Μήπως ο Μεταξάς στην πιο σημαντική στιγμή του πολιτικού του βίου απέδειξε ότι τελικά ήταν… βενιζελικός; Ακολουθώντας κατά γράμμα την πολιτική του άσπονδου εχθρού του από την εποχή του Εθνικού διχασμού;
Τι ακριβώς συνέβη όταν ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι έδωσε το τελεσίγραφο στο Μεταξά; Ποιο ήταν το ακριβές περιεχόμενο του τελεσίγραφου;
…
Έχουν γραφεί άπειρα άρθρα, αναλύσεις, βιβλία για την 28η Οκτωβρίου, ποικίλες απόψεις και ερμηνείες για το ΟΧΙ, και είναι λογικό αφού είναι μια από τον πιο σημαντικές στιγμές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Οι προσεγγίσεις είναι τόσες όσοι τουλάχιστον και οι πολιτικοί σχηματισμοί (από το 1940 και εντεύθεν) και οι ιδεολογίες τους, οι διάφορες ιστορικές σχολές, οι προσωπικές ιστορίες και βιώματα, και όπως πάντα είναι εντυπωσιακό το πόσο διαφορετικές είναι οι απόψεις για το ίδιο ακριβώς γεγονός. Όλα αυτά για τη διατήρηση της μνήμης, με την υπενθύμιση ότι η συλλογική μνήμη αποτελεί συστατικό εθνικής ταυτότητας. Η Ελλάδα επέλεξε σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες να γιορτάζει την έναρξη και όχι το τέλος του πολέμου! Είναι η μόνη. Όπως και η μόνη που έχει δυο εθνικές γιορτές.
Τα σημεία τριβής είναι πολύ συγκεκριμένα· εστιάζονται κυρίως στο αν το ΟΧΙ είναι του Μεταξά, του λαού, του βασιλιά, της ιστορίας, της συγκυρίας. Αν ειπώθηκε, αν το είπε γιατί ήταν υποχρεωμένος χωρίς δυνατότητα άλλης επιλογής, γιατί είπε όχι ενώ πολλοί περίμεναν ότι θα έλεγε ναι στους ιδεολογικούς του φίλους. Έμεινε παροιμιώδης εξάλλου η φράση του Γεωργίου Καφαντάρη (ενός εκ των επικριτών του Μεταξά): «Είπε το ΟΧΙ ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πη το ΝΑΙ!»
Τι ήταν ο Μεταξάς; Γελοίος δικτάτορας; Πατριώτης; Μεγάλος ή μικρός δημόσιος άνδρας; Ήρωας; Ή ένας επιπλέον τιποτένιος φασίστας ηγέτης της Ευρώπης της δεκαετίας το ‘30; Ποια ήταν η ακριβής φύση της δικτατορίας του;
…
Και ενώ όλοι ξέρουμε από μικρά παιδιά την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, αγνοούμε συχνά τα πιο βασικά και ουσιαστικά.
Παραθέτω χωρίς σχόλια, ορισμένα στοιχεία που θα βοηθούσαν, νομίζω, μια ματιά στα γεγονότα και τα πρόσωπα, χωρίς το φίλτρο εθνικών, ιστορικών, ιδεολογικών, κομματικών μύθων.
- Τον ακριβή διάλογο του Μεταξά με τον Γκράτσι ( που προς μεγάλη μου έκπληξη οι περισσότεροι αγνοούν).
- Το πλήρες κείμενο του τελεσίγραφου στο οποίο απάντησε ο Μεταξάς(άγνωστο επίσης στους περισσότερους).Το παραθέτω στο τέλος του άρθρου.
- Τα σχόλια του Γκράτσι (από το βιβλίο του που έγραψε μετά το τέλος του πολέμου)
- Τις σημειώσεις του προσωπικού ημερολογίου του Μεταξά
- Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Μεταξά στους ιδιοκτήτες, διευθυντές και αρχισυντάκτες των αθηναϊκών εφημερίδων όπου αναπτύσσονται όλες οι θέσεις και οι λόγοι της ιστορικής αυτής απόφασης και τον πόλεμο που είχε αποδεχθεί. Η ιστορική αξία του κειμένου είναι τεράστια και φωτίζει από πολλές πλευράς το μεγάλο αυτό γεγονός. Το παραθέτω και αυτό στο τέλος του άρθρου, εκτός από το σημείο στο οποίο ο Μεταξάς ομολογεί ότι ακολουθεί κατά γράμμα την πολιτική του Βενιζέλου!
- Την άποψη του ποιητή Γιώργου Σεφέρη για το ΟΧΙ, και τον Μεταξά.
…
Πως ακριβώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα τις πρωινές ώρες της 28 Οκτωβρίου;
Ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι στις τρεις το πρωί με ένα κοινό αυτοκίνητο σταματάει μπροστά στην πρωθυπουργική κατοικία στην Κηφισιά. Να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι είχε την διακοίνωση του Μουσολίνι στην τσέπη του από το προηγούμενο βράδυ, αλλά έπαιζε μπριτζ σε φιλικό του ελληνικό σπίτι, στην οικογένεια Βλαστού, και το πήγε στις τρεις το πρωί στο σπίτι του Μεταξά.
Ο αρχιφύλακας Τραυλός περνάει το πράσινο της ιταλικής σημαίας για μπλε (της γαλλικής) και νομίζει ότι είναι ο Γάλλος πρεσβευτής, αυτό ανακοινώνει εξάλλου και στον πρωθυπουργό Μεταξά όταν τον ξυπνάει, ο οποίος αναρωτιέται για το τι θα μπορούσε να τον θέλει ο Γάλλος πρεσβευτής τέτοια ώρα. Κατεβαίνει από την πίσω σκάλα της οικίας του και ανοίγει ο ίδιος φορώντας μία ρόμπα. Βλέποντας μπροστά του τον Γκράτσι τέτοια ώρα δεν έχει πια καμία αμφιβολία.
Πόλεμος….
Τον ανεβάζει και του προτείνει να καθίσουν στο μικρό σαλόνι του, παίρνει τη διακοίνωση και την διαβάζει.
Κατηγορίες για παραβιάσεις της ουδετερότητας της Ελλάδας, για ανεφοδιασμό αγγλικών πολεμικών πλοίων σε ελληνικά λιμάνια και ακτές, για αμέριστη βοήθεια με πολλούς τρόπους στις αγγλικές δυνάμεις οι οποίες είναι εχθρικές προς την Ιταλία, για καταδυνάστευση του λαού της Τσαμουριάς στην Αλβανία, και η απόφαση να ζητήσει η ιταλική κυβέρνηση ως εγγύηση ουδετερότητας της Ελλάδα την στρατιωτική κατάληψη στρατηγικών σημείων στην ελληνική επικράτεια από ιταλικά στρατεύματα.
Το τελεσίγραφο τελειώνει ως εξής:
«Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η ιταλική κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, διά της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλόμενης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξει οπωσδήποτε την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος.
Η ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την ελληνικήν κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς της αναγκαίας διαταγάς,ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθεί κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα Ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν,η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η ελληνική κυβέρνησις θα έφερε τα ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου.
Αθήνα 28 Οκτωβρίου 1940»
Ο Έλληνας πρωθυπουργός αφού διάβασε το τελεσίγραφο απαντά και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος.
Μεταξάς: Alors c’est la guerre! (λοιπόν έχουμε πόλεμο!)
Γκράτσι: Δεν είναι απαραίτητο. Η ιταλική κυβέρνησις ελπίζει ότι θα δεχτείτε την αξίωσίν της και θα αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
Μεταξάς: Και ποία είναι τα στρατηγικά αυτά σημεία περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;
Γκράτσι: «Δεν είμαι εις θέσιν να σας είπω, εξοχώτατε. Η κυβέρνησίς μου δεν με ενημέρωσε».
Μεταξάς: Και εντός πόσου χρόνου αναμένεται την απάντηση;
Γκράτσι: Μέχρι της 6ης πρωινής!
Μεταξάς: Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αυτή αποτελεί κήρυξη πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας.
Γκράτσι: Όχι, εξοχώτατε. Είναι τελεσίγραφον.
Μεταξάς: Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
Γκράτσι: Ασφαλώς όχι, διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τα διευκολύνσεις, τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
Μεταξάς: Όχι. Ούτε λόγος δύναται να γίνει περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μίαν τοιαύτην διαταγήν -την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω -είναι τώρα τρεις το πρωί. Πρέπει να ετοιμαστώ, να κατέβω εις τας Αθήνας, να ξυπνήσω τον Βασιλέα, να καλέσω τον υπουργόν των στρατιωτικών και τον αρχηγόν του γενικού επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλας τας στρατιωτικάς τηλεγραφικάς υπηρεσίας, ούτως ώστε μία τοιαύτη απόφασις να καταστή δυνατόν να γίνει γνωστή εις τα πλέον προκεχωρημένα τμήματά μας των συνόρων. Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα.Η Ιταλία, η οποία δεν μας παρέχει καν την δυνατότητα να εκλέξωμεν μεταξύ πολέμου και ειρήνης,κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος.
Ο Ιταλός πρεσβευτής δεν έδειξε καμία διάθεση να προχωρήσει σε συζητήσεις- διότι προφανώς αυτές τις υποδείξεις είχε- και ο Έλληνας πρωθυπουργός κατάλαβε ότι δεν απέμεινε τίποτα να κάνει παρά να αποδεχτεί το αναπόδραστο γεγονός του πολέμου. Τότε σηκώθηκε από τη θέση του και είπε στον εκπρόσωπο του Μουσολίνι:
«Πολύ καλά, λοιπόν, έχομεν πόλεμον»
Ο Γκράτσι υποκλίθηκε «με βαθύτατον σεβασμόν» -όπως γράφει ο ίδιος ο Γκράτσι- «προ του υπερηφάνου γέροντος ο οποίος δεν εδίστασεν ούδ´ επί στιγμήν να εκλέξει δια την πατρίδα του την οδόν της θυσίας» και έφυγε από την μικρή πρωθυπουργική έπαυλη, χωρίς να τα ανταλλάξει και τυπική ακόμη χειραψία με τον Μεταξά.
Αναφέρεται στο βιβλίο του στην άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιήλθε ο Ιωάννης Μεταξάς αντιλαμβανόμενος ότι ο πόλεμος της Ελλάδας και της Ιταλίας ήταν αναπόφευκτος.
«Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος» τονίζει ο Γκράτσι και συνεχίζει «νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του» σχολιάζει ο Ιταλός πρεσβευτής εκφράζοντας τα προσωπικά του συναισθήματα για το ταπεινωτικό τελεσίγραφο του Μουσολίνι που έπρεπε σαν πρεσβευτής να επιδώσει στον Έλληνα πρωθυπουργό.
Ο Ιωάννης Μεταξάς κρατούσε προσωπικό ημερολόγιο από το 1896.
Να τι έγραψε την 28η Οκτωβρίου.
«28 Οκτωβρίου, Δευτέρα. Νύχτα στις τρεις με ξυπνούν, ο Τραυλός. Έρχεται ο Γκράτσι – Πόλεμος. Ζητώ αμέσως Νικολούδη, Μαυρουδή -αναφέρω βασιλέα- Καλώ Πάλαιρετ και ζητώ βοήθεια Αγγλίας – κατεβαίνω 5, υπουργικόν συμβούλιον. Όλοι πιστοί, και Μαυρουδής -όλοι πλην Κύρου- Βασιλεύς. Περιφορά μαζί του. Φανατισμός λαού αφάνταστος -μάχη εις σύνορα Ηπείρου- βομβαρδισμοί. Σειρήνες – αρχίζουμε και τακτοποιούμεθα. Ο θεός βοηθός!»
(Τραύλος – ο αρχιφύλακας της προσωπικής ασφάλειας, Νεφελούδης -υπουργός τύπου, Μαυρουδής- υφυπουργός εξωτερικών, Πάλαιρετ -πρεσβευτής μεγάλης Βρετανίας, Κύρος Αλέξης – διπλωμάτης/τμηματάρχης του υπουργείου εξωτερικών, εχθρός της Αγγλίας).
Θεωρώ πολύ ενδιαφέρουσα τη θέση του ποιητή και διπλωμάτη Γιώργου Σεφέρη που γράφει με επικρίσεις, χωρίς να του χαρίζεται του Μεταξά, αλλά και χωρίς να παραγνωρίζει τον ιστορικό του ρόλο. Να αναφέρουμε ότι ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε από το 1937 προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του υπουργείου Τύπου και Πληροφοριών, αρμόδιος για τις επαφές με τις ξένες διπλωματικές αποστολές και τους ξένους ανταποκριτές. Ο βενιζελικός, καθ´ ομολογία του ίδιου, Σεφέρης, σκιαγραφεί εκπληκτικά τον Μεταξά:
«Το ΟΧΙ , ήταν μαζί με άλλα, η αντίδραση του ψυχόρμητου του Μεταξά στην προσωπική προσβολή και την απιστία που του είχε κάνει η τροφός του η Γερμανία. Δυστυχώς, σε ένα παραπλήσιο ψυχόρμητο το ψυχόρμητο της φατρίας, αποδίδω κι ένα άλλο γεγονός που είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για τον τόπο. Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδή ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου. Και δεν έκανε το μόνο που υπαγόρευε η μεγάλη στιγμή. Να στείλει δηλαδή στα σπίτια τους τους διάφορους ανάξιους που τον περιστοίχιζαν και να μαζέψει γύρω του τους ανθρώπους που θα μπορούσαν πραγματικά να βοηθήσουν στον τρομακτικό αγώνα όπου έμπαινε το έθνος. Όλους τους μέτριους, τους άψυχους, τους μικροκατεργάρηδες, τους ανθρώπους που δεν είχαν άλλο μέσα τους παρά το δέος της Γερμανίας, τους κράτησε. Κράτησε ακόμη κι εκείνους που απάνω στην ιταλική κρίση, όπως ο Μαυρουδής, βιάστηκαν να ετοιμάσουν πιο συνεννοήσιμους, για τους Ιταλούς, διαδόχους του. Ο Μεταξάς δεν μπόρεσε η δεν θέλησε να καταλάβει πως την 28η έβγαινε από το κλειστό περιβάλλον των κολάκων της πλατείας του Συντάγματος για να γίνει ένα πρόσωπο στην μεγάλη τραγωδία της Ευρώπης»
Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο και εκ πρώτης όψεως παράδοξο, είναι η καθαρά βενιζελική προσέγγιση του πολιτικού πια (από το 1922 και μετά) και όχι του στρατιωτικού (όπως την περίοδο του Εθνικού διχασμού και της μικρασιατικής εκστρατείας) Μεταξά.
Ο Μεταξάς ήταν ένας από τους βασικούς αντιπάλους της βενιζελικής πολιτικής στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Πήρε το μέρος του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπέρ της ουδετερότητας. Ο Βενιζέλος, υπέρμαχος της εισόδου στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και φίλος της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής, εκτιμούσε πάρα πολύ την στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μεταξά και επιζητούσε τις συμβουλές του γι’ αυτό εξάλλου και τον είχε διορίσει υπεύθυνο του στρατιωτικού επιτελείου. Έγιναν αντίπαλοι μετά το 14.
Οι στρατιωτικές απόψεις και τοποθετήσεις του Μεταξά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘10 και της μικρασιατικής εκστρατείας αποδείχθηκαν τις περισσότερες φορές σωστές.
Ο Μεταξάς όμως το 1915 (σε σχέση με την έκβαση της εκστρατείας της Καλλίπολης) και το 1919-22 (Μικρασιατική εκστρατεία) κρατάει το βλέμμα του προσηλωμένο στις στρατιωτικές διαδικασίες και ενέργειες. ‘Ήταν απλά μόνο στρατιωτικός. Από τους καλύτερους, ίσως ο καλύτερος κατά γενική ομολογία φίλων και αντιπάλων του. Η διαφορά του με τον Βενιζέλο βρίσκεται στο ότι ο κρητικός πολιτικός διατηρεί πάντοτε την ματιά του στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο. Ο Βενιζέλος δεν ενδιαφέρεται αν θα κερδηθεί η μάχη αλλά αν θα κερδηθεί ο πόλεμος. Και όπως έλεγε ο Τσώρτσιλ «Ο πόλεμος είναι μία πολύ μεγάλη υπόθεση για να την αφήσει κανείς στους στρατιωτικούς» αυτή είναι και η άποψη του Βενιζέλου. Να όμως τι λέει ο πολιτικός πια Μεταξάς στις 30 Οκτωβρίου 1940, μόλις δύο μέρες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ενώπιον των υπευθύνων του αθηναϊκού τύπου.
……«Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαμα το παν δια να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών.
Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, δια την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως είναι και δια την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει, αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια εις την ιστορίαν μας την νεωτέραν, δεν είχαμεν μόνον ευγνωμοσύνης λόγους και αφορμάς διά την Αγγλίαν, της οποίας άλλως τε η μεταπολεμική πολιτική, των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών Αγγλικών ευθυνών. Αλλά τας ευθύνας της η Αγγλία τας αποδίδει σήμερον με την υπερήφανον αποφασιστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντος την ελευθερίαν του κόσμου και του πολιτισμού. Δια την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια. Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί παρά να είναι, δική της. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία, η οποία αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζων δεν πρέπει να θεωρήται δια τον άξονα ανέφελος, ούτε προς ανατολάς, και η Ανατολή είναι πάντοτε μυστηριώδης. Πάντοτε ήτο, αλλά σήμερον είπερ ποτέ είναι γεμάτη απρόοπτα και μυστήρια. Τελικώς λοιπόν θα νικήσωμεν. Και θέλω, φεύγοντας από την αίθουσαν αυτήν, να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις, πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. Η Ελλάς δεν πολεμά για την νίκην. Πολεμά δια την Δόξαν. Και δια την τιμήν της. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη αξία της ιστορίας της»….
Ανακοίνωσις του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον (ξενοδοχείον “Μεγάλη Βρεταννία”) εις τας 30 Οκτωβρίου 1940
Κύριοι,
Έχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν όμως, δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι’ αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ’ οποιονδήποτε. Απολύτως και γιά οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη δια τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή θανάτου του Έθνους η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω το λόγο σας…
Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει δια να τον αποφύγωμε.
Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι.
Εις τας 15 Αυγούστου έγινε ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, άν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των.
Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν δια να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρήσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών.
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”. Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ «ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος».
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως «ασήμαντοι» εμπρός εις τα «οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα» τα οποία θα είχεν δια την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν.
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιωρίζοντο «εις το ελάχιστον δυνατόν». Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.
Δηλαδή θα έπρεπε:
δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… (!) με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν.
Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης, δεν θα παρέλειπαν, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, να καταλάβουν την Κρήτην και τα άλλας νήσους μας τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, αλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ’ ας είχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόν εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα, εις τας Ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος δια τον Άξονα να τας χρησιμοποιήση.
Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι τότε ο λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της Κυβερνήσεως, η οποία δια να τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ εθνικού ακρωτηριασμού.
Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων, οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν την φοράν Ελλάδες. Πρώτη θα ήτο η «επίσημος των Αθηνών» η οποία θα είχε φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα, δια να αποφύγη τον πόλεμον, να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με τη συγκατάθεσιν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς Ελληνικούς και, μάλιστα δύναμαι να είπω, τους Ελληνικωτέρους των Ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα υπεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν, πληρωνομένη, μάλιστα με Εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με την οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, πρώτον ηθικήν, και δεύτερον, εν συνεχεία της ηθικής, και υλικήν.
Το Έθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την ΕθνικήνΚυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου τοιαύτην πολιτικήν. Τρίτη, τέλος, θα προέκυπτεν μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπαν να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψιν του Βρεττανικού στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και τας άλλας. Η Τρίτη Ελλάς, η «Δημοκρατική», θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας, εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η Τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της «Δευτέρας Ελλάδος», της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της.
Έζησα κύριοι, την περίοδον του Εθνικού Διχασμού, που εδημιουργήθη το 1916, όταν από την κατάστασιν εκείνην προέκυψαν δύο Ελλάδες, η των Αθηνών, και της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνον από μίαν διαίρεσιν της Ελλάδος προκύπτουσαν συνεπεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η διαίρεσις του 1916 προέκυψε συνεπεία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μία νέαν διαίρεσις, μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι, όπως την εσκιαγράφησα, δεν θα είναι καν διχασμός αλλά τριχοτομισμός.
Τον κίνδυνο αυτόν θεωρώ, κύριοι, δια το Έθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον, έστω και αυτόν τον πόλεμον, από τον οποίον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα, ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας.
Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν. Υπάρχουν πολλά εμπόδια.
Η Ελλάς είναι αποφασισμένη να μην προκαλέση μεν, με κανέναν τρόπο, κανένα, αλλά και με κανένα τρόπο να μην υποκύψη. Προ παντός είναι αποφασισμένη να υπερασπίση τα εδάφη της, έστω και αν πρόκειται να πέση. Ήδη δε, η απόφασις της αυτή και η πολιτικής αυτή, χάρις εις την οποίαν απρόκλητα προσεβλήθη, χάρισαν στον τόπον και στον Λαόν μας το πλέον ανεκτίμητον των αγαθών και το μεγαλύτερον στοιχείον της δυνάμεως του. Αυτή η πολιτική έδωσεν εις τον Λαόν την απόλυτη ψυχική και πανεθνική ένωσί του.
Σήμερα, όμως, επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες που προδικάζουν την τελική μας νίκη. Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των Γερμανών, είναι σύμμαχος των Άγγλων. Η Βουλγαρία, βέβαια ενεδρεύει και τώρα όπως και τότε, αλλ’ εν πάση περιπτώσει αυτή την εποχήν, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν τολμά. Ο καιρός, όμως, δεν δουλεύει για τον Άξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, δια την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνον με κοσμοκρατορίαν.
Αλλά η κοσμοκρατορία δια την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος στην Δουνκέρκη. Ο πόλεμος δια τον Άξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: «Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης». […]
Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαμα το παν δια να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών.
Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, δια την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως είναι και δια την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει, αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια εις την ιστορίαν μας την νεωτέραν, δεν είχαμεν μόνον ευγνωμοσύνης λόγους και αφορμάς διά την Αγγλίαν, της οποίας άλλως τε η μεταπολεμική πολιτική, των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών Αγγλικών ευθυνών. Αλλά τας ευθύνας της η Αγγλία τας αποδίδει σήμερον με την υπερήφανον αποφασιστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντος την ελευθερίαν του κόσμου και του πολιτισμού. Δια την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια. Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί παρά να είναι, δική της. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία, η οποία αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζων δεν πρέπει να θεωρήται δια τον άξονα ανέφελος, ούτε προς ανατολάς, και η Ανατολή είναι πάντοτε μυστηριώδης. Πάντοτε ήτο, αλλά σήμερον είπερ ποτέ είναι γεμάτη απρόοπτα και μυστήρια. Τελικώς λοιπόν θα νικήσωμεν. Και θέλω, φεύγοντας από την αίθουσαν αυτήν, να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις, πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. Η Ελλάς δεν πολεμά για την νίκην. Πολεμά δια την Δόξαν. Και δια την τιμήν της. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη αξία της ιστορίας της.
Η Ιταλία είναι μεγάλη δύναμις, όταν δε προχθές έγινεν η πρώτη αεροπορική επιδρομή, ομολογώ ότι με έκπληξιν ήκουσα εις σχετικήν ερώτησίν μου, την απάντησιν ότι τα επιδραμόντα αεροπλάνα ήσαν μόνο ιταλικά. Αυτό φθάνει να σας δώση να καταλάβετε με ποιες ιδέες μπήκα στον πόλεμο.
Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλη να μείνη μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση, έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω, ότι ο Ελληνικός Λαός δεν θα ήτο δυνατόν να δεχθή άλλο τι αυτήν την στιγμήν. Διότι είναι ελεύθερος και απερίσπαστος εις την φυσικήν ευθυκρισίαν και υπερηφάνειαν, εφ’ όσον δεν εδόθη ευκαιρία να θολωθή η κρίσις του δι’ αγοραίων θορύβων και παραπλανητικών εκστρατειών. Εκάμαμε ό,τι, ήτο δυνατόν δια να μη έχωμεν το παραμικρόν άδικον. Και θα εξακολουθήσωμεν την ιδίαν τακτικήν μέχρι τέλους. Σας έχω στο τραπέζι μερικά έγγραφα. Είναι όλαι αι αποδείξεις της ιταλικής ενέδρας, εκ προμελέτης. Όταν τελειώσω, μπορείτε να τα δήτε. Περιττόν να πάρετε σημειώσεις. Συντομώτατα θα δημοσιευθούν εις την λευκήν Βίβλον, η οποία διέταξα να εκδοθή το ταχύτερον.
Δεν σας κρύβω, κύριοι, ότι η κατάστασις είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μας περιμένουν μάλιστα δοκιμασίαι μεγάλαι. Δια να μη δώσω ευκαιρίαν προς την επιζητουμένην δια παντός τρόπου αφορμήν κατασυκοφαντήσεως μας, ευρέθην υποχρεωμένος να πάρω μίαν απόφασιν εξόχως σοβαράν.
Να μη κάμω την επιστράτευσιν, όταν προ καιρού την εζήτησε και εξηκολούθησεν επανειλημμένως να μου τη ζητά το Επιτελείον…
Ο ιταλικός όγκος λοιπόν ευρήκεν απέναντί του δυνάμεις πάρα πολύ ασθενείς, τουλάχιστον δια την κρούσιν των πρώτων ημερών. Ο ρόλος σας είναι σήμερον μεγάλος και επισημότατος. Μη χάνετε το θάρρος σας, οτιδήποτε και αν γίνη. Διότι άλλως είναι αδύνατον να φανήτε άξιοι του λαού σας και του καθήκοντος σας, το οποίον είναι να συντηρήσετε την ιερή φλόγα του Ελληνικού λαού, να βοηθήσετε τον μαχόμενον στρατόν, να υπάρξητε συνεργάται της Κυβερνήσεως, ό,τι, και αν αισθάνεσθε δι’ αυτήν. Πρέπει να πιστεύσετε σεις για να μπορέσετε να μεταδώσετε την πίστιν εις το κοινόν σας, μολονότι αυτήν την φοράν έχομεν όλοι μας να πάρωμεν από τον Ελληνικόν Λαόν, από το απερίγραπτον θάρρος του και όχι να του δώσωμεν.
Θέλω ακόμη να σας ειπώ κάτι. Ξέρω με βεβαιότητα ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω, όμως, επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος, αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Τσώρτσιλ, το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον στας εφημερίδας, ανακοινωθέν από το Υπουργείον Εξωτερικών. Λοιπόν, επιθυμώ να σας τονίσω τούτο: εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτή την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας δια τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα απ’ τις γραμμές… Και κάτι άλλο ακόμη. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν…
Το πλήρες κείμενο του τελεσίγραφου
«Η Ιταλική Κυβέρνησις ηναγκάσθη επανειλημμένως να διαπιστώσει ότι κατά την εξέλιξιν της παρούσης συρράξεως , η Ελληνική Κυβέρνησις έλαβε και τήρησε στάσιν, η οποία αντίκειται όχι μόνον προς τας ομαλάς σχέσεις ειρήνης και γειτονίας μεταξύ των δύο, χωρών, αλλά και προς τα καθωρισμένα καθήκοντα τα απορρέοντα διά την ελληνικήν κυβέρνησιν εκ της ιδιότητας αυτής ως ουδετέρου κράτους.
Κατ’ επανάληψη η Ιταλική Κυβέρνησις ευρέθει εις την ανάγκη να ανακαλέσει την Ελληνικήν Κυβέρνησιν εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων της και να διαμαρτυρηθή εναντίον της συστηματικής παραβιάσεώς των,παραβιάσεως η οποία είναι εξαιρετικώς σοβαρά, δεδομένου ότι η Ελληνική Κυβέρνησις εδέχθη όπως ο αγγλικός στόλος χρησιμοποιήση κατά την εξέλιξη των πολεμικών του επιχειρήσεων τα χωρικά της ύδατα, τα παράλια της και τους λιμένας της, ηυνόησε τον ανεφοδιασμό των εναέριων βρετανικών δυνάμεων, επέτρεψε την οργάνωσιν εις το ελληνικό αρχιπέλαγος μιας υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών εναντίον της Ιταλίας,. Η Ελληνική Κυβέρνησις είναι πλήρως εν γνώσει των γεγονότων τούτων τα οποία υπήρξαν αντικείμενον, από μέρους της Ιταλίας,διπλωματικών διαβημάτων, εις τα οποία η Ελληνική Κυβέρνησις – ήτις εντούτοις θα ώφειλε να είχε αντίληψη των σοβαρών συνεπειών της στάσεώς της -δεν απήντησεν διά της λήψεως ουδενός μέτρου προς προστασίαν της ουδετερότητός της, αλλά, τουναντίον διά της εντάσεως της δράσεώς της προς ενίσχυσιν των ενόπλων βρετανικών δυνάμεων και της συνεργασίας αυτής μετά των εχθρών της Ιταλίας.
Η Ιταλική κυβέρνησις κατέχει αποδείξεις ότι η συνεργασία αυτή είχε προβλεφθή και κανονισθή υπό της ελληνικής κυβερνήσεως ακόμη και δια συνεννοήσεως, στρατιωτικής, ναυτικής και αεροπορικής φύσεως. Η ιταλική κυβέρνησις δεν αναφέρεται μόνο εις την βρετανική εγγύησιν, την οποία η Ελλάς είχε δεχτεί ως τμήμα ενεργείας κατευθυνόμενης εναντίον της ασφαλείας της Ιταλίας, αλλά και εις τας ρητάς και καθορισμένας υποχρεώσεις τας αναληφθείσας υπό της ελληνικής κυβερνήσεως, όπως θέση εις την διάθεσιν των δυνάμεων των ευρισκομένων εις πόλεμον με την Ιταλίαν σπουδαίας στρατηγικάς θέσεις εντός του ελληνικού εδάφους, συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών βάσεων εν Θεσσαλία και Μακεδονία προοριζομένων δι’ επίθεσιν εναντίον του αλβανικού εδάφους.
Η Ιταλική Κυβέρνησις δέον σχετικώς να υπενθυμίση εις την ελληνικήν κυβέρνησιν τα προκλητικάς ενεργείας τας διεξαχθείσας εναντίον του αλβανικού έθνους διά της τρομοκρατικής πολιτικής, την οποία υιοθέτησεν εναντίον του πληθυσμού της Τσαμουριάς και δια των εμμόνων προσπαθειών προς δημιουργίαν ανωμαλιών εκείθεν των συνόρων της. Και δι’ αυτό τούτο το εγονός ευρέθη και η ιταλική κυβέρνηςις,πλην ματαίως, εις την ανάγκην να υπενθυμίση εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τας αναποφεύκτους συνεπείας ας παρομοία πολιτική θα είχε όσον αφορά την Ιταλία. Η Ιταλία δεν δύναται να ανεχθεί εφεξής πάντα ταύτα.
Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη δια την κατάστασιν ταύτην πίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δεν θα ηδύνατο να οδηγήση ή εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη.
Όθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν -ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου.
Αθήναι τη 28η Οκτωβρίου 1940/ΧΙΧ