«Για τα ξεσπάσματα ενός τρίχρονου , τελικά φταίει η αρχιτεκτονική» διάβασα πρόσφατα σ΄ ένα άρθρο, περιμένοντας να δω που το πάει.
Αναφερόταν στον γνωστό τρόπο ζωής που έχουν τα νέα ζευγάρια σήμερα, μεγαλώνοντας τα παιδιά τους μέσα σε μικρούς περιορισμένους χώρους…μόνοι τους.
Σαν κοινωνία έχουμε αυτό-τακτοποιηθεί στα «κουτάκια» μας, διαμερίσματα ή μονοκατοικίες, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σαν μονάδες που δεν έχουν καμιά αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Πόσο «φυσιολογικό» άραγε είναι αυτό;
Οι άνθρωποι μέχρι σχετικά πρόσφατα, ζούσαν πάντα σε κοινότητες, για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια, την κοινωνικοποίηση και κοινοχρήστους πόρους. Ο εγκέφαλος μας έχει προγραμματιστεί να ζει κοντά σε άλλους, να μοιράζεται τρόφιμα και εργαλεία, να προστατεύει ο ένας τον άλλον και να ανταλλάσει πληροφορίες.
Στις μέρες μας οι κοινότητες δεν υφίστανται παρά μόνο ψηφιακά, οι άνθρωποι ζουν κοντά ο ένας με τον άλλον χωρίς να επικοινωνούν με αποτέλεσμα φαινόμενα, όπως η κοινωνική απομόνωση και ο κοινωνικός αποκλεισμός, να εντείνονται με τις γνωστές συνέπειες στην ψυχολογία όλων μας.
Αυτό έχει αντίκτυπο και στα παιδιά. «It takes a village to raise a child» λέει μία αφρικανική παροιμία, υπενθυμίζοντας μας ότι χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί με φροντίδα, δημιουργικότητα και ασφάλεια. Κάπου στην πορεία λοιπόν χάσαμε το χωριό και έτσι πλέον τα παιδιά στερούνται την εμπειρία της αλληλεπίδρασης τους με άτομα διάφορων συνηθειών και προσωπικοτήτων.
Πιστεύω όμως πολύ, ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες κατά την εξέλιξης τους, αφουγκράζονται τις πραγματικές τους ανάγκες και κάνουν κινήσεις διορθώνοντας την πορεία τους και βρίσκουν λύσεις.
Ανέκαθεν, ο ρόλος της αρχιτεκτονικής ήταν η δημιουργία χώρων που θα δίνουν λύσεις στις ανάγκες της κάθε κοινωνίας αλλά και να προτείνουν νέους τρόπους διαβίωσης που θα εμπνέουν και θα αποτελούν κίνητρο για δημιουργία.
Εδώ και κάποιες δεκαετίες λοιπόν, έχει κάνει την εμφάνιση του ένα ας το πούμε νέο μοντέλο κατοίκησης που ονομάζεται “co-living” και φαίνεται σαν να λειτουργεί ως απάντηση στο πρόβλημα.
Τι είναι λοιπόν το “co-living”;
Ομάδες ανθρώπων, οικογένειες ή μεμονωμένα άτομα συμφωνούν, ορίζοντας μεταξύ τους κάποιους κανόνες, να «μείνουν μαζί» διατηρώντας μεν την ιδιωτικότητά τους, αλλά μοιράζοντας μέρος της καθημερινότητά τους όμως με τους άλλους, ενισχύοντας έτσι το αίσθημα συνεργασία και του «ανήκειν».
Έχει λοιπόν ο καθένας τον δικό του ιδιωτικό χώρο, υπνοδωμάτιο, μπάνιο ίσως και ένα μικρό κουζινάκι, αλλά μοιράζεται με τους υπόλοιπους «συν-κατοίκους» την τραπεζαρία, μια μεγάλη κουζίνα, αποθηκευτικούς χώρους, χώρο πλυντηρίου, αλλά και γυμναστήρια, μπαρ, εργαστήρια, κινηματογράφο.
Πολλές φορές επιλέγουν να ζουν μαζί άτομα ή οικογένειες με κοινούς στόχους, προγράμματα, κουλτούρα, ηλικία και ιδέες. Άλλοτε όμως το “co-living” συντίθεται από άτομα διαφορετικών ηλικιών, εθνικοτήτων και ιδιοτήτων αποσκοπώντας στο όφελος της αλληλεπίδρασης με το διαφορετικό και το ξένο.
Στη φιλοσοφία του “co-living” το σπίτι αντιμετωπίζεται ως δοχείο ζωής (Κωνσταντινίδης…), χώρος που καλλιεργεί τις σχέσεις, τη δημιουργικότητα, την ισότητα, την ανεκτικότητα και την συνεργασία και όχι την ατομικότητα και τον εγωκεντρισμό.
Ο τρόπος αυτός ζωής λοιπόν μοιάζει να γίνεται όλο και πιο διαδεδομένος τα τελευταία χρόνια μιας και τα πλεονεκτήματά του είναι πολλά.
Σίγουρα σημαντικό κίνητρο για να επιλέξει κανείς αυτό το μοντέλο κατοίκησης, είναι το χαμηλό κόστος εφόσον πολλά έξοδα μοιράζονται, αλλά και η δυνατότητα να εγκατασταθεί κανείς μόνο για λίγους μήνες, υποστηρίζοντας έτσι τους ψηφιακούς νομάδες.
Σήμερα αποτελεί όλο και περισσότερο διαδεδομένο μοντέλο σε πολλές χώρες όπως η Γερμανία, η Αγγλία η Ισπανία και η Αμερική ενώ πολλές μεγάλες εταιρείες βλέποντας την μεγάλη απήχηση που έχει, επενδύουν στην επιχείρηση «co living».
Όμως θεωρώ ότι η πραγματική αιτία που το φαινόμενο αυτό αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις είναι η ανάγκη των ανθρώπων να υπάρξουν σε μια μικρότερης κλίμακας κοινωνία, να ξαναβρούν το «χωριό» τους, να αισθανθούν ότι ανήκουν σε μια ομάδα ανθρώπων που οι σχέσεις τους βασίζονται στην αλληλεγγύη, στην συνεργασία και στην ισότητα, και τα παιδία να βρουν την ελευθερία και την ισορροπία τους ώστε να μη χρειάζεται να ξεσπάνε.
Και ίσως η αρχιτεκτονική να βοηθήσει σ αυτό.