Το 1986, η Μαργκερέτε Φον Τρότα σκηνοθετεί την ταινία Rosa Luxemburg. Η ταινία ακολουθεί την ιστορία της μεγάλης σοσιαλίστριας και επαναστάτριας, τις μάχες για τα πιστεύω της, τις πολλαπλές της φυλακίσεις στην Γερμανία και την Πολωνία, αλλά και όλες τις διαμάχες τις με τους πολιτικούς συντρόφους και εραστές της, για να καταλήξει στην δολοφονία της το 1919.
Όμορφη δεν την έλεγε κανείς, ήταν κουτσή από την ηλικία των πέντε, Εβραία και γυναίκα. Σε έναν βαθιά ανδροκρατούμενο κόσμο, σε μια συντηρητική εποχή, είχε όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, που θεωρητικά θα οδηγούσαν στην αποτυχία. Όμως η Ρόζα ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες της εποχής και του φύλου της και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στην ιστορία.
Σίγουρα στο άκουσμα του ονόματός της αυτό που μας έρχεται στον νου είναι η Ρόζα η αγωνίστρια, η σοσιαλίστρια, η επαναστάτρια. Λες και επίτηδες παραβλέπεται το γεγονός ότι ήταν γυναίκα. Έτσι συχνά, όταν γίνεται θέμα συζήτησης, αν όχι ποτέ, τότε σπάνια θα αναφερθεί κάποιος στην «θυελλώδη» ερωτική της ζωή. Ίσως να μην περνάει από το μυαλό πολλών ότι η δυναμική Ρόζα ήταν πολλά παραπάνω από την παθιασμένη ακαδημαϊκό, από την ριζοσπαστική μορφή που γνωρίζουμε μέσω της παρακαταθήκης της.
Κι όμως, η Ρόζα έκρυβε περισσότερες ευαισθησίες και αισθησιασμό από ότι κάποιος θα πίστευε, κάτι που η ταινία έδειξε μεν, χάιδεψε δε. Χάρη στα γράμματά της στον εραστή της Leo Jogiches, μπορούμε να πούμε ότι ήταν τόσο ερωτική όσο και έξυπνη. Μέσα από 1000 γράμματα που έστειλε στον Πολωνο-Λιθουανό μαρξιστή Λέο, μπορούμε να διακρίνουμε μια άλλη μορφή.
Η Ρόζα και ο Λέο γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν 20 κι εκείνος 23, και η ένωσή τους οδήγησε στην έκδοση της εφημερίδας Sprawa Robotnicza (Εργατική Υπόθεση), στο Παρίσι. Αργότερα, το 1893, θα ίδρυαν μαζί το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Όμως τα γράμματά τους είναι μια άλλη υπόθεση…
«Γιατί δεν ήρθες εδώ; Αν μπορούσα να φιλήσω τώρα το γλυκό σου στόμα, δεν θα φοβόμουν καμία δουλειά. Μωρό μου…Μ’ αρέσει η διακήρυξή σου εκτός από μερικές μικρές φράσεις…στείλε μου το τεύχος του Atheneum (λογοτεχνικό περιοδικό)». Από τα γράμματά της φαίνεται ότι υπάρχει μια συνεχής ανταλλαγή ιδεών αλλά και πόσο οδυνηρό της είναι να του γράφει. Άλλωστε δεν είναι ποτέ εκεί με την παρουσία του. Είναι πάντα χώρια, σε απόσταση, αλλά ταυτόχρονα μαζί. Και μέσα από τις γραμμές είναι προφανές ότι τα γράμματά της είναι σέξυ: «Ντιόντιο (το παρατσούκλι του), δεν μπορώ να περιμένω! Το θέλω τώρα! Χρυσέ μου εσύ, δεν μπορώ να περιμένω άλλο!…άσε με να φιλήσω το γλυκό σου στόμα και την άκρη της μύτης σου! Μπορώ να το αγγίξω με το μικρό μου δάχτυλο;…»
Δεν είχαν παντρευτεί ποτέ, αναφερόταν όμως σε αυτόν ως σύζυγό της, μέχρι το 1907 που χώρισαν. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, είχε εραστές. Τουλάχιστον τρεις, ένας εκ των οποίων ήταν ο δικηγόρος της, αν και εικάζεται ότι ήταν πολλοί παραπάνω. Για την εποχή της, αυτή η συμπεριφορά ήταν σίγουρα επαίσχυντη, όμως αυτό δεν την σταμάτησε από το να έχει προσωπική ζωή. Και η επόμενη μεγάλη σχέση της ήταν με τον Κόστια Ζέτκιν, τον γιό μιας καλής της φίλης και πολιτικής συντρόφου της. Μέσα από την ατελείωτη λίστα της αλληλογραφίας της, η Ρόζα απέδειξε ότι ο έρωτας και η αυτονομία μπορούν να πάνε χέρι-χέρι. Όμως αυτό που κέρδισε μέσα στον χρόνο ήταν η πολιτική της εικόνα.
Από την άλλη, η Μέριλιν Μονρόε δεν κατάφερε να ξεφύγει ποτέ από την δύναμη της δικής της εικόνας. Το Blonde, ήταν ακόμη μια ταινία για τα τρωτά σημεία μιας γυναίκας που την εκμεταλλεύτηκε η βιομηχανία θεάματος για να φύγει πρόωρα, ηττημένη από τους εθισμούς της. Αυτό όμως που η ταινία δεν πρόβαλε ήταν την έντονη αλλά και πολύπλευρη προσωπικότητά της και την κρυφή πολιτική εικόνα: ίσως γιατί τελικά η ταινία έπρεπε να είναι κομμένη και ραμμένη στην εικόνα της πλατινέ γατούλας, αυτή που ο κόσμος ξέρει και θυμάται. Η γνώμη μας για την Μέριλιν Μονρόε μέσω του κινηματογράφου πρέπει να παραμείνει επιφανειακή, όσο επιφανειακή φαινόταν και η ίδια στον φακό, λες και αποκλείεται να ήταν πολύ πιο φεμινίστρια, αριστερή, πολιτικοποιημένη, με άποψη και δυναμισμό. Κι αν τελικά η Μέριλιν Μονρόε επεδίωκε αυτή την εικόνα για να σταθεί σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο και να μπορέσει έμμεσα να πετύχει τους σκοπούς της;
Σε μια εποχή ακραία ρατσιστική, ήταν ρατσίστρια; Όχι! Άλλωστε γεννημένη και μεγαλωμένη την εποχή του Κραχ από πολλές ανάδοχες οικογένειες, μια ήταν αυτή που έβλεπε με νοσταλγία στην ενήλικη ζωή της. Οι Μπόλεντερ, ζούσαν σε μια εργατική περιοχή, γεμάτη μαύρους κατοίκους, όπου η Μέριλιν θα ξεπερνούσε από μικρή ηλικία τα όποια φυλετικά εμπόδια και θα αποκτούσε ταξική συνείδηση. Αργότερα, θα χρησιμοποιούσε την λευκή της «κυριαρχία» για να υπερασπιστεί την μαύρη κοινότητα, με πιο γνωστή την ιστορία με την Έλα Φιτζέραλντ. Γιατί όταν το διασημότερο κλαμπ, το Μοκάμπο, θα απαγόρευε στην Φιτζέραλντ να τραγουδήσει εκεί, η Μέριλιν αντέδρασε λέγοντας ότι αν δεν τραγουδούσε εκεί η Έλα, εκείνη δεν θα ξαναπήγαινε εκεί. Δεν έφταιγε μόνο το ότι ήταν μαύρη η Φιτζέραλντ. Κι άλλες μαύρες τραγουδίστριες είχαν εμφανιστεί στο Μοκάμπο, όπως η Έρθα Κιτ, αλλά η Έλα Φιτζέραλντ ήταν και μαύρη, και υπέρβαρη και καθαρά τζαζ τραγουδίστρια. Όμως η Μέριλιν την υπερασπίστηκε, σε μια εποχή που οι περισσότεροι λευκοί αστοί θα αδιαφορούσαν, με την ίδια φυσικότητα που πόζαρε δίπλα σε έγχρωμους σταρ, όταν άλλοι τους έβλεπαν ως παρείσακτους.
Ήταν φεμινίστρια, σε μια εποχή που οι γυναίκες υπάκουαν στην πατριαρχία; Ναι! Το 1959 είχε δηλώσει: «Θα ήθελα να γίνω γνωστή ως πραγματική ηθοποιός και ως άνθρωπος. Αλλά κοιτάξετε, δεν υπάρχει τίποτα λάθος με το γκλάμουρ. Όλα βγάζουν νόημα νομίζω. Δεν θα μπορέσω να διώξω το γκλάμουρ. Αλλά θέλω να είμαι στο είδος των ταινιών, όπου μπορώ να αναπτυχθώ, όχι απλά να φοράω καλσόν». Στο μέσο του προηγούμενου αιώνα, ο φεμινισμός ήταν ένα προβληματικό ζήτημα και η Μέριλιν είχε φιλοδοξίες μεγαλύτερες του φύλου της και του ταλέντου της. Και ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα. Ίσως να υπέφερε από την εικόνα της μιας και μόνης προσωπικότητας που περίμενε ο κόσμος να φέρει, γι’ αυτό και απέφευγε να δηλώσει ότι είναι φεμινίστρια. Η ίδια είχε τεράστια εκτίμηση για τις γυναίκες που ξέφευγαν του πλαισίου που τους οριζόταν, όπως την Vijaya Lakshmi Pandit, την αδερφή του Ινδού Πρωθυπουργού Νεχρού, που ήταν στην ύπατη αρμοστεία του ΟΗΕ, όπως είχε δηλώσει στον δημοσιογράφο Έντουαρντ Μάροου, γεγονός που δείχνει ότι τα ενδιαφέροντά της ταξίδευαν έξω από τα σύνορα της χώρας κι ότι οι ορίζοντές της απλώνονταν γεωγραφικά. Πιθανότατα όμως η πιο χαρακτηριστική δήλωση που αποδεικνύει τα παραπάνω ήταν αυτή που έδωσε το 1955, σε μια press conference: «Δεν είμαι φεμινίστρια! Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος διοικείται με διαχωρισμούς, αλλά με τους κοινούς κόπους τόσο των αντρών όσο και των γυναικών ως ίσους!». Υπάρχουν σίγουρα πολλά ακόμη παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι για την εποχή της, η Μέριλιν βρισκόταν βήματα μπροστά. Όπως η μάχη που έδωσε με τα στούντιο για καλύτερη αμοιβή. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ήταν μια ιδιοτελής πράξη, ή μια φεμινιστική έξαρση, γεγονός είναι όμως ότι άνοιξε τον δρόμο σε μια σκληρή βιομηχανία. Όμως, υπάρχει μια πτυχή της προσωπικότητάς της που αποκρύπτεται πάντα για τα καλά.
Ήταν η Μέριλιν Μονρόε πολιτικοποιημένη και με άποψη; Φυσικά. Και μάλιστα είχε πολύ πιο προοδευτικές απόψεις απ’ ότι νομίζουμε, ήταν πολύ πιο αριστερή μέσα στον σκληρό μακαρθισμό απ’ ότι μπορούμε να φανταστούμε. Η ταξική της συνείδηση θα έβγαινε προς τα έξω ανοιχτά κυρίως μετά τον γάμο της με τον αριστερό Άρθουρ Μίλλερ. Σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να σημειωθεί ότι η Μέριλιν, το 1960 ήταν ιδρυτικό μέλος της επιτροπής του Χόλυγουντ για την σωστή χρήση της πυρηνικής ενέργειας, ότι ποτέ δεν έκρυψε την συμπάθειά της για τον Φιντέλ Κάστρο κι ότι υποστήριξε ένθερμα τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα. Την ίδια χρονιά, είχε διοριστεί ως αναπληρωτής εκπρόσωπος του δημοκρατικού κόμματος στο Κονέκτικατ. Η Μέριλιν ήταν βουτηγμένη στην πολιτική πολύ περισσότερο απ’ όσο το Χόλυγουντ θέλει να παραδεχτεί. Η αλληλογραφία της όμως με τον Λέστερ Μάρκελ, συντάκτη των New York Times, δείχνει πόσο ενδιαφερόμενη για τα κοινά ήταν.
Στο γράμμα της 29ης Μαρτίου 1960, η Μέριλιν αναφέρεται σε αρκετούς υποψήφιους των προεδρικών εκλογών, τονίζοντας ότι ο Ουίλιαμ Ντάγκλας του Ανώτατου Δικαστηρίου θα ήταν ο καλύτερος Πρόεδρος κι ότι ο Τζον Φ. Κένεντι θα γινόταν ένας εξαιρετικός αντιπρόεδρος, αφού το διαζύγιο του Ντάγκλας χωρίς την στήριξη του Κένεντι θα του στερούσε τις ψήφους των καθολικών. Υποστηρίκτρια του αντικαπιταλιστικού αγώνα, κριτικάρει την στάση των ΗΠΑ απέναντι στον Κάστρο μετά την επανάσταση. Και κλείνει με μερικά προτεινόμενα σλόγκαν για τους υποψήφιους. Είναι αστείο πραγματικά, αλλά το σλόγκαν για τον Κένεντι δείχνει πόσο λίγο πίστευε στην υποψηφιότητά του.
Σε μια επομένως δεύτερη και εις βάθος ανάγνωση, και οι δύο γυναίκες είχαν περισσότερα κοινά πίσω από την εικόνα τους, ενώ έζησαν τη ζωή τους έξω από τις κοινωνικές απαιτήσεις. Η μια πέτυχε με την εικόνα της επαναστάτριας για να ζήσει τον έρωτα κρυφά αλλά έντονα, η άλλη ήταν ο ερωτισμός εγκλωβισμένος σε ένα σώμα που αποζητούσε και κρυφά εκδήλωνε την ανάγκη της για πνευματική ανάπτυξη και για κοινωνική αλλαγή. Υπάρχει βέβαια και η πιθανότητα να ήθελαν ακριβώς αυτό: την δημιουργία μιας εικόνας που θα τις καθιέρωνε κοινωνικά σε περιόδους που οι γυναίκες είχαν ελάχιστες πιθανότητες να πετύχουν. Ανάμεσα όμως στο φαίνεσθαι και στο είναι πάντα υπάρχει διαφορά.
Η αλήθεια είναι ότι όλοι μας, λίγο ή πολύ, δημιουργούμε μια εικόνα για τον εαυτό μας, γιατί πάντα σε ένα βαθμό μας επηρεάζει το άμεσο περιβάλλον και η γνώμη των άλλων κι έτσι δημιουργούμε μοτίβα συμπεριφοράς για να ανταπεξέλθουμε κοινωνικά, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μας. Όμως και οι δύο περιπτώσεις υπογραμμίζουν κάτι ακόμη σημαντικότερο: το ότι οποιαδήποτε κι αν είναι η κοινωνική εικόνα μας, όλοι μας είμαστε ένα ουράνιο τόξο χαρακτηριστικών και συναισθημάτων, ένα καλειδοσκόπιο συμπεριφορών και αναγκών που δεν πρέπει να παραβλέπονται μπροστά στην παγίδα της εικόνας.