Ή αλλιώς να σου κάνω μια ερώτηση;
…
Η μουσική είναι ταυτόχρονα πολύ προσωπική και πολύ συλλογική υπόθεση.
Αυτό σκεφτόμουν.
Ανάλογα τον τόπο που έτυχε να γεννηθείς συνηθίζεις ή αγαπάς, ή καλύτερα συνηθίζεις να αγαπάς άλλες μουσικές, άλλα τραγούδια, άλλους ρυθμούς, άλλους ήχους.
Αυτό σκεφτόμουν.
Κάθε γεγονός που μας έχει σημαδέψει, το συνοδεύει ένα τραγούδι που όταν το ακούσεις αστραπιαία σε γυρίζει εκεί, τότε, με αυτούς.
Η μουσική χώνεται μέσα σου βαθιά ρε γαμώτο και σου κάνει το συναίσθημα εύκολο.
Το υπογραμμίζει, το προκαλεί, το συγχωρεί, το δικαιολογεί, το αναγεννά ή το ανακαλεί.
Αυτό σκεφτόμουν.
Αλλά δεν έβρισκα τα ακουστικά μου με τίποτα.
Από την εποχή που είχα σημαντικό πρόβλημα αγοραφοβίας, εκεί που νόμιζα ότι με το που περάσω την πόρτα του σπιτιού μου, θα ζαλιστώ, θα πέσω, θα λιποθυμήσω, θα πάθω έμφραγμα εκεί μπροστά σε όλους έβαζα ακουστικά και ωπ.
Φτιάχνανε όλα.
Η απομόνωση από τον αστικό ήχο και ταυτόχρονα τα τραγούδια που έπαιζαν στα αυτιά μου δημιουργούσαν ένα απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον γύρω μου και έκαναν την έξοδό μου διαχειρίσιμη και σχεδόν απολαυστική.
Τα ακουστικά παρέμειναν πιστοί μου σύντροφοι μέσα στα χρόνια.
Το ενδιαφέρον ήταν ότι όταν άκουγα μουσική μόνη μου με ακουστικά, άλλαζα (σχεδόν) εντελώς ρεπερτόριο από αυτό που άκουγα στα φανερά.
Σατανικό;
Η ώρα ήταν 6:30 το πρωί.
Τέτοια ώρα συνήθως κυκλοφορούν μόνο όσοι δουλεύουν, όσοι έχουν σκύλο, όσοι τρέχουν και όσοι προσπαθούν να προλάβουν φθηνές πτήσεις.
Οι τελευταίοι δεν φαινόταν πουθενά.
Παλιά τέτοια ώρα κυκλοφορούσαν και όσοι γύριζαν γεμάτοι μετά από μια ωραία νύχτα.
Παλιά.
Καθώς περπατούσα για κάποια λεπτά και είχα βρει έναν ρυθμό, σταματάει η κοπέλα που τρέχει λίγα μέτρα μπροστά μου να δέσει το κορδόνι της. Μέχρι να καταλάβω ότι σταμάτησε, βλέπεις τέτοια ώρα έχει ακόμα μαύρα σκοτάδια, βρέθηκα τελικά να ακινητοποιούμαι ακριβώς δίπλα της.
Εκείνη την ώρα αυτή για να τεντωθεί παρασέρνει το καλώδιο του ακουστικού της και το αποσυνδέει από το κινητό και το δικό μου ακουστικό πέφτει από το δεξί αυτί.
Μέσα στην ησυχία της νύχτας ξεκινά να ακούγεται από το ηχείο της κοπέλας ενορχήστρωση μεγάλης πίστας και ένας τραγουδιστής να φωνάζει νταλκαδιασμένος «πάμε».
Σολάρει το μπουζούκι και εμείς κοιτιόμαστε αμήχανες μέχρι να καταλάβουμε τι έχει συμβεί.
Τι ρωτάω αμήχανα χαμογελώντας «τι ακούς;» μου απαντάει σχεδόν με ντροπή «Οικονομόπουλο» και συμπληρώνει «παλιά τέτοια ώρα χόρευα στα τραπέζια με αυτό το τραγούδι και τώρα τρέχω».
Γελάει.
Με κοιτάει λίγο απολογητικά και λίγο ντροπιαστικά και φεύγει κάνοντας μου ένα νόημα που το ανταπέδωσα αυτόματα.
Εντωμεταξύ στα δικά μου ακουστικά έπαιζε Σωτηρία Μπέλου.
Συνέχιζα να προχωράω.
Τι υποκρίτρια είμαι! Περπατούσα πάντα με ένα περισπούδαστο ύφος και στα ακουστικά μου μπορεί να άκουγα «Άναψε το τσιγάρο δως μου φωτιά», βαριά ρεμπέτικα, ηπειρώτικα, Σάκη Ρουβά ή «Ηi-5» (με το χορευτικό να παίζει στο μυαλό μου).
Κάθε τραγούδι που παίζει στα ακουστικά μου, δημιουργεί μια αβίωτη ζωή στο κεφάλι μου, ένα παράλληλο σύμπαν νταλκά, πάρτι ή εξωστρέφειας με τρόπο που δεν υπάρχει πια.
Θυμήθηκα τι μου είπε η κοπέλα που έτρεχε.
«Παλιά χόρευα στα τραπέζια όταν τα άκουγα»
Άραγε να φαντασιωνόταν κι αυτή τον εαυτό της, τον τότε εαυτό, τώρα που άκουγε Οικονομόπουλο 6:30 το πρωί τρέχοντας;
Έναν εαυτό που ήταν πιο ανέμελος, πιο ανέφελος από τον σημερινό; Που διασκέδαζε, που έβγαινε έξω, που ζούσε σε μια εποχή που όλα ήταν στο ευ και μπορούσαν να πάνε καλά.
Δεν υπάρχει αυτή η εποχή.
Και αν σκεφτώ καλά κι εγώ, δυο κατηγορίες τραγουδιών ακούω κρυφά στα ακουστικά μου.
Τραγούδια λαϊκά, ρεμπέτικα ή καλτ ποπ. Τραγούδια που αν κλείσω τα μάτια με θυμάμαι να χορεύω ευτυχισμένη και χαμογελαστή όχι από συγκεκριμένο γεγονός αλλά από μια αίσθηση ότι όλα είναι όπως έπρεπε να είναι.
Και από την άλλη ακούω βαριά ρεμπέτικα, ηπειρώτικα ή ζεϊμπέκικα που κουβαλούν έναν συλλογικό νταλκά έναν συλλογικό καημό που με αφήνουν χώρο να ακουμπήσω και λίγο τον δικό μου.
Και οι δυο εκδοχές είναι κρυφές.
Γιατί έχει τελειώσει η εποχή της ανέμελης ευτυχίας αλλά δεν έχει έρθει η εποχή της απενοχοποιημένης παραδοχής της δυσκολίας, της φτώχειας και της δυστοπίας. Του ακουμπίσματος.
Έρχονται τα τραγούδια τα κρυφά να συμπληρώσουν το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, μεταξύ περασμένης συλλογικής ευτυχίας και ενοχοποιημένης παραδεκτής δυσκολίας.
Η μουσική σε ξεγυμνώνει. Δηλώνει κάθε σου πλευρά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Γίνεται εργαλείο. Κρίσης, επίκρισης και κατηγοριοποίησης από τους άλλους. Απόδειξη κύρους, κουλτούρας και ψευτό-παιδείας.
Ακόμα μια απόδειξη για το ποιος πρέπει να είσαι, κρύβοντας αυτό που είσαι.
Κι αν καμιά φορά βρεθείς με λίγους μετά την μεγάλη μάζωξη ή αν άξαφνα σε μια παρέα ακουστεί τυχαία μια γνωστή μελωδία και βρεθείτε έτσι χωρίς να το συνεννοηθείτε να έχετε κλειστά τα μάτια, να υψώνετε το κεφάλι στον ουρανό και να πλησιάζετε μεταξύ σας ασυναίσθητα τραγουδώντας «Μα δεν θυμήθηκα το χρώμα των ματιών σου, ούτε τον ήχο της φωνή σου δεν θυμήθηκα. Και προσπαθώντας κάτι για να θυμηθώ, αποκοιμήθηκα.¨
Τότε θα ξέρεις, ότι δεν κρύβεσαι μόνο εσύ.
Λοιπόν; τι μουσική ακούς, όταν δεν σ’ ακούει κανείς;
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γ. Φαϊτάκης (ΠΧΓ 8) Γλέντι στην ακρογιαλιά II, (1970-1979). Ταπισερί, 1,96 x 2,68 μ. Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Γκίκα, Αθήνα