«Ημέρα τρόμου για τους κατοίκους της Άμφισσας». Αυτόν τον τίτλο έχει το θέμα της δίκης Γρηγορόπουλου μια μέρα πριν αυτή ξεκινήσει, στον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό που παίζει το οινομαγειρείο του Φαρόπουλου λίγα λεπτά από την κεντρική πλατεία της Άμφισσας. Κοιτάω γύρω και αναρωτιέμαι αν βρίσκομαι όντως στην πόλη που περιγράφουν τα δελτία ειδήσεων. Εκείνη έχει τρομοκρατημένους κατοίκους, κλεισμένους στα σπίτια τους, έτοιμους για αυτοδικία, που οχυρώνουν τα μαγαζιά τους και περιμένουν τη Μέρα της Κρίσης. Η πόλη που βρίσκομαι εγώ ζει τις πυρετώδεις προετοιμασίες για το Στοιχειό, την γιορτή της Αποκριάς για την οποία η Άμφισσα είναι γνωστή, αντιμετωπίζει με μια όλο και μειούμενη ανησυχία αυτά που πρόκειται να διαδραματιστούν, στέκεται στην πλειοψηφία της θετικά απέναντι στους διαδηλωτές που αναμένονται και πικραίνεται που οι αρχές και η Πολιτεία τη θυμούνται μόνο όταν θέλουν να ξεφορτωθούν τα άπλυτά τους. Περίπου όπως γίνεται με τα σκουπίδια, που η Αθήνα επιλέγει να παράγει εντός των τειχών, αλλά να θάβει κάπου αλλού, η Άμφισσα των 9.500 κατοίκων έμελλε να είναι η επίλεκτη για να ξεφορτωθούμε την πιο ανεπιθύμητη δίκη της δεκαετίας. Κι αυτό αναστατώνει τους κατοίκους της περισσότερο από τα πιθανά επεισόδια. Άλλη μια ευχάριστη έκπληξη από τις πολλές που μου επιφύλασσε η πιο μικρή πρωτεύουσα της χώρας.
Όλα ξεκίνησαν από μια κουβέντα στο καπνιστήριο της εφημερίδας. Οι συνάδελφοι του ΣΚΑΙ με ενημέρωσαν πως 10 ημέρες πριν την έναρξη της δίκης για το φόνο του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, όλα τα ξενοδοχεία στην ευρύτερη περιοχή της Άμφισσας είχαν ήδη κλειστεί από μάρτυρες, δημοσιογράφους, αστυνομικούς και παρατρεχάμενους, πούλμαν διαδηλωτών ετοιμάζονταν να εφορμήσουν και η αστυνομική δύναμη θα έκανε αισθητή την παρουσία της σε μια πόλη όπου έχει να γίνει έγκλημα 100 χρόνια. Σιδερένια ρολά τοποθετούνταν σε τράπεζες και καταστήματα, τα νεράτζια από τις πλατείες μαζεύονταν για να μη γίνουν όπλο στα χέρια των διαδηλωτών και οι ρυθμοί της πρωτεύουσας της Φωκίδας έμοιαζαν να επηρεάζονται καταλυτικά. Το βάρος που υφίσταται μια φιλήσυχη επαρχιακή πόλη όταν αναγκάζεται να φιλοξενήσει τη δραματικότερη δίκη των τελευταίων ετών ήταν ένα ενδιαφέρον θέμα.
Αν εξαιρέσει κανείς δύο μάστορες που τοποθετούσαν τσίγκους στην πρόσοψη του βενζινάδικου λίγα μέτρα από το δικαστικό μέγαρο και την αισθητή παρουσία αστυνομικών, οι ρυθμοί της πόλης ήταν χαλαροί, το βροχερό μεσημέρι της Δευτέρας, που φτάσαμε. Ο Φωκικός είχε κερδίσει εύκολα την προηγούμενη ημέρα τη Δόξα Κρανούλας, οι δρόμοι άδειοι καθώς εδώ η μεσημεριανή σιέστα είναι ιερή και ο Σέργιος Καστανάς, ιδιοκτήτης εστιατορίου και ποτοποιείου, μας έβαλε στο κλίμα.
Η πόλη σας έγινε κέντρο των γεγονότων, παρατηρώ. «Για σας. Για μας είναι πάντα. Τώρα είναι το κέντρο της βλακείας. Χθες μαζεύανε τις πέτρες από τις γλάστρες και τα νεράτζια από τα δέντρα. Έχω πάρει ξύλινα κουφώματα για το ποτοποιείο που είναι ιστορικό κτίριο και είναι κρίμα να καταστραφεί, αν μου σπάσουν τζαμαρία στο εστιατόριο, δε με ενδιαφέρει, αυτά ξαναγίνονται. Αυτό που μας εξοργίζει είναι η επιλογή της πόλης για τη δίκη, όταν σε όλα τα υπόλοιπα, μας έχουν γραμμένους. Ένα τέταρτο από τους Δελφούς και το Γαλαξίδι, είκοσι λεπτά από την Αράχωβα και μισή ώρα από το χιονοδρομικό του Παρνασσού, κι είμαστε μηδέν. Η πόλη κοιμάται μέρα νύχτα. Σαν το Μεξικό, οι κάκτοι λείπουν. Αλλά τώρα που δεν ξέρουμε που να πάμε τη δίκη, την πάμε στο μαντρί. Για αυτό μας επέλεξαν. Αυτή η πόλη είναι βαλβίδα, μπαίνεις αλλά δε βγαίνεις.»
Έχει δίκιο. Η Άμφισσα, αμφιθεατρική και πιο όμορφη από ότι περίμενα, κυκλώνεται από βουνά, μόνη της είσοδος ο κεντρικός δρόμος της Σαλώνων, όπου βρίσκονται και τα δικαστήρια. Οι κάτοικοι που δεν ξεπερνούν τους 9.500 είναι κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι και καταστηματάρχες. Αγρότες δεν υπάρχουν, ούτε εργάτες, αφού εργοστάσιο δεν υπάρχει στην περιοχή. Το αποτέλεσμα είναι η κρίση να μην έχει αγγίξει ιδιαίτερα την πόλη, που τα τελευταία 150 χρόνια έχει αυξήσει τους κατοίκους της κατά 2.000, όταν η Λαμία πήγε από τους 9.000 στους 80.000. «Ενας γεννιέται, ένας πεθαίνει. Δεν κινείται τίποτα».
Στο δημαρχείο κάτι δείχνει να κινείται Δευτέρα απόγευμα που ο εμπορικός σύλλογος συναντιέται με αφορμή τη δίκη. Οι εκπλήξεις ξεκινούν. Παρότι το κλίμα που καλλιεργείται με κάνει να πιστεύω πως θα αντικρίσω τρομοκρατημένους μαγαζάτορες έτοιμους για όλα, οι ψύχραιμες φωνές είναι περισσότερες. Και η επίσκεψη αντιεξουσιαστών μερικές ημέρες νωρίτερα έχει βοηθήσει. «Δεν θα δεχθούμε εισβολή από εξωγήινους. Πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι. Είμαστε αλληλέγγυοι στον πόνο αυτής της μάνας», μου λέει ο Λάμπρος Λαμπρόπουλος, μέλος του εμπορικού επιμελητηρίου και καταστηματάρχης. «Ηρθαν τα παιδιά, μας μοίρασαν μια ανακοίνωση, πήγαμε για καφέ. Μας είπαν πως δεν έχουν σκοπό να πειράξουν τίποτα, θέλουν να διαδηλώσουν. Εμείς τους εξηγήσαμε πως με αυτά τα καταστήματα ζούμε τις οικογένειές μας. Δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε και είναι λάθος να τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον. Εμένα θα έρθει η κόρη μου από το πανεπιστήμιο να διαδηλώσει, είναι εχθρός; Αυτή η πόλη δεν έχει τίποτα εναντίον τους. Έγινε γνωστή με τον πιο άθλιο τρόπο.»
Να χαθείς στην Άμφισσα είναι ξεφτίλα. Ο βασικός εμπορικός δρόμος, η οδός Γιαγτζή, την οποία ο Σέργιος αποκαλεί Wall Street, ανεβαίνει προς την πλατεία Δημαρχείου. Γύρω της κάθετοι εμπορικοί δρόμοι, μικρές πλατείες, αρχοντόσπιτα. Η κίνηση τα πρωινά αυξημένη, χωρίς να σημαίνει ότι θα κολλήσεις σε μποτιλιάρισμα ή θα δυσκολευτείς να παρκάρεις. Κι οι αποστάσεις καλύπτονται άνετα και με τα πόδια. Οι κάτοικοι γνωρίζονται, ανταλλάσσουν καλημέρες και συζητούν το θέμα των ημερών. Τα καταστήματα κλείνουν στις 2 και αρχίζει η κίνηση στις καφετέριες και στα τσιπουράδικα. Τα μεσημεριανά τσίπουρα είναι παράδοση όσο και η σιέστα αμέσως μετά. Στο τσιπουράδικο του Χαμούζα η ατμόσφαιρα είναι εορταστική, τα καραφάκια πάνε κι έρχονται, «πολύ φοβισμένη τη βλέπω την πόλη» αστειεύομαι με τον αντιδήμαρχο Προβιά, «κάθε μέρα έτσι είστε;», ρωτάω. «Άστα, κοντεύω να χωρίσω με τη γυναίκα μου» λέει γελώντας. «Είναι η πρώτη φορά που καλούμαστε να διαχειριστούμε τέτοια κατάσταση. Αλλά εσείς την κάνετε τη ζημιά, οι δημοσιογράφοι. Ο κόσμος φοβήθηκε από τα ρεπορτάζ».
Η βόλτα αποκαλύπτει πως ρολά έχουν βάλει μόνο οι τράπεζες, το βενζινάδικο δίπλα στο δικαστήριο για ευνόητους λόγους και το… ξενοδοχείο, που παρουσιάζει ένα μάλλον αστείο θέαμα. Σκαλωσιές με τσίγκους το έχουν οχυρώσει και η πλειοψηφία των κατοίκων διασκεδάζει με την υπερβολή. Ο ιδιοκτήτης του και ο δήμαρχος που ατυχώς δήλωσε πως η δίκη θα διαφημίσει την πόλη είναι οι βασικοί στόχοι χλευασμού και οργής. Μια δημοσιογράφος από τοπικό κανάλι τριγυρνά με ένα μικρόφωνο απογοητευμένη: «Κανείς δε φοβάται»…
Το βράδυ της Τρίτης, παραμονή της δίκης, καταλήγουμε στο οινομαγειρείο των αδελφών Φαρόπουλου, ένα πραγματικό μουσείο από το 1925, όπου το πάτωμα μαυρίζει όταν έχει νοτιά και ασπρίζει στους βοριάδες. Είναι η πρώτη τσιμεντόπλακα που έπεσε στην Άμφισσα και ήταν περασμένη με αλάτι. Μια ομάδα γυναικών κανονίζει τις αποκριάτικες στολές τρωγοπίνοντας και χαζεύοντας γνωστούς στα ρεπορτάζ για τη δίκη. «Αυτές το χαβά τους», μου λέει γελώντας ο Γιάννης Φαρόπουλος φέρνοντάς την παραδοσιακή σπανακόπιτα της 90χρονης μάνας του. «Αύριο όλες κομμωτήριο για να βγούμε στα κανάλια». Φεύγοντας σταματάω στο περίπτερο απέναντι από το δικαστήριο. «Θα το κλείσετε αύριο;», ρωτάω τον ηλικιωμένο περιπτερά. «Οχι βέβαια! Γιατί να κλείσω;» «Ελεγα μήπως φοβάστε». «Τι να φοβάμαι, κοπέλα μου; Να ‘ναι καλά όλοι οι άνθρωποι του κόσμου».
Τα ΜΑΤ δείχνουν περισσότερο, όταν τα βλέπεις στριμωγμένα σε μια μικρή πόλη. Οι ασπίδες τους παραταγμένες αποβραδίς, τώρα έχουν λάβει θέσεις μάχης. Οπου κοιτάς βλέπεις αστυνομία. Και δημοσιογράφους. Η μέρα έχει φτάσει και μαζί της και τα link από την Αθήνα και τώρα ρεπόρτερ και διμοιρίες γεμίζουν το τυροπιτάδικο απέναντι από το δικαστικό μέγαρο. Ο καθένας έχει τις πληροφορίες του. Άλλοι μιλούν για πέντε πούλμαν διαδηλωτών, άλλοι για τρία, άλλοι για δέκα. «Ζουν για να δουν τον Κορκονέα να κατεβαίνει από την κλούβα», μου λέει ένας συνάδελφος, όμως ο Κορκονέας καταφθάνει από την πίσω πόρτα και οι διαδηλωτές, όσοι καταφέρνουν να φτάσουν, έρχονται καθυστερημένοι, αφού έχουν ελεγχθεί σε διάφορα σημεία της διαδρομής. Δεν πρέπει να ξεπερνούν τους 300, χωρισμένοι σε δύο μπλοκ –των αντιεξουσιαστών και των αριστεριστών- μαζεύονται στην πλατεία και τα ΜΑΤ τους έχουν περικυκλωμένους –οι αστυνομικοί είναι περισσότεροι, περίπου 450. Η δίκη διακόπτεται, η πορεία χωρίζεται στα δύο, γυρνάει την πόλη, οι καταστηματάρχες στέκονται στις πόρτες, οι κάτοικοι κατεβαίνουν στην πλατεία, κάποιοι ενσωματώνονται στην πορεία, άλλοι κάθονται στις καφετέριες και πίνουν τσίπουρα σα να βλέπουνε παρέλαση, μαθητές του λυκείου κάνουν κοπάνα για να ‘ρθουν «να πάρουμε μέρος στην πορεία, δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια, να δούμε πώς είναι και οι αναρχικοί», στο φούρνο προσφέρουν κουλουράκια στις διαδηλώτριες, αλλά αυτές προτιμούν δραμαμίνη –πολλές στροφές στη διαδρομή- και η Μαίρη, γυναίκα του Σέργιου, στον πίνακα του Οινοποιείου που συνήθως γράφει με κιμωλία για το περίφημο Λεμοντσέλο της, σήμερα έχει γράψει «Make love not war» για να είναι στο κλίμα. «Έξω από το σχολείο μου είναι ο στρατός», μου λέει η κόρη της, Αριάδνη, που πάει πρώτη γυμνασίου. «Η αστυνομία», τη διορθώνω. «Όχι, όχι, αφού φοράνε χακί!», επιμένει και συνειδητοποιώ πως δεν έχει ποτέ ξαναδεί ΜΑΤ…
«Πάει κι αυτό». Τα τσιπουράδικα έχουν πάλι γεμίσει. Στο Caso, που βλέπει κεντρική πλατεία, η Μαρία Βαρότση, έμπορος και Αμφισσιώτισσα από μάνα, μας καλεί το απόγευμα σπίτι της να μας κεράσει νερατζάκι γλυκό που έφτιαξε από τα νεράτζια που μάζεψε ο Δήμος. «Πήραμε το φόβο και τον κάναμε γλυκό. Καλύτερα δεν είναι; Να έρθετε στις Απόκριες που περνάμε καταπληκτικά, είναι κρίμα η Άμφισσα να ακούγεται μόνο για αυτά. Όλη τη φασαρία που έγινε τόσες ημέρες τη θεωρώ γελοία. Κι αν μου σπάσουν ένα τζάμι, τι έγινε; Προτιμώ να το αλλάξω παρά να βάλω σίδερα και να μπω μέσα. Εμείς είπαμε στους αντιεξουσιαστές, αν είναι με το σπάσιμο ενός μαγαζιού να αλλάξει η κοινωνία, να έρθουν να τα σπάσουμε μαζί –και τα δικά μας. Όμως πρέπει να αποδείξουμε ότι αξίζουμε μια καλύτερη κοινωνία με το ειρηνικό μας όπλο: την ψήφο.»
Οι παρέες λένε ιστορίες από την πορεία. Στο παραδοσιακό καφενείο το «Πανελλήνιον», που στέκει στην πλατεία Δημαρχείου αναλλοίωτο από το 1936, ο κυρ-Θανάσης τραγουδά το «Θα ξανάρθεις». Εδώ γυρίστηκε ο Θίασος του Θ. Αγγελόπουλου, εδώ κάθε Οκτώβρη ξεκινούσαν τα μπουλούκια. Το ημερολόγιο στον τοίχο έχει σταματήσει στον Ιούνιο του 1991 και το μυαλό του κυρ-Θανάση στον παλιό καιρό, «πού ‘ναι αυτά τα χρόνια τα ωραία; Μέχρι τη 1 κάναμε καντάδες, τραγούδια που συγκινούσανε. Κάθε συλλαβή είχε νόημα, όχι σαν τούτα τα κουτά «έλα κοντά μου να σου πω, να σου δώσω μπισκοτάκι γεμιστό». Την είδα την πορεία, περάσανε, φωνάξανε συνθήματα, φύγανε. Να σου πω για τον Αρτέμη Μάτσα;»
Το βράδυ με ένα μαγικό τρόπο βρίσκομαι σε ένα σπίτι που διεσώθη από το σεισμό του 1870, να πίνω τσάι και να βλέπω τιμής ένεκεν το «Θίασο» μαζί με τη Δέσπω Παπαστάθη, που γνώρισα στην πορεία. Είναι 62 χρονών, αλλά η καρδιά της γύρω στα 25, έχει κληρονομήσει αυτό το ιστορικό αρχοντόσπιτο, ζει μόνη σε αυτό, κατέβηκε στην πορεία να διαδηλώσει και ξεσήκωνε και τους συντοπίτες της. Στην παρέα μας και ο Κώστας Τσικνής, υπάλληλος της ΔΕΗ το πρωί και καλλιτέχνης το απόγευμα, φτιάχνει πίνακες, καρφίτσες, κουτιά πραγματικά έργα τέχνης, μερικά από τα οποία θα εκτεθούν σε γκαλερί της Σιγκαπούρης. Πόσοι ενδιαφέροντες άνθρωποι σε μια μικρή πόλη, πόσες εκπλήξεις μου επιφυλάσσονται ακόμα;
Την Παρασκευή η δίκη ξεκινά, κανένας διαδηλωτής, ψιλοβρέχει, στον προθάλαμο του δικαστηρίου μπλέκονται συγγενείς και φίλοι και των δύο πλευρών. Η αίθουσα γεμάτη ασφυκτικά, τα ΕΚΑΜ αρματωμένα σε κάθε γωνία, στο διάλειμμα κάνω τσιγάρο ανάμεσα στην αδερφή του Αλέξη και τον πυροτεχνουργό, στο διπλανό παγκάκι κάθονται οι γονείς του Κορκονέα, δύο γερόντια που μοιάζουν χαμένα. Η πόλη έχει σχεδόν ξεχάσει τη δίκη, η αστυνομία τη θυμίζει, κατά τα άλλα οι ρυθμοί πίσω στο κανονικό κι εμείς ετοιμαζόμαστε για Αθήνα, μαζί με κανάλια και μάρτυρες που θα επιστρέψουν την επόμενη εβδομάδα. «Τίποτα δεν κέρδισε η Άμφισσα από όλο αυτό, ίσα ίσα. Ταυτίστηκε με μια τραγωδία. Εδώ είμαστε όπισθεν κόντρα γωνία. Όπως μας θυμήθηκαν, έτσι θα μας ξεχάσουν. Ας βγει τουλάχιστον μια καλή απόφαση να λυτρωθούν αυτοί οι γονείς.»
*Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο έντυπο περιοδικό “K” της Καθημερινής το 2010.