Σιδηροδρομικός σταθμός Οδησσού ώρα 10:00 το βράδυ.
Η κλασική μουσική που ακούγεται από τα μεγάφωνα στις σκοτεινές λόγω συσκότισης πλατφόρμες δηλώνει την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας με προορισμό το Χάρκοβο. Ώρα άφιξης άγνωστη, «περίπου 10 ώρες» μας λένε, τελικά φτάνουμε μετά από 14 ώρες. Το Χάρκοβο είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και η πρώτη πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Φοιτητούπολη, τεχνολογικό κέντρο και έδρα πολλών εταιρειών που ασχολούνται με νέες τεχνολογίες. Βγαίνουμε από το σταθμό, αντικρίζουμε μία έρημη πόλη, καταστήματα κλειστά, ελάχιστος κόσμος στα πεζοδρόμια.
Στους άδειους δρόμους με τα σβηστά φανάρια κυκλοφορούν κυρίως στρατιωτικά και αστυνομικά οχήματα και από τα προάστια ακούγονται εκρήξεις. «Είναι από την ουκρανική αεράμυνα» μας λέει το νεαρό ζευγάρι που μας περιμένει έξω από το σταθμό. Είναι μέλη του “Hell’s Kitchen of Kharkiv”. Μία ομάδα εθελοντών που δουλεύει σκληρά για να βοηθήσει τον άμαχο πληθυσμό της πόλης. Ετοιμάζουν φαγητό και προσφέρουν βοήθεια σε ηλικιωμένους, άρρωστους και ανθρώπους που έχουν χάσει τα σπίτια τους από τους βομβαρδισμούς.
Παίρνουμε μία πρώτη γεύση από την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη. Κατεστραμμένα κυβερνητικά κτήρια και γραφεία εταιρειών στο κέντρο. Λίγο παραέξω η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Κατεστραμμένα σπίτια, πολυκατοικίες που έχουν καταρρεύσει, αυτοκίνητα διαλυμένα, πολιτοφύλακες που ψάχνουν στα ερείπια για νεκρούς και άνθρωποι που συνεχίζουν να ζουν μέσα στα ετοιμόρροπα σπίτια τους.
Πολύ συχνά ακούγονται σειρήνες που καλούν τον κόσμο να πάει στα καταφύγια. Η κίνηση στους δρόμους είναι δύσκολη, απανωτά checkpoint και οι εντολές για το τι επιτρέπεται να φωτογραφίσουμε και τι όχι πολύ αυστηρές,συνεχόμενοι έλεγχοι.
Φτάνουμε στη βάση των εθελοντών λίγο πριν την απαγόρευση κυκλοφορίας στις 6:00 το απόγευμα ένα παλιό και πολύ καλά ανακαινισμένο τετραώροφο που προοριζόταν για Airbnb. Δυστυχώς το μόνο δωμάτιο που είναι κενό βρίσκεται είναι στον 4ο όροφο· κακό αυτό για μία πόλη που βομβαρδίζεται. Απομακρύνουμε τα κρεβάτια από τα παράθυρα και πέφτουμε για ύπνο.
5:00 το πρωί, οργασμός δουλειάς στην κουζίνα και στο ισόγειο. Κάθε μέρα με πολύ καλή οργάνωση, μεθοδικότητα και τρομερό κέφι φεύγουν από δω δύο χιλιάδες μερίδες φαγητού.
Συνεχίζουμε το οδοιπορικό στην πόλη. Ο άνθρωπος από την οργάνωση που μας συνοδεύει δέχεται τηλεφώνημα. Μία ρουκέτα έχει πέσει σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας που βρίσκεται δίπλα σε εργοστάσιο που ήταν στόχος. Πάμε κατευθείαν, η γυναίκα που ζούσε εκεί επιστρέφει από το καταφύγιο, αντικρίζει το σπίτι της και ξεσπάει σε λυγμούς. Γείτονες την παρηγορούν και τη βοηθούν να μαζέψει μερικά ρούχα για να φύγει.
Ο οδηγός μας προτείνει να πάμε σε ένα πρώην σοβιετικό πυρηνικό καταφύγιο που βρίσκεται κοντά και φυσικά συμφωνούμε. Μία σιδερένια πόρτα μας οδηγεί δύο πατώματα κάτω από την επιφάνεια της γης. Ένας μεγάλος διάδρομος και φτάνουμε σε μία ατσάλινη πόρτα ασφαλείας. Μπαίνουμε στο καταφύγιο, υγρασία και κρύο, ράντζα στη σειρά, στρώματα στο πάτωμα, αυτοσχέδια τραπέζια, πάγκοι και κόσμος τυλιγμένος με κουβέρτες και μπουφάν. Απλωμένα ρούχα και πρόχειρα χωρίσματα. Νιώθουν ασφαλείς, αλλά οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Οι άνθρωποι είναι πολύ ευγενικοί και φιλόξενοι μας· προσφέρουν καφέ και σοκολάτα.
Φεύγουμε από εκεί και πάμε στον κεντρικό σταθμό του μετρό που χρησιμοποιείται σαν καταφύγιο. Η εικόνα είναι σοκαριστική, εκατοντάδες άνθρωποι ο ένας πάνω στον άλλον ξαπλωμένοι πάνω σε στρώματα, sleeping bag, κουβέρτες, χαρτόνια άλλοι στην πλατφόρμα και άλλοι μέσα στα βαγόνια ενός συρμού που έχει σταματήσει στο σταθμό. Εδώ η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Άνθρωποι σοκαρισμένοι, οργισμένοι, αγέλαστοι, μας κοιτούν με δάκρυα στα μάτια. Έχουμε ζητήσει να πάμε στην πρώτη γραμμή και περιμένουμε να μας δώσουν άδεια. Τελικά λίγες ώρες πριν την αναχώρηση μας από την πόλη μαθαίνουμε ότι θα μπορέσουμε να πάμε. Ένα στρατιωτικό τζιπ μας οδηγεί μέσα από ισοπεδωμένα προάστια και κατεστραμμένους δρόμους στο τελευταίο σημείο που ελέγχει ο Ουκρανικός στρατός.
Σειρές από αντιαρματικά φράγματα και το μακάβριο θέαμα ενός νεκρού Ρώσου στρατιώτη κρεμασμένου σε ένα από αυτά. Όπως μας λένε οι Ουκρανοί στρατιώτες ένα χιλιόμετρο πίσω από αυτά τα φράγματα βρίσκεται ο Ρώσικος στρατός…
Ο Μιχάλης Καραγιάννης, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1966. Σπούδασε φωτογραφία στη σχολή FOCUS και είναι φωτορεπόρτερ από το 1989. Φωτογραφίες του έχουν δημοσιευθεί στα μεγαλύτερα διεθνή έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, όπως New York Times, Newsweek, Economist, Irish Times, 6Mois, El Mundo κ.α. Έχει καλύψει αποστολές στη Γάζα, Αίγυπτο, Τουρκία, Κομπάνι (Συρία). Ιδιοκτήτης του φωτοειδησιογραφικού πρακτορείου phasma, ιδρυτικό μέλος της φωτογραφικής ομάδας phasma2 και της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδος (ΕΦΕ). Συνεργάτης του πρακτορείου Reuters. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με το πρακτορείο Eurokinissi. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, στην Γκαλερί Ταφ, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ρεθύμνου κ.α. Έχει δεχθεί βραβείο ΕΒΓΕ και 1ο βραβείο στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο (2013). Πρόσφατες συμμετοχές του ήταν σε έκθεση για το προσφυγικό (2016-2017), υπό την αιγίδα του Ιδρύματος της Βουλής, σε Αθήνα και Βρυξέλλες και στην έκθεση ¨Anthropause¨ (2020) του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης -MOMus.