Η γνωριμία μου με τον Colm Toibin ήταν ας πούμε ασυνήθιστη.
Ψάχνοντας να βρω δωρεάν βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή έπεσα πάνω στο ηλεκτρονικό αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Εκεί οι αναγνώστες μπορούν να βρουν μια πληθώρα τίτλων από αρκετούς ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, να τα κατεβάσουν στον υπολογιστή τους και μετά να τα διαβάσουν με κάποιο πρόγραμμα ανάγνωσης ebooks. Κάνοντας διάφορα πειράματα, προσπαθώντας να μετατρέψω τα αρχεία που κατέβαζα σε μορφή που να μπορεί να τα διαβάσει το Kindle μου, το οποίο μας άφησε πριν μερικές μέρες, κατέληξα ότι τα αρχεία των εκδόσεων Ίκαρος ανταποκρίνονταν καλά στη μετατροπή, και ξεκινώντας από κάποιους τίτλους που μου φάνηκαν ενδιαφέροντες, ο πρώτος ήταν το Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν του Juan Gabriel Vasquez, διάβασα τελικά καμιά δεκαριά πριν το Kindle αποδημήσει εις Κύριον.
Το προτελευταίο ebook που διάβασα στο Kindle ήταν Η διαθήκη της Μαρίας του Colm Toibin, για το οποίο μιλήσαμε σε προηγούμενο σημείωμα.
Μια μέρα, γυρνώντας στο αυτοκίνητο μετά από μια βλάβη πέρασα έξω από ένα βιβλιοπωλείο στην Καρδίτσα. Με μια φευγαλέα ματιά που έριξα στα σταντ με τα βιβλία έξω από το βιβλιοπωλείο έπιασα ένα βιβλίο με ένα μαύρο εξώφυλλο, και τα χαρακτηριστικά γραφικά της σειράς Aldina των εκδόσεων Gutenberg. Ήταν το Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό του Colm Toibin. Πλησίασα, το βιβλίο ήταν με έκπτωση σχεδόν 40%, το πήρα, και λίγα λεπτά αργότερα καθισμένος στο αυτοκίνητο και περιμένοντας τις επόμενες βλάβες, ξεκίνησα να το διαβάζω.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιρλανδία, με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσε να εκτυλίσσεται παντού. Ακόμα και στη χώρα μας, ειδικά στην χώρα μας. Τρεις γυναίκες, που εκπροσωπούν τις τρεις γενιές μιας οικογένειας, η Ντόρα, γιαγιά και μητέρα, η Λίλι, κόρη και μητέρα και η Έλεν, εγγονή και κόρη, αλλά και μητέρα με δικά της παιδιά, αναγκάζονται μετά από χρόνια να συμβιώσουν για λίγες μέρες κάτω από την ίδια στέγη. Οι σχέσεις τους δεν είναι και οι καλύτερες, οπότε θα κληθούν να δουλέψουν σκληρά για να καταφέρουν να τα φέρουν βόλτα. Η αφορμή που θα τις ενώσει πρόσκαιρα είναι σημαντική, αλλά ίσως και εντελώς προσχηματική. Ο Ντέκλαν, αδερφός της Έλεν έχει AIDS. Πεθαίνει. Και θέλει να περάσει μερικές μέρες, τις τελευταίες του ίσως, μαζί με ό,τι του έχει απομείνει από την οικογένειά του. Στο σπίτι θα βρεθούν και δύο φίλοι του, ο Πολ και ο Λάρι, ομοφυλόφιλοι όπως και ο Ντέκλαν, και το κοκτέιλ θα είναι το λιγότερο εκρηκτικό.
Ο Toibin στήνει ένα δυσάρεστο σκηνικό.
Ένας νέος άνθρωπος που πεθαίνει από μια ανίατη, τότε, ασθένεια, τρεις γυναίκες ιδιαίτερες η καθεμιά με τον τρόπο της, δυναμικές, ισχυρογνώμονες, τρεις γυναίκες που ζούνε τις ζωές τους με τον δικό τους τρόπο, δύο άσχετοι με το οικογενειακό περιβάλλον άνθρωποι, αλλά πιο κοντά στον ασθενή από την ίδια του την οικογένεια, όλοι αυτοί κλεισμένοι σε ένα σπίτι σε κάποιο ψαροχώρι της Ιρλανδίας για μια βδομάδα, να έχουν να διαχειριστούν την ασθένεια και την νομοτέλειά της, αλλά και τις μεταξύ τους σχέσεις, τις ιδεοληψίες και τους εγωισμούς τους, τα δικά τους προσωπικά τυφλά σημεία στις σχέσεις τους με τους άλλους, αλλά και να υπερασπιστούν τα δικά τους θέλω και τις δικές τους ανάγκες.
Υπάρχει κάτι δεδομένο σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο όσον αφορά τη δημιουργία οικογένειας. Όταν γίνεσαι γονιός δεν ξέρεις τίποτα για τη γονεϊκότητα. Και αν τα πρακτικά ζητήματα λίγο πολύ μπορείς να τα μάθεις και να τα διεκπεραιώνεις, με τα υπόλοιπα τι γίνεται; Πως μεγαλώνεις ένα παιδί; Πως του μιλάς; Πως του συμπεριφέρεσαι; Πως συμπεριφέρεσαι γύρω από το παιδί, με τον ή την σύντροφό σου, με τους άλλους, πως μιλάς, πως κινείσαι; Πως διαχειρίζεσαι όλες τις αλλαγές της καθημερινότητας, τις αλλαγές που συμβαίνουν σε σένα τον ίδιο; Πως διαχειρίζεσαι θέματα όπως ο θάνατος; Ο θάνατος ενός γονιού; Υπάρχει σωστό και λάθος, και πόσο λεπτή είναι πολλές φορές η γραμμή που τα χωρίζει; Υπάρχει επιστροφή αν κάπου, σε κάποια στροφή πάρεις τον λάθος δρόμο; Και με τι κόστος;
Τι κόστος έχει μια συγγνώμη;
Και μπορεί άραγε να κολλήσει κάτι που έχει σπάσει;
Και στην τελική, χρειάζεται ό,τι έχει σπάσει, να κολλήσει;
Ο Toibin δεν δίνει απαραίτητα απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα, για την ακρίβεια αφήνει μια ομίχλη ερωτημάτων και αναζητήσεων να κατακάτσει πάνω στο σπίτι όπου κλείνονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι, και σαν παιχνιδιάρης θεός τους χαζεύει πίνοντας ουίσκι να κουτουλάνε ο ένας πάνω στον άλλο, σαν τα συγκρουόμενα στο λούνα παρκ, προστατευμένοι ο καθένας από τη δικιά του φούσκα ασφαλείας. Αλλά για να έρθεις σε επαφή με τους άλλους πρέπει να σπάσεις αυτή τη φούσκα, πρέπει να συγκρουστείς και να πονέσεις, και να κλάψεις, και να θυμώσεις, για να μπορέσεις να φτάσεις κοντά στον άλλο. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο Toibin το ξέρει. Δεν δίνει όμως διαστάσεις μελοδραματισμού στην ιστορία του. Αποσυμπιέζει τις σκηνές όπου όλα μοιάζουν έτοιμα να εκραγούν. Αφήνει χώρο στους ήρωές του να κάνουν τις ενδοσκοπήσεις τους, τους δίνει χρόνο να χωνέψουν τις νέες συνθήκες. Ναι, όλο αυτό που ζούμε είναι τραγικό, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να σώσουμε τον Ντέκλαν, δεν είμαστε θεοί, είμαστε άνθρωποι, μπορούμε να τον παρηγορήσουμε, μπορούμε να τον κάνουμε να αισθανθεί άνετα, μπορούμε να σταματήσουμε να μισούμε σαν να ήταν να ζήσουμε για πάντα, το πάντα των ανθρώπων είναι εφήμερο, και δεν έχει νόημα να είμαστε συνέχεια θυμωμένοι.
Το τέλος του βιβλίου βρίσκει τους πάντες μετέωρους. Το τέλος του βιβλίου, γιατί η ιστορία δεν τελειώνει με το βιβλίο. Αν ήταν ταινία, θα περιμέναμε ένα σίκουελ, όπου θα μαθαίναμε τι γίνεται με τους ήρωες λίγα χρόνια αργότερα. Αλλά δεν είναι ταινία. Και η ζωή δεν χωρίζεται σε κομμάτια, έχει μια συνέχεια. Το βιβλίο τελειώνει, η ιστορία όμως όχι. Και το ότι οι ήρωες του Toibin είναι από χαρτί και μελάνι δεν τους κάνει λιγότερο αληθινούς, και τη ζωή τους λιγότερο σημαντική.
Το βιβλίο τελειώνει. Και αν οι ήρωες μένουν μετέωροι, τι γίνεται με τον αναγνώστη; Που έχει χωθεί και αυτός για 330 σελίδες μέσα στην ίδια ομίχλη; Βγαίνει αλώβητος; Αλλαγμένος; Ανακουφισμένος; Πιο σκεπτικός; Πιο ώριμος; Πιο ανάλαφρος;
Η οικογένεια μπορεί να είναι η μεγαλύτερη ευλογία για έναν άνθρωπο, αλλά και η μεγαλύτερη κατάρα. Η χωρίς όρια αγάπη των γονιών, κυρίως της μάνας, μπορεί να αποβεί μοιραία για τον ψυχισμό κάποιου παιδιού. Οι περισσότεροι γονείς προσπαθούν καθημερινά να προσφέρουν το καλύτερο που μπορούν στα παιδιά τους. Κάποιες φορές δεν φτάνει, κάποιες φορές είναι παραπάνω από όσο πρέπει. Δεν υπάρχει λάθος και σωστό, υπάρχει μια αίσθηση λάθους και σωστού που έχουμε όλοι στο κεφάλι μας, και η οποία δημιουργείται από τα προσωπικά μας βιώματα, από τις επιρροές της κοινωνίας στην οποία ζούμε, από τα βιβλία που έχουμε διαβάσει, τις ταινίες που έχουμε δει, τα ταξίδια που έχουμε κάνει, τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει. Κάτι που για μένα είναι καλό, για τον διπλανό, για τον ίδιο μου τον αδερφό που μεγαλώσαμε μαζί, μπορεί να μην είναι. Κάτι που θεωρώ καλό για την μεγάλη μου κόρη να μην είναι για την μικρή.
Και μέσα σε όλη αυτή την μάχη που δίνουμε μεγαλώνοντας, με τους γονείς μας πρώτα και μετά με τα παιδιά μας, έρχεται και η οικογένεια που φτιάχνουμε μόνοι μας, οι φίλοι μας, που τους διαλέγουμε και μας διαλέγουν, και που τις σχέσεις μας τις ατσαλώνει ο χρόνος χωρίς καμία υποχρέωση αίματος να είμαστε πάντα δίπλα τους, ή να είναι πάντα δίπλα μας.
Ίσως τελικά ένα από τα σημαντικότερα εφόδια που θα έπρεπε να δίνουμε στα παιδιά μας, είναι να τα μαθαίνουμε πώς να κάνουν καλούς φίλους, και πώς να ξεφορτώνονται την οικογένεια όταν τους γίνεται βάρος.
Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι μαθαίνεται ούτε το ένα, ούτε το άλλο.