Πολλοί αναρωτήθηκαν ποιον θα κατασκόπευε η ρωσίδα από το Παγκράτι. Το πιο πετυχημένο πρότυπο ομότεχνού της, ο Γκίντερ Γκιγιόμ, χρειάστηκε 14 χρόνια μέχρι να φτάσει στην «πηγή».
…
Η ρωσίδα πλέκτρια που απασχολεί αυτές τις ημέρες την επικαιρότητα, καθώς αποκαλύφθηκε από την ΕΥΠ ότι ήταν κατάσκοπος της Ρωσίας, ήταν και φωτογράφος. Η κατά δήλωσή της (το πιστοποιητικό γέννησης αποδείχθηκε παραποιημένο) γεννημένη το 1991 Μαρία Τσάλλα ήταν τελικά η Ιρίνα Αλεξάντροβνα Σμέρεβα, γεννημένη στην πραγματικότητα το 1988. Αυτό που έφερε τη Σμέρεβα στην Ελλάδα δεν είναι γνωστό, αλλά γνωστό είναι ότι εμφανίστηκε στη χώρα μας λίγους μήνες μετά την που είχαν έντονη παρουσία στη βόρεια Ελλάδα εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Οι φωτογραφίες της Μαρίας Τσάλλα δεν ήταν άσχημες, αλλά τη «δεύτερη ζωή» της δεν πρόλαβε να τη «στήσει» στη χώρα μας. Όταν οι ελληνικές αρχές εντόπισαν τα ίχνη της και η καριέρα της στην Ελλάδα τελείωσε, δεν είχε ακόμα ξεκινήσει.
Η «Μαρία Τσάλλα».
Πολλοί αναρωτήθηκαν: και τι θα κατασκόπευε η Σμέρεβα; Ήταν πολύ νέα, χωρίς φίλους στην Αθήνα, χωρίς επαφές (με εξαίρεση τον έλληνα φίλο της και μια γαλλίδα ιδιοκτήτρια βιβλιοπωλείου) και με δύο χρόνια πανδημίας που περιόρισε στο έπακρο τις κοινωνικές επαφές των ανθρώπων. Αρχικά, όπως εξήγησε στο δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 ο ρώσος δημοσιογράφος και ειδικός στις μυστικές υπηρεσίες Αντρέι Σολντάτοφ, οι illegals, δηλαδή οι «φυτευτοί» πράκτορες που «φοράνε» μια ψεύτικη βιογραφία και είναι Ρώσοι στην καταγωγή, παίζουν μόνο βοηθητικό ρόλο, διατηρώντας επαφή με ανθρώπους που σε ελληνικές γραφειοκρατικές υπηρεσίες δουλεύουν για τους Ρώσους (τέτοιοι στο παρελθόν υπήρξαν ακόμα και στην ΕΥΠ) και μεταφέροντας πληροφορίες τους – για παράδειγμα δίνοντας στην πρεσβεία μια επαφή που οι ελληνικής καταγωγής κατάσκοποι είτε δεν μπορούν, είτε δεν θέλουν να αναλάβουν.
Γιατί όμως οι Ρώσοι επιμένουν να στέλνουν δικούς τους για να υποδύονται τους …ξένους; Η ιστορία πάει 70 (και περισσότερα) χρόνια πίσω. Οι χώρες του ανατολικού μπλοκ, εξαιτίας της τεχνικής τους υστέρησης στον ηλεκτρονικό πόλεμο στην Ευρώπη, είχαν αναπτύξει περισσότερο τις ικανότητες στην επιτυχή προσέγγιση και την ανθρώπινη επαφή (Human Intelligence), ένα «σπoρ» στο οποίο ούτως ή άλλως οι δυτικές υπηρεσίες, πλην των βρετανικών και των ισραηλινών, υστερούσαν απελπιστικά. Ειδικά οι Ανατολικογερμανοί, εξαιτίας της κοινής γλώσσας με τους Δυτικογερμανούς είχαν αναπτύξει στο έπακρο αυτό το σύστημα της συλλογής πληροφοριών.
Ένας άλλος φωτογράφος, επαγγελματίας αυτή τη φορά, που βρέθηκε από το Ανατολικό Βερολίνο στην Φρανκφούρτη το 1956 δήθεν ως «πρόσφυγας» διωγμένος από το ανατολικογερμανικό καθεστώς, χρειάσθηκε μια δεκαετία για να δικτυωθεί σε υψηλό επίπεδο στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας· 14 χρόνια για να φτάσει στην καγκελαρία πλάι στον Βίλι Μπραντ· 20 χρόνια για να συλληφθεί και 31 χρόνια για να απελαθεί. Αλλά τότε η ζωή δεν ήταν τόσο γρήγορη.
Ο 29χρονος φωτογράφος Γκίντερ Γκιγιόμ
Ο Γκίντερ Γκιγιόμ ξεκίνησε το 1956 να εγκατασταθεί από το Ανατολικό Βερολίνο στην Φρανκφούρτη. Σε ηλικία 29 χρονών –όσο δηλαδή ήταν και η Σμέρεβα όταν ήρθε στη χώρα μας– μετακόμισε με τη γυναίκα του Κρίστελ στη Δυτική Γερμανία. Λίγο πριν από αυτούς είχε μετακομίσει η πεθερά τους, Έρνα Μπουμ, που είχε ολλανδικό διαβατήριο. Οι Γκιγιόμ δεν κατέφυγαν στο στρατόπεδο προσφύγων από την Ανατολική Γερμανία, διότι εκεί ήξεραν ότι θα υφίσταντο ανάκριση από τα όργανα της δυτικογερμανικής αντικατασκοπείας, αλλά πήγαν στο σπίτι της Μπουμ, που με βάση το σχέδιό τους είχε νοικιάσει διαμέρισμα και άρα τους φιλοξενούσε.
Η Κρίστελ και ο Γκίντερ Γκιγιόμ στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης το 1956, κατά την επιχείρηση μετεγκατάστασής τους στο Βερολίνο.
Η Έρνα Μπουμ άνοιξε ένα μαγαζί που πουλούσε τσιγάρα και καφέ, το Boom am Dom, που ήταν εξαιρετικά δημοφιλές ανάμεσα στους εργάτες της Φρανκφούρτης, αλλά και σημείο παράδοσης κωδικοποιημένων μηνυμάτων σε πακέτα από τσιγάρα, τα οποία παραλάμβαναν αγγελιαφόροι του Ανατολικού Βερολίνου.
Μέσα από το μαγαζί αυτό ο Γκιγιόμ απέκτησε φίλους, ενώ με εντολή από το Ανατολικό Βερολίνο γράφτηκαν αυτός και η γυναίκα του, Κρίστελ, το 1957 στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας. Τότε το SPD ήταν ακόμα αντίθετο στον επανεξοπλισμό της χώρας και στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Ο Γκιγιόμ παρατηρεί τη δεξιά στροφή των σοσιαλδημοκρατών και, προκειμένου να μπορεί να είναι μέσα στο παιχνίδι, «στρίβει» και αυτός δεξιά. Αργότερα παίρνει από τον αναπληρωτή υπουργό για την κρατική ασφάλεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Μάρκους Βολφ, την εντολή να «κρεμασθεί» στο περιβάλλον του πιο ισχυρού σοσιαλδημοκράτη της Φρανκφούρτης, του Γκέοργκ Λέμπερ. Ο Λέμπερ, πρόεδρος των συνδικάτων των οικοδόμων (IG Bau), εκλέγεται πρώτος βουλευτής στις εκλογές του 1969 ενώ ο Γκιγιόμ έχει εκλεγεί επικεφαλής των σοσιαλδημοκρατών στο δημοτικό συμβούλιο της Φρανκφούρτης. Ο νέος καγκελάριος Βίλι Μπραντ, που είναι και ο πρώτος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος μετά τον πόλεμο, ζητά από τον Λέμπερ έναν συνεργάτη που να κρατάει την επαφή με τα συνδικάτα που είναι ακόμα τότε πανίσχυρα, καθώς και με τις κοινωνικές «μηχανές» της κυβερνητικής αλλαγής στη Βόννη.
Άκαρπος έλεγχος
Προτού εγκατασταθεί πλάι στον Μπραντ, ο Γκιγιόμ περνάει έναν πολύ άγριο έλεγχο ασφαλείας, καθώς ο υπουργός καγκελαρίας Χορστ Έμκε και ο αναπληρωτής του, Έγκον Μπαρ, δεν είναι πεισμένοι για το παρελθόν του. Ο Έμκε έχει ανακαλύψει ότι ως ανατολικογερμανός ήταν Reisekader (στέλεχος που μπορούσε να ταξιδέψει, κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν οι περισσότεροι Ανατολικογερμανοί), αλλά ο Γκιγιόμ ξεγλιστράει σαν χέλι όταν αντιλαμβάνεται ότι ο εις βάρος του πληροφοριοδότης έχει πεθάνει και συμφωνεί (εκ τους ασφαλούς) σε μία κατά αντιπαράσταση εξέταση μαζί του. «Ήταν οι δυσκολότερες δύο ώρες της ζωής μου» θα γράψει στα απομνημονεύματά του το 1990. Αργότερα ο Μάρκους Βολφ, ο ανατολικογερμανός προϊστάμενος του Γκιγιόμ στη ΣΤΑΖΙ, θα πει πως «ούτε στα πιο άγρια όνειρά μας δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο Γκιγιόμ θα γινόταν υπάλληλος της καγκελαρίας, ήταν γνωστός με το όνομά του και θεωρούσαμε ότι οι Δυτικογερμανοί γνώριζαν ότι ήταν μέλος του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (σ.σ.: του κυβερνητικού κομμουνιστικού κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας)».
Οι αναφορές του στο Ανατολικό Βερολίνο κρίνονται «μέτριες». Ο ίδιος φαίνεται ότι έχει απορροφηθεί από τη νέα του ζωή και δεν επιθυμεί να βλάψει τον Μπραντ, τον οποίο θαυμάζει όπως δείχνουν νεότερες ιστορικές έρευνες. Ταυτόχρονα ο γιός του, Πιέρ, που έχει γεννηθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, θεωρεί τον εαυτό του Δυτικογερμανό (ο Πιέρ δεν γνώριζε το παραμικρό για την πραγματική δραστηριότητα των γονιών του).
Η Κρίστελ και ο Γκιγιόμ με τον γιο τους Πιέρ.
Από τον Όλυμπο της εξουσίας στη φυλακή
Τον Νοέμβριο του 1972 γίνονται εκλογές. Ο Γκιγιόμ οργανώνει την προεκλογική εκστρατεία και κατά τις έξι εβδομάδες του προεκλογικού αγώνα έχει πρόσβαση σε όλα τα απόρρητα χαρακτηρισμένα έγγραφα της καγκελαρίας. «Ο Γκιγιόμ είναι παγιδευμένος ανάμεσα στην προδοσία και τον θαυμασμό του για τον Μπραντ», θα πει αργότερα ο γιός του Πιέρ.
Την άνοιξη του 1973 οι γερμανικές υπηρεσίες, που έχουν εντωμεταξύ καταφέρει να σπάσουν τον «κώδικα» των παλιότερων μηνυμάτων της ΣΤΑΖΙ προς τον Γκιγιόμ, παρουσιάζουν στον τότε υπουργό Εσωτερικών Χανς Ντίτριχ Γκένσερ και μέσω αυτού στον ίδιο τον Μπραντ τις υποψίες τους ότι ο Γκιγιόμ είναι πράκτορας του Ανατολικού Βερολίνου. Ο Μπραντ δεν τους πιστεύει, αλλά «καταπίνε黨την πρότασή τους να μην αλλάξει τίποτα στη σχέση του με τον Γκιγιόμ για να πιαστεί ο τελευταίος «στα πράσα». Το καλοκαίρι του 1973 ο Μπραντ με τη γυναίκα του και ο Γκιγιόμ με την Κρίστελ κάνουν κοινές διακοπές στη Νορβηγία (η πρώτη γυναίκα του Μπραντ, Ρουθ, είναι Νορβηγίδα και στη χώρα αυτή έχει περάσει ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης τα χρόνια του πολέμου ως εξόριστος).
Ο καγκελάριος Βίλι Μπραντ με τον φωτογράφο του το 1974 στην Κάτω Σαξονία. [Bundesarchiv, B 145 Bild-F042453-0011 / Wegmann, Ludwig / CC-BY-SA 3.0]
Στο νορβηγικό Χάμαρ, όπου κάνουν διακοπές τα ζεύγη Μπραντ και Γκιγιόμ, φτάνουν συνολικά από τη Βόννη 11 τηλεγραφήματα, διαβαθμισμένα ως απόρρητα, που αφορούν τη σχέση των ΗΠΑ με τη Γερμανία, τις πυρηνικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ και το εμπόριο ανάμεσα σε δυτικό και ανατολικό κόσμο. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο Γκιγιόμ δεν φαίνεται να παρέδωσε ποτέ αυτά τα τηλεγραφήματα στο Ανατολικό Βερολίνο· ένα σημάδι ίσως ότι δεν ήθελε να βλάψει τον Μπραντ.
Λίγο αργότερα, σε νέες διακοπές του στη νότια Γαλλία, τελεί υπό συνεχή παρακολούθηση. Στις 24 Απριλίου 1974 συλλαμβάνεται στο διαμέρισμά του στη Βόννη. Είναι με το μπουρνούζι. Όταν πιάνεται λέει στους αστυνομικούς της ομοσπονδιακής αστυνομίας «είμαι πολίτης της ΛΔ της Γερμανίας και αξιωματικός της», αυτοενοχοποιούμενος. Η αστυνομία, επειδή ο φωτογράφος είναι πολύ επαγγελματίας, δεν βρίσκει το παραμικρό στο σπίτι του που να τον ενοχοποιεί. Ο 17χρονος Πιέρ μένει μόνος του στο διαμέρισμα – μαζί με τους γονείς έχει συλληφθεί και η γιαγιά του και περνάει την πρώτη του νύχτα με έναν αστυνομικό που τον προσέχει και του λέει για πρώτη φορά την αλήθεια για τους δύο γονείς του.
Ο καγκελάριος Βίλι Μπραντ με τον φωτογράφο του Γκίντερ Γκιγιόμ μεταξύ 1970 και 1974 στο Ντίσελντορφ. [Wikimedia Commons]
Η σύλληψη του Γκιγιόμ οδηγεί στην παραίτηση του Μπραντ, αν και δεν είναι η αιτία της, όπως συμφωνούν οι εκτιμήσεις του Γκένσερ αλλά και της ΣΤΑΖΙ. Οι υπηρεσίες ασφαλείας ενημερώνουν τον Μπραντ και τους άλλους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ότι ο Γκιγιόμ «πήγαινε γυναίκες στον Μπραντ», αλλά ο προϊστάμενός του Μάρκους Βολφ λέει ότι «είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορείς να εκβιάσεις πολιτικούς, ιδιαίτερα για την προσωπική τους ζωή, αν δεν θέλουν να εκβιαστούν». Ο Μπραντ δεν θέλει πια να είναι καγκελάριος και η σύλληψη του Γκιγιόμ οδηγεί σε αμφισβήτησή του από τους άλλους ηγέτες του κόμματός του, κάτι που τον «σπρώχνει» εκτός καγκελαρίας. Ο Μάρκους Βολφ στο Ανατολικό Βερολίνο «τραβάει τα μαλλιά του», καθώς η πολιτική του Μπραντ συμφέρει την Ανατολική Γερμανία: «Ήταν ένα αυτογκόλ», θα πει το 1995.
Οι δυσκολίες του γιού
Παρόλα αυτά όταν οι Γκιγιόμ αποφυλακίζονται το 1981 και γυρίζουν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο Βολφ τους υποδέχεται και η ΣΤΑΖΙ γυρίζει ένα προπαγανδιστικό φιλμ για αυτούς.
Ο γάμος τους θα διαλυθεί. Ο γιός τους Πιέρ, που έχει προηγηθεί μετακινούμενος από τη δυτική στην ανατολική Γερμανία, θα ζητήσει να εγκαταλείψει τον υπαρκτό σοσιαλισμό για να γυρίσει στη χώρα που γνωρίζει. Ο Πιέρ θα ζητήσει να φέρει το όνομα της μητέρας του, Μπουμ, που θεωρεί ότι «κατέστρεψε τη ζωή της». Την ίδια ώρα ο Γκιγιόμ και ενώ το τείχος είναι έτοιμο να πέσει, σε διάλεξη σε στελέχη της ΣΤΑΖΙ στο Ρόστοκ, όπου διαφημίζει το έργο του, δαπανά τον περισσότερο χρόνο στις τοποθετήσεις του χωρίς να απαντήσει στο ερώτημα γιατί «έχασε» τον γιό του. Δεν είναι εύκολο να κρατήσεις τον εαυτό σου ενιαίο όταν έχεις δύο εαυτούς, ή όπως έλεγε ο Γκιγιόμ: «η δουλειά αυτή απαιτεί μία παραποίηση του εαυτού σου – αλλιώς δεν γίνεται».
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Ο Βίλι Μπραντ με τον Γκιγικόμ πίσω και δεξιά του, σε συνάντηση στο εργοστάσιο BKB στο Χέλμστεντ, Απρίλιος 1974.
Source: insidestory