμα.
Πώς θα αντιδρούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι σε κάτι τόσο απλό, σε ένα τηλέφωνο.
Ένα τηλέφωνο.
Σιγά, κάθε μέρα κάνω άπειρα τηλέφωνα και τον αριθμό αυτών των ανθρώπων τον χρησιμοποιούσα ανά περιόδους της ζωής μου εκατοντάδες φορές.
Αυτό που φαινόταν τόσο φυσικό άλλοτε σήμερα έμοιαζε εντελώς αφύσικο.
Συνέχιζα να διατρέχω τον κατάλογο του κινητού μου παίζοντας κατ’ εξακολούθηση ρώσικη ρουλέτα, βάζοντας διαδοχικά περισσότερη ή λιγότερη πίεση στα δάχτυλά μου έτσι που ήταν πιθανό όντως κάποιο νούμερο από αυτό να ξεκινήσει να καλεί. Όταν έφτασα στο τηλέφωνο του μπαμπά μου που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια κοντοστάθηκα.
Ήθελα και αυτό να το καλέσω να δω ποιος έχει πάρει το νούμερο του πλέον, σε ποιόν ανήκει ένα νούμερο που άλλοτε έφτανε να μου λύσει σχεδόν όλα μου τα προβλήματα.
Συνέχισα.
Η διαδικασία έληξε, άδοξα θα έλεγε κανείς ή ειρηνικά θα έλεγε κάποιος άλλος, όταν το τηλέφωνο μου χτύπησε και ήταν ο αγαπημένος μου φίλος που μάλλον βαρέθηκε να περιμένει.
ΕΡΩΤΗΣΗ: «Τι κάνεις τα τηλέφωνα των ανθρώπων που δεν είναι στη ζωή σου πια;» τον ρώτησα, συνεχίζοντας να έχω μια έξαψη.
«Τα κρατάς για να θυμάσαι τι πρέπει να αποφεύγεις» μου είπε γελώντας αλλά πολύ σίγουρος.
Συνεχίσαμε να μιλάμε ανέμελοι για λίγο.
Όταν το κλείσαμε, μου ήρθαν στο μυαλό κάποιοι γνωστοί και φίλοι που δεν αποθηκεύουν απολύτως κανένα τηλέφωνο στη μνήμη του κινητού τους αλλά με τον καιρό όσα χρησιμοποιούν συχνά, τα θυμούνται απ’ έξω .
Δραστική και σίγουρη λύση σκέφτηκα για κάτι που μέχρι τώρα μου ήταν εντελώς ακατανόητο.
Συνέχιζα να προχωράω μην έχοντας απαλλαγεί από το συναίσθημα να ανακατέψω λίγο τον κόσμο με ένα μου τηλέφωνο.
Δεν το έκανα.
Φοβήθηκα ίσως ότι απλά δεν θα απαντούσαν.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Frank Paulin – Phonecall, New York, 1970 / pinterest