Κάτω από την πολυκατοικία μου, στην είσοδο του σχολείου απέναντι, διασχίζοντας τον δρόμο και μπαίνοντας στο γραφείο, παντού υπάρχουν γκράφιτι.
Προχωρώντας μέσα στην πόλη συνεχίζεται το ίδιο μοτίβο, συνθήματα, τεράστια γράμματα μικρά και μεγάλα «καλλιτεχνικά» έργα κατακλύζουν την πόλη… Τι κι αν οι αρχές προσπαθούν να καθαρίσουν τοίχους και μνημεία από τις άναρχες τοιχογραφίες το κακό εξαπλώνεται…. προφανώς ένα τσούρμο κακομαθημένων έχει βαλθεί να μουτζουρώσει ότι βρει μπροστά του αδιαφορώντας για την αισθητική της πόλης.
Η μήπως όχι;
Το γκράφιτι σαν όρος εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα στην Ιταλία για να περιγράψει τα σκαλισμένα μοτίβα στις προσόψεις των κτιρίων.
Στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο επανεμφανίστηκε με αντιφασιστικά συνθήματα και συνεχίστηκε τη δεκαετία του ’60 με το σύνθημα των μαθητών στην Αμερική “The wall will have their say”.
Στην Νέα Υόρκη γκράφιτι έκαναν οι πολιτικοί ακτιβιστές ή συμμορίες για να «σημαδέψουν» τις περιοχές τους. Ως καλλιτεχνικό κίνημα αναδείχτηκε όταν οι New York Times έκαναν αφιέρωμα στον Έλληνα ταχυδρόμο που είχε «ταγκάρει» το ψευδώνυμο του, TAKIS 183 σε όλους τους τοίχους και βαγόνια της πόλης.
Στην Ελλάδα εμφανίστηκε την δεκαετία του ’80 και βρήκε πρόσφορο έδαφος μια που η ελληνική κουλτούρα ήταν ήδη εξοικειωμένη με οπαδικά και άλλα συνθήματα στους τοίχους.
Γκράφιτι είναι γενικός όρος που σήμερα χρησιμοποιείται για κάθε τι που γράφεται η σχεδιάζεται παράνομα: Μπορεί να είναι ο «βομβαρδισμός» (bombing) των τοίχων μιας ολόκληρης περιοχής με «tags», ή να είναι συνθήματα σε τοίχους, τρένα, στάσεις, πινακίδες κυκλοφορίας, παγκάκια. Μπορεί να είναι άτεχνες μουτζούρες-απόπειρες «tag», αποτυπώματα με στένσιλ, στίκερς (αυτοκόλλητα συνήθως με tags), μα και πολύπλοκες χρωματικές συνθέσεις (Burners) ή μεγάλα εικαστικά έργα (Masterpieces) .
Το γκράφιτι αποτελεί ποινικό αδίκημα τόσο στην Ελλάδα όσο και σε Αγγλία Ηνωμένες Πολιτείες, Αυστραλία και καταδιώκεται από τις αρχές με υπερβάλλων ζήλο με αποτέλεσμα να έχουν αφαιρέσει κάποιοι δήμοι ακόμα και έργα που οι ίδιοι είχαν παραγγείλει όπως έγινε στο Σικάγο.
Ταυτόχρονα οι αρχές στέκουν αμήχανα μπροστά σε έργα του Moose ο οποίος δημιουργεί έργα χωρίς τη χρήση σπρέι άλλα αφαιρώντας βρωμιά και χρώματα από τοίχους.
Υπάρχουν όμως και πόλεις όπως το Άμστερνταμ ή το Βερολίνο που αγκαλιάζουν το γκράφιτι ως πολιτιστικό αγαθό. Οι αρχές της Μπογκοτά καλωσορίζουν τους καλλιτέχνες του δρόμου να αφήσουν το σημάδι τους στην πόλη.
Ο θεσμός της τέχνης έχει ήδη αποδεχτεί το γκράφιτι και τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου όπως το ΤΑΤΕ επιδιώκει να φιλοξενήσει έργα του.
Ήδη από το 1974 ο Νόρμαν Μέιλερ στο βιβλίο του “The faith of graffiti” ισχυρίζεται πως τα γκράφιτι στους δρόμους της Νέας Υόρκης είναι αντίστοιχης καλλιτεχνικής αξίας με τους πίνακες του Τζιότο.
Πλέον πολλοί καλλιτέχνες του δρόμου είναι αναγνωρισμένοι για την αξία τους με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Bansky, τον David Choe, Blek le Rat, Renta, τον Βραζιλιάνο Eduardo Kobra ή τον παριζιάνο Ash.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει το γκράφιτι ένα από τα δημοφιλέστερα είδη τέχνης?
Σκοπός του γκράφιτι δεν είναι να ομορφύνει τους γκρι τοίχους των μεγαλουπόλεων άλλα ούτε να βανδαλιστεί η δημόσια περιουσία.
Κάθε έργο είναι μία συνειδητή πράξη, που πηγάζει από μία εσωτερική ώθηση για εξέλιξη, για αλλαγή των διαμορφωμένων κοινωνικά συνθηκών. Είναι μια διαμαρτυρία για τον επιφανειακό, υποκριτικό σκληρό για τον άνθρωπο και τον πλανήτη μας τρόπο ζωής.
Διαμαρτύρεται για την καταστροφή του πλανήτη από τον άνθρωπο, καυτηριάζει την ματαιότητα του καταναλωτισμού, ανησυχεί για την μοναξιά, για την επίδραση που ασκούν στη σκέψη μας τα ΜΜΕ, διαμαρτύρεται για την έλλειψη πραγματικής επικοινωνίας. Και προτείνει την βαθύτερη επαφή με τον εαυτό, διεκδικεί το όνειρο, οραματίζεται την ουτοπία, διεκδικεί έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο ουμανιστικό στον οποίο οι θεμελιώδεις αξίες της ζωής θα ρυθμίζουν τη λειτουργία της κοινωνίας.
Χρησιμοποιώντας σαν όπλο την τέχνη προσπαθεί να επικοινωνήσει, να προκαλέσει προβληματισμούς, να αφυπνίσει και να συγκινήσει.
Εναντιώνεται αυθόρμητα στους άδικους νόμους και θεωρεί ότι ο δικός του «βανδαλισμός» είναι πολύ μικρότερος από αυτόν που νόμιμα διαπράττουν οι διαφημιστικές εταιρείες με τις πινακίδες τους στους δημόσιους χώρους.
Οι περισσότεροι από εμάς θα μπορούσαμε να σκεφτούμε δεκάδες άσχημες κατασκευές διαφημιστικών πινακίδων. αλόγιστα σκίαστρα που έχουν πληρωθεί ή εγκριθεί από την τοπική διοίκηση. Ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο γίνονται αποδεκτά απερίσκεπτα. Η εχθρότητα προς την έκφραση του γκράφιτι μπορεί να αρχίσει να μοιάζει με κάτι πιο ανησυχητικό πολιτιστικά
Το γκράφιτι υπάρχει, είναι έκφραση ζωής, ο καθρέπτης μέρους της κοινωνίας που θέλει να πει «υπάρχω και εγώ». Είναι μια εικόνα που θα αντικρίσεις ενώ περπατάς και θα σε προβληματίσει, που σε λίγο δε θα υπάρχει ή θα αλλάξει, ακολουθώντας το εφήμερο της ζωής, δε προσδοκά αναγνωρισιμότητα, ουτε εμπεριέχει ματαιοδοξία, δεν εγκλωβίζεται σε μουσεία και δεν καθοδηγείται από το κέρδος.
Θυμάμαι το 2015 , το περίφημο γκράφιτι στο κτίριο του Πολυτεχνείου εν μέσω οικονομικής κρίσης. Τελικά καθαρίστηκε και δεν άφησε ίχνος καταστροφής στο κτίριο, οι συζητήσεις και τα συναισθήματα που προκάλεσε ήταν σημαντικά. Ένα χρόνο πριν οι New York Times είχαν συνέντευξη του ΙΝΟ με τίτλο: « Ένα γκράφιτι στην Αθήνα ισούται με χίλιες λέξεις δυσφορίας»
Απέχθεια μας δημιουργείται σαν αίσθηση όταν αντικρίζουμε εικόνες της βανδαλισμένης Villa Sovoye του Le Corbusier, του καλλιτέχνη Xavier Delory, ο οποίος μέσα από αυτό το έργο θέλει να τονίσει την υποκρισία στην ευλάβειά μας για τα διάσημα αυτά αρχιτεκτονικά έργα μια που ο μοντερνισμός και ο βανδαλισμός συνδέονται στενότερα από ότι πιστεύουμε.
Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο Korydallos Lake Park Wall που εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 2022 και μετέτρεψε τον τοίχο των πρώην γυναικείων φυλακών σε υπαίθρια γκαλερί 1300,00τ.μ. με διάσημους καλλιτέχνες από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο να περνούν το μήνυμα τους για ελευθερία.
Οι καλλιτέχνες του δρόμου θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο είτε γράφοντας «άτσαλα» ένα σύνθημα στον τοίχο είτε δημιουργώντας αριστουργήματα αλλά πάντα με ελευθερία και θρασύτητα ενάντια στον αστικό καθωσπρεπισμό, όπως άλλωστε πρέπει να είναι η τέχνη.
“People say graffiti is ugly, irresponsible and childish… but that’s only if it’s done properly.” — Banksy