Ο παππούς Βασίλης -άξιος άνθρωπος- είχε κάνει ζωή στο εξωτερικό και φαινόταν. Μερακλής, γευσιγνώστης και κουβαρντάς με τις παρέες και την οικογένεια. Είχε δει το Ταζ Μαχάλ και μάζεψε τις εμπειρίες του. Ζούσε στη Χασιά και οδηγούσε VESPA, φορούσε πέτσινο μπουφάν και γυαλιά αεροπόρου. Στα 30 του παντρεύτηκε τη Λενιώ. Την αγάπησε εκείνη τη γυναίκα πιο πολύ από κάθε άλλη συνήθιζε να λέει:
“Αυτό το πράσινο των ματιών σου Λενιώ είναι ίδιο με το τριφύλλι της πίσω αυλής που με ξάπλωνε η μητέρα μου και μου έδινε κουλούρια και βραστά αυγά”.
Μετά από 30 χρόνια γάμου, μία μοναχοκόρη και δύο εγγόνια, η Λενιώ νοσηλεύτηκε με λευχαιμία. Πριν προλάβει να έρθει το σούρουπο ο Βασίλης με τη Λενιώ βρίσκονταν αεροπορικώς για Αγγλία, κρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Έξι μήνες αργότερα δεκάδες σκυμμένα κεφάλια άκουγαν με θλίψη την προσευχή του παπά, του Βασίλη όμως τα αυτιά βούιζαν, το δέρμα του έκαιγε και έτσι ασάλευτος που στεκόταν καταλάβαινες πώς ο Χάρος είχε πάρει δύο ανθρώπους με ένα χτύπημα του δρεπανιού. Απομονώθηκε από συγγενείς και φίλους, το καφενείο ξέχασε το πρόσωπό του. Έβγαινε μονάχα μέχρι το μπακάλικο για να πάρει μπαγκέτα και σαλάμι και περπατούσε ως την κάβα η οποία τον χρεώνει πια ανά μήνα, jägermeister, βότκα, τζιν, ουίσκια και κρασιά ΝΙΚΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ.
“Καλησπέρα Βασίλη! Πως είναι τα παιδιά”;
“Γειά σου Αντώνη. Όλοι είναι καλά σ’ ευχαριστώ, χρειάζομαι 2 μπουκάλια και μια εξάδα ΤΟΝΙΚ”.
“Περιμένεις μήπως κόσμο”;
“Μπα, όχι σήμερα. Βάλτα στο όνομα μου σε παρακαλώ”.
“Ξέρεις τι λένε… πιες νερό να’ χεις το κεφάλι σου γερό”.
“Δώσε μου και μια εξάδα ανθρακούχο τότε, Αααα! και 2 σοκολάτες για τα παιδιά”.
“Δεν εννοούσα αυτό όμως…κερασμένες οι σοκολάτες, δώσε χαιρετίσματα”.
“Αντίο Αντώνη”.
Τα χλωμά του χείλη βρέχονταν από το αλκοόλ και η μέση του στένεψε. Το φαΐ το είχε κόψει, ένα στομάχι γεμάτο μιζέρια δεν έχει χώρο για μουσακάδες και ψάρια που μαγείρευε η κόρη του και του’ δίνε. Προσπάθησαν να κρατήσουν επαφή μαζί του αλλά αυτάρκης και ολιγαρκής που ήταν, τους έδιωχνε. Η συντροφιά που έβρισκε στον πάτο του μπουκαλιού, του έφτανε. Το πρώτο καλοκαίρι πήγε καλά, δέχτηκε να τον φιλοξενήσει η κόρη του στο εξοχικό στο Πήλιο με την ιδέα πως θα έκανε καλό στα παιδιά.
“Με το που ξημερώσει Τρίτη θα φύγω, έχω πολλές δουλειές και δεν με παίρνει να μένω άλλο εδώ πέρα”.
“Μπαμπά! Ούτε δύο βδομάδες δεν έχουν περάσει, δεν μπορείς να φύγεις από τώρα, να πας να κάνεις τί”;
“Έχω δουλειές σου εξήγησα, το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω μέχρι την Παρασκευή που θα επιστρέψει και ο άντρας σου για να μην είσαι μόνη”.
“Ας είναι”.
Το επόμενο καλοκαίρι ο τοίχος που άρχισε να χτίζει γύρω του είχε τσιμεντωθεί για τα καλά.
“Σε παρακαλώ, μόνο για λίγες μέρες”.
“Αποκλείεται να μπορέσω, όσο και αν το θέλω”.
“Έλα μόνο για λίγο, βοήθησε με, με τα παιδιά”.
“Καλά, εάν βρω χρόνο”.
Είχε πια βγάλει ρίζες σε αυτό το σπίτι με πεσμένους σοβάδες, βρύσες που έτρεχαν και καμένες λάμπες, ενώ το χώμα απ’ το περιβόλι εξαιτίας χειμερινών βροχών και των ανέμων είχε πεταχτεί έξω και εκεί παρέμεινε. Ένιωθε πραγματικά σπίτι του. Η γκαραζόπορτα είχε κολλήσει και δεν άνοιγε, αλλά δεν σκοτίζονταν ιδιαίτερα, άλλωστε εκείνη την Vespa θα την καβαλούσε ο εγγονός όταν θα περνούσε στο πανεπιστήμιο. Ο Βασίλης είχε πολλές αναμνήσεις μαζί της και την άφησε να αργοπεθαίνει στο σκοτεινό του γκαραζάκι. Ο χειμώνας ήρθε απότομα, το ποτό έμεινε σταθερό αλλά τα δάκρυα είχαν αυξηθεί. Περνούσε σχεδόν κάθε νύχτα πίνοντας και κλαίγοντας μπροστά σε φωτογραφίες και κοσμήματα της Λενιώς μέχρι που τα χαράματα τον έπαιρνε ο ύπνος συνήθως στον καναπέ γιατί το βαθούλωμα του κρεβατιού στην πλευρά που κοιμότανε η Λενιώ ήταν μία τρομακτική αίσθηση απώλειας. Το βράδυ στις 22 Νοεμβρίου -είχε δεχτεί επίσκεψη νωρίτερα από τα αγαπητά του εγγονάκια. Χάρηκε αφάνταστα που τον επισκέφθηκαν. Άρχισε να μοιράζει σοκολάτες και χαρτζιλίκια ως συνήθως. Ευτυχώς για αυτόν όμως είχαν τώρα φύγει- έπιασε δουλειά από νωρίς σήμερα, 9 παρά 10 έγραφε το ρολόι της κουζίνας και εκείνος ήταν ήδη αγκαλιά με το YÄGERMEISTER. Το φεγγάρι φώτιζε την αυλή του σπιτιού και ο γερό-Βασίλης είχε γίνει χώμα απ΄ το πιοτό όμως εκείνος ένιωθε πως απόψε μπορούσε να δικάσει τον Θεό! Σήκωσε λοιπόν την ανθρώπινη κανάτα στην οποία είχε μεταμορφωθεί και έσυρε μες την άγρια νύχτα τον εαυτό του μέχρι το νεκροταφείο. Στέκεται πάνω απ’ τον τάφο της Λενιώς, πίνει και έπειτα πετάει το μπουκάλι στον αέρα.
“ΕΣΥΥΥΥΥΥ… ΕΣΥΥΥ ΠΟΥ ΤΑ ΞΕΡΕΙΣ ΟΛΑ… ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΙ ΚΑΙ… ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ ΡΕΕΕ. ΕΝΑ ΜΑΤΣΟ ΣΚΑ-ΤΑ ΞΕΡΕΙΣ”
Και σε κείνη την στιγμή τα γόνατα του λύγισαν, γονατίζει στο χώμα μπροστά στο μάρμαρο, ανοίγει τα χέρια διάπλατα και ξυλοκοπάει την λευκή πέτρα και το καφετί έδαφος.
Σωριάζεται κάτω, τα δάκρυα του βρέχουν το χώμα.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: “Old man sitting at a terrace in Montmartre”, Photography by Christophe Cham
Ο Νίκος Καουνάς είναι μαθητής της Α’ τάξης του 1ου λυκείου Λάρισας. Του αρέσει ο αθλητισμός και η δημιουργική γραφή. Έγραψε αυτή την σύντομη ιστορία για να αποτυπώσει αυτό που είχε στο μυαλό του και θέλησε να την μοιραστεί.
Την έστειλε στο thecommonsense.gr το οποίο με χαρά την αναδημοσιεύει.