Ή αλλιώς να σου κάνω μια ερώτηση;
…
Οι μυρωδιές κατέκλυζαν το τετράγωνο πριν καν στρίψεις στη γωνία και αντικρύσεις τον φούρνο. Όταν έφτανες απ’ έξω δεν σου γέμιζε το μάτι.
Δεν είχε καμία σχέση με τους ολοκαίνουριους φούρνους που είναι φτιαγμένοι με φοβερό ντιζάιν, ευφάνταστες συσκευασίες, έχουν αρτοπαρασκευάσματα με ιδιαίτερα υλικά και παρουσίαση στα όρια του καλλιτεχνικού προϊόντος.
Όχι, αυτός ο φούρνος ήταν πιο γειωμένος. Είχε τα κουλουράκια πάνω στις μεγάλες λαμαρίνες όπως ακριβώς ήταν και όταν ψήνονταν, υπήρχε ένα απλό τούλι να τα προφυλάσσει από τις μύγες και κάθε τι εκεί μέσα, φώναζε ότι ήταν φτιαγμένο στο χέρι.
Η ουρά απ’ έξω όμως ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Όλοι περίμεναν υπομονετικοί και ευδιάθετοι σχεδόν.
Μπροστά μας ήταν μια παρέα τουριστών με έναν Έλληνα φίλο να τους εξηγεί στα αγγλικά ότι εδώ μπορούν να βρουν «αυθεντική γεύση».
Αυτή ήταν η φήμη, η «αυθεντική γεύση».
Γι’ αυτό άλλωστε κι εμείς περιμέναμε στην ουρά.
Όσο πλησιάζαμε, ξεκίνησα να παρατηρώ τον κύριο που εξυπηρετούσε. Μου φαινόταν γύρω στα 70 και φορούσε μια μπλούζα από τον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας.
Αργότερα θα μάθαινα ότι ήταν 84, ήταν ο ιδιοκτήτης και έκανε αυτή τη δουλειά 70 χρόνια.
Με κάθε έναν που εξυπηρετούσε άλλαζε και 2-3 κουβέντες, κάθε άλλο παρά τυπικές.
Ήταν σβέλτος, χαμογελαστός και με φοβερή διαύγεια.
Όταν έφτασαν να εξυπηρετηθούν οι τουρίστες μπροστά μας, ο φίλος τους ο Έλληνας γρήγορα ανέλαβε καθήκοντα διερμηνέα.
Ο κύριος Παναγιώτης όμως, απευθύνθηκε κατευθείαν σε αυτούς
«Καλημέρα», τους είπε καθαρά σαν να τους δείχνει τον τρόπο να το πουν.
«εγώ δεν τα έμαθα τα εγγλέζικα, όταν πήγαινα σχολείο δεν μας τα διδάσκανε, όταν μεγαλώσω θα τα μάθω»
Γελάσαμε όλοι και ετεροχρονισμένα οι ξένοι της παρέας μετά την μετάφραση των όσων είπε ο φούρναρης.
Η συζήτηση ζωντάνεψε. Γρήγορα ξεκίνησαν οι ερωτήσεις «πόσο χρονών είστε;» «πόσα χρόνια κάνετε αυτή τη δουλειά;» «έχετε τρέξει μαραθώνιο;».
Πάθαμε όλοι σοκ από τα 84 του χρόνια. Δεν το υπολόγιζε κανείς.
84 χρονών και είπε «όταν μεγαλώσω θα τα μάθω».
Χωρίς καθόλου να είμαι σίγουρη ότι το είπε για πλάκα.
Τον ρώτησα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: «Μέχρι ποια ηλικία μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη φράση «όταν μεγαλώσω θα»;»
Με κοίταξε χαμογελώντας.
«Δεν υπάρχει ηλικία, όσο ζούμε. Όσο ζούμε θα το λέμε»
Φύγαμε με ένα φως από κει μέσα. Και με αναρίθμητες πεντανόστιμες γλυκές ζύμες.
Δεν μιλούσαμε μεταξύ μας για λίγο.
Γκρινιάζουμε συνέχεια ότι μεγαλώνουμε, μιλάμε για απωθημένα, για το τι θα αλλάζαμε, τι θα κάναμε αλλιώς λες και πέρασε η ευκαιρία.
Και εκεί ήταν ένας 84χρονος ευθυτενής, ευδιάθετος, πνευματώδης τύπος που βάζει στόχους για το μέλλον.
Ένας 84χρονος που δεν είχε καμία σχέση με την σκοτεινιά των γηρατειών, την εγκατάλειψη και την μοναξιά. Ήταν εκεί παρόν στη ζωή του. Χωρίς να σταματάει να θέλει και να πραγματοποιεί.
Άρχισα να επεξεργάζομαι ξανά την ερώτηση «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;».
Μια ερώτηση που σταματά πολύ νωρίς, περιορίζοντας πολύ τον χρόνο που έχουμε να δοκιμάσουμε και να δοκιμαστούμε.
Να μας ανακαλύψουμε.
Πάντα με μπέρδευε αυτή η ερώτηση.
Αλλά εκείνο το πρωί, σε εκείνον τον φούρνο, νομίζω ότι για πρώτη φορά ξεκαθαρίστηκε η απάντηση μέσα μου.
Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω σαν αυτόν, σαν τον κύριο Παναγιώτη που κανείς δεν τον έχει πείσει ότι όλα μέχρι μια ηλικία γίνονται και αυτός ελεύθερος και χαμογελαστός συνεχίζει να ονειρεύεται.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: No. 7, Adulthood (1907) by Hilma af Klint / guggenheim.org