Όταν πριν από κάνα δυο χρόνια ξεκίνησα πάλι να διαβάζω μετά από ένα μεγάλο διάστημα αποχής, και άρχισα πάλι να συχνάζω σε βιβλιοπωλεία, έπεσε το μάτι μου σε μια σειρά βιβλίων με τον υπότιτλο Ο αγώνας μου. Τα υπέγραφε ένας άγνωστος σε μένα Νορβηγός συγγραφέας, ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. Διαβάζοντας το αυτί ενός από τα βιβλία ενημερώθηκα ότι επρόκειτο για μια εξάτομη (!!) αυτοβιογραφία την οποία ο Κνάουσγκορντ έγραψε μέσα σε δύο χρόνια, και η οποία έχει πουλήσει στη Νορβηγία σχεδόν μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Ο πληθυσμός της Νορβηγίας είναι γύρω στα πεντέμισι εκατομμύρια…
Οκ…
Κάπου εδώ αρχίζεις και σκέφτεσαι. Γιατί ένας τύπος στα 40 του, να γράψει μια εξάτομη αυτοβιογραφία 3500 σελίδων? Και γιατί πούλησε μισό εκατομμύριο αντίτυπα στη χώρα του?? Και γιατί έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 35 γλώσσες???
Συνεχίζοντας το ψάξιμο για τον περίεργο αυτό τύπο έμαθα ότι βραβεύτηκε με το Νορβηγικό Βραβείο Κριτικών Λογοτεχνίας το 1998, και ήταν η πρώτη φορά που το σχετικό βραβείο απονεμήθηκε σε έναν συγγραφέα για το ντεμπούτο του. Επίσης διάβασα ότι με την αυτοβιογραφία του είχε ξεσηκώσει διάφορες αντιδράσεις μιας και εξέθετε δημόσια πολλές λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής, τόσο του ίδιου και της οικογένειάς του, της τότε συζύγου και των παιδιών τους, όσο και των γονιών του, των παππούδων του, των θείων του και των φίλων του. Επίσης η επιλογή να ονομάσει την σειρά Ο αγώνας μου, που στα νορβηγικά είναι Min Kamp και προσομοιάζει πολύ στο Mein Kampf του Αδόλφου Χίτλερ, είχε επίσης θορυβήσει κάποιους για το κατά πόσο μπορεί να υπάρχει κάποια συμπάθεια από τη μεριά του συγγραφέα προς την ιδεολογία του ναζισμού.
Κάποια στιγμή μιλώντας με έναν φίλο που τα τελευταία χρόνια ευθύνεται αρκετά για την τροπή που έχουν πάρει τα διαβάσματά μου, τον ρώτησα αν έχει διαβάσει κάποιο από τα βιβλία και πως του φάνηκαν. Μου απάντησε ότι έχει ξεκινήσει να διαβάζει τη σειρά και του αρέσει πολύ. Μου είπε να πάρω το πρώτο και να το δοκιμάσω, και αν μου αρέσει να προχωρήσω και στα υπόλοιπα. Το κράτησα σαν υποσημείωση οπότε όταν λίγο καιρό μετά βρήκα το πρώτο βιβλίο της σειράς σε μια ομάδα με μεταχειρισμένα βιβλία στο Facebook, έδωσα τα πέντε ευρώ που ζητούσε ο πωλητής και το πήρα, ή μάλλον αγγάρεψα μια φίλη να βρει τον τύπο που το πουλούσε στην Αθήνα και να το πάρει μαζί με ένα άλλο βιβλίο και να μου τα στείλει.
Λίγο καιρό αργότερα, κάπου γύρω στα περσινά Χριστούγεννα τα δύο βιβλία έφτασαν στα χέρια μου. Και λίγες μέρες αφότου ξεκίνησε η καινούρια χρονιά έπιασα να διαβάσω το Ένας θάνατος στην οικογένεια. Τις ημέρες που το διάβαζα η Πολιτεία έβαλε τα επόμενα τέσσερα σε προσφορά, μισή τιμή. Η παραγγελία έγινε άμεσα και ξεκίνησα σιγά σιγά να τα διαβάζω. Μου άρεσε η γραφή του, και χρησιμοποιούσα τα βιβλία του σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης ανάμεσα σε πιο βαριά αναγνώσματα.
Τελειώνοντας το πέμπτο βιβλίο, αγόρασα και το έκτο, το οποίο τιτλοφορείται Το τέλος. Είναι μακράν το πιο ογκώδες της σειράς, πάνω από 1200 σελίδες, περιλαμβάνει εμβόλιμο στην πλοκή, αλλά όχι εντελώς άσχετο με αυτή, ένα δοκίμιο με τον τίτλο Το όνομα και ο αριθμός στο οποίο ο συγγραφέας αναπτύσσει τις σκέψεις του γύρω από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, και την καταστροφική επέλαση του ναζισμού που κορυφώθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.
Άνω τελεία.
Φτάνοντας σε αυτό το σημείο του κειμένου, το οποίο ξεκίνησα να γράφω την Τρίτη το βράδυ, τώρα είναι Πέμπτη απόγευμα, θυμήθηκα μια ταινία που είδα πριν μερικά χρόνια και στην οποία πρωταγωνιστεί ένας πολύ αγαπημένος μου ηθοποιός, ο Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν. Η ταινία λέγεται Synecdoche, New York, και το θέμα της είναι ένας θεατρικός σκηνοθέτης ο οποίος αρχίζει και χτίζει μια παράσταση γύρω από τη ζωή του, ενσωματώνοντας συνέχεια όλο και περισσότερους ανθρώπους, και φτιάχνοντας την υπόθεση του έργου έτσι που σε κάποιο σημείο ο θεατής μπερδεύεται με το ποια είναι η πραγματικότητα και ποια η παράσταση. Το θεατρικό γιγαντώνεται, χτίζονται σκηνικά στο μέγεθος μιας κανονικής πόλης και οι ηθοποιοί ζούνε κυριολεκτικά την παράσταση παράλληλα με την πραγματική τους ζωή. Ο στίχος του Έντγκαρ Άλαν Πόε, “a dream within a dream”, γίνεται “a reality within a reality”, και η μπάμπουσκα της ζωή του πρωταγωνιστή μας μεγαλώνει αλλοπρόσαλλα και ανεξέλεγκτα. Είχα γράψει τότε που είδα για πρώτη φορά την ταινία πριν πέντε χρόνια αναφορικά με την εξωπραγματική, για άλλη μια φορά, ερμηνεία του Χόφμαν:
«Λίγοι ηθοποιοί με σμπαραλιάζουν έτσι απόλυτα, μόνο με την ύπαρξή τους, μόνο με την απόφασή τους να υποδυθούν κάποιον ρόλο. Κι αυτό γιατί με κάθε ερμηνεία καταλαβαίνεις ότι αφήνουν στο πανί ή στο σανίδι ένα κομμάτι από τον εαυτό τους. Καταλαβαίνεις ότι ο κάθε ρόλος τους κρύβει ψήγματα της πραγματικότητας όπως την βιώνουν αυτοί, και αυτά τα ψήγματα είναι εκεί, σε περιμένουν να τα ανακαλύψεις, να τα γευτείς, σε περιμένουν σαν απολιθώματα μιας άλλης εποχής, μιας άλλης πραγματικότητας, μιας άλλης χωροχρονικής στιγμής να τα ξεθάψεις και να ξεδιψάσεις με αυτήν την πρωτόγνωρη χαρά ενός παιδιού που ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή.»
Κάτι τέτοιο έκανε και ο Κνάουσγκορντ στα βιβλία του. Έστρεψε τους προβολείς πάνω του, στη ζωή του, στους δικούς του ανθρώπους. Έβαλε τον εαυτό του σε μια σκηνή και τράβηξε την αυλαία. Για μια μοναδική παράσταση.
Ο Κνάουσγκορντ ξεκινώντας να γράφει αυτά τα βιβλία προσπάθησε να ξορκίσει την άσχημη σχέση που είχε με τον πατέρα του και τον δεσποτικό ρόλο που έπαιζε αυτός στη ζωή του. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Κνάουσγκορντ ήταν περίπου τριάντα χρονών, αλλά συνέχισε να έχει μια άσχημη επίδραση στην ζωή του για πολλά χρόνια. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι τον έβλεπε στα όνειρά του και ξυπνούσε τρομαγμένος πιστεύοντας ότι ο πατέρας του με κάποιον τρόπο μπορούσε να του κάνει ακόμα κακό.
Γενικότερα σε όλη την έκταση των βιβλίων ο Κνάουσγκορντ παλεύει με τους δαίμονές του, οι οποίοι εν πολλοίς πηγάζουν από την ανασφάλεια και την έλλειψη αυτοπεποίθησης που του δημιούργησε η σχέση του με τον πατέρα του. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες, η σχέση του με το ποτό, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό του όσο προσπαθούσε να κάνει τα πρώτα του βήματα ως συγγραφέας, η δική του σχέση με τα παιδιά του και την γυναίκα του, τα ψυχολογικά προβλήματα της γυναίκας του, η κατηγορία για βιασμό, το πώς έβλεπε τους ασθενείς σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα που δούλεψε όταν ήταν νέος του, ο απαγορευμένος έρωτάς του για μια 13χρονη μαθήτριά του όταν στα 19 του δούλεψε ως καθηγητής σε ένα χωριό της βόρειας Νορβηγίας.
Όλα περνάνε από τις σελίδες των βιβλίων αυτών. Ο Κνάουσγκορντ δεν παρουσιάζει τον εαυτό του ως άγιο. Υπάρχουν στιγμές που στα μάτια του αναγνώστη ξεγυμνώνεται και γίνεται πολύ αντιπαθητικός. Μιλάει ανοιχτά για όλα, και μόνο στο τελευταίο βιβλίο, το οποίο είναι αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα, κάνει κάποια αυτοκριτική όσον αφορά το σε πόσο δύσκολη θέση έχει φέρει με τα βιβλία του τους ανθρώπους που έχει γύρω του, τους ανθρώπους που αγαπάει. Φαίνεται ότι για πρώτη φορά αναλογίζεται το κόστος που θα κληθεί να πληρώσει για την ειλικρίνεια την οποία έχει βάλει σε αυτά τα βιβλία.
Το τελευταίο βιβλίο περιγράφει την διαδικασία της ίδιας του της δημιουργίας παράλληλα με το τσουνάμι αντιδράσεων που είχε ξεσηκώσει η έκδοση των προηγούμενων βιβλίων. Γράφεται σε ένα παρόν διαρκές, θυμίζοντας την τελευταία σκηνή του Εκατό χρόνια μοναξιά όπου ο κόσμος γύρω από τον Αουρελιάνο καταρρέει καθώς αυτός αποκρυπτογραφεί τα χειρόγραφα. Θυμίζει την ταινία όπου ο Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν ζει παίζοντας και σκηνοθετώντας ταυτόχρονα την ίδια του τη ζωή.
Ο Κνάουσγκορντ επικρίθηκε έντονα από κάποιους για όλη αυτή την έκθεση στην οποία υπέβαλλε αυτόν και την οικογένειά του. Τα βιβλία γράφτηκαν ανάμεσα στο 2009 και το 2011, όταν τα σόσιαλ μίντια άρχισαν να μεγαλώνουν και να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας και του χρόνου μας, επιβάλλοντας στη συνέχεια συνήθειες που πριν από μερικά χρόνια θα μας φαίνονταν αδιανόητες. Πλέον μοιραζόμαστε την καθημερινότητά μας με ανθρώπους που πολλές φορές ούτε έχουμε συναντήσει από κοντά, και ούτε και θα συναντήσουμε. Έχουμε αποκτήσει ένα βήμα το οποίο μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι έχουμε επιρροή σε κάποιο κοινό. Και πολλές φορές μπορεί όντως να έχουμε, η επαφή αυτή μέσω των σόσιαλ μίντια δεν είναι ποτέ ίσως εντελώς κενή νοήματος αλλά έχει οδηγήσει την ζωή μας σε μια εντελώς άλλη ρότα. Έχει μεταβάλλει τη θεματολογία της καθημερινότητάς μας, τον κύκλο των γνωριμιών μας, την ταχύτητα με την οποία ενημερωνόμαστε, διασκεδάζουμε, επικοινωνούμε. Αυτό το κείμενο τώρα που διαβάζετε δεν είναι γραμμένο από κάποιον επαγγελματία, δεν είναι τυπωμένο σε κάποια εφημερίδα ή σε κάποιο περιοδικό, θα το διαβάσετε στις οθόνες σας, και πιθανότατα πολλοί όχι ολόκληρο λόγω του μεγέθους του. Έχουμε συνηθίσει, έχουμε εθιστεί στην ταχύτητα, κάτι που απαιτεί περισσότερη συγκέντρωση, περισσότερη δέσμευση από εμάς μας απωθεί. Γεμίζουμε την ημέρα μας με πληροφορίες τις οποίες ανακυκλώνουμε συνέχεια. Μια φίλη μου είχε πει κάποια στιγμή ότι στο Facebook όταν έτρεχε ένα θέμα στην επικαιρότητα έφτανε μια στιγμή που έβλεπε την ίδια είδηση συνεχώς να περνάει μπροστά της, με διαφορετικό σχολιασμό. Δεν υπήρχε κάτι καινούριο στον μικρόκοσμο που είχε χτίσει, που όλοι μας έχουμε χτίσει, στα σόσιαλ μίντια, μόνο μια διαρκής ανατροφοδότηση των ίδιων γεγονότων. Μοιραζόμαστε καθημερινά κομμάτια της καθημερινότητάς μας, τι φάγαμε, ιστορίες από τη δουλειά μας, φωτογραφίες από τις διακοπές μας, αστεία περιστατικά με τα παιδιά μας, τραγούδια που ακούσαμε και μας άρεσαν, φτιάχνουμε κάθε μέρα μια εικόνα του εαυτού μας, μια εικόνα της ζωής μας και την προσφέρουμε στους άλλους. Ακριβώς όπως ο χαρακτήρας του Χόφμαν, ακριβώς όπως ο Κνάουσγκορντ στα βιβλία του.
Αν καταφέρνει κάτι ο Κνάουσγκορντ με τα βιβλία αυτής της σειράς είναι να μας βάλει απέναντι στον καθρέφτη μας. Να μας κάνει να δούμε τα δικά μας ελαττώματα, τα δικά μας λάθη, τους δικούς μας φόβους, τα δικά μας θέλω που ίσως καταπιέζουμε. Τα βιβλία του μπορούν να λειτουργήσουν ως μια προσομοίωση ψυχανάλυσης, όχι ως υποκατάστατο, εννοώντας ότι το σκάψιμο αυτό που επιχειρεί ο συγγραφέας μέσα του ξεκινώντας από τη σχέση του με τον πατέρα του, είναι και χρήσιμο και θεμιτό για όλους μας.
Το δοκίμιο που υπάρχει εμβόλιμο στο τελευταίο βιβλίο έχει τον τίτλο Το όνομα και ο αριθμός. Ξεκινάει κάνοντας μια αναδρομή στην ζωή του Αδόλφου Χίτλερ και στην προβληματική σχέση με τον δικό του πατέρα, μια σχέση που πιθανότατα του θύμιζε τη σχέση του με τον δικό του πατέρα.
Ο Χίτλερ όμως δεν έγινε αυτός που έγινε επειδή είχε απλά έναν αυταρχικό πατέρα. Έκανε επιλογές στη ζωή του που τον οδήγησαν σε συγκεκριμένες ατραπούς. Έζησε πράγματα που τον σημάδεψαν, όπως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ναζισμός ήταν μια πολεμική μηχανή, πολύ πριν ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Έχτισε ένα περιβάλλον όπου το άτομο δεν είχε πια καμία δύναμη, και κανένα νόημα ίσως ως ύπαρξη. Το εγώ εκμηδενίστηκε μπροστά στο εμείς και δημιουργήθηκε ένα αντίπαλο δέος, ένα αυτοί το οποίο έπρεπε να εξοντωθεί. Όχι απλά να εξοντωθεί. Να σβηστεί ολοκληρωτικά από τον χάρτη της μνήμης. Πριν οδηγηθούν στους θαλάμους αερίων οι Εβραίοι είχαν απογυμνωθεί από κάθε ανθρώπινη ιδιότητα. Είχαν χάσει την ιδιότητα του ατόμου. Και είχαν στερηθεί έτσι και την οποιαδήποτε ελπίδα για τη σωτηρία τους.
Αυτή ήταν η μεγάλη νίκη του ναζισμού πάνω στον Άνθρωπο.
Η εκμηδένιση της ελπίδας.
Όταν ο Όργουελ έγραφε το 1984, το 1948, τρία χρόνια μόλις μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η δυστοπία που περιέγραφε, ο ολοκληρωτισμός σε όλα, ακόμα και στην ίδια τη γλώσσα, είχε ήδη υπάρξει, ήταν ένα βίωμα για αυτόν και τη γενιά του. Ο Όργουελ δεν μας περιέγραφε ένα πιθανό μέλλον. Μας προειδοποιούσε ότι αυτό που συνέβη στη Γερμανία με την άνοδο του Χίτλερ μπορεί να ξανασυμβεί.
Εδώ και μερικά χρόνια έχει αρχίσει δυστυχώς να επαληθεύεται.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε δυνάμεις καταπιεστικές, ολοκληρωτικές να αφυπνίζονται και να διαφεντεύουν τις ζωές μας, και δεν αντιδράμε, τουλάχιστον όχι συλλογικά, όχι μαζικά φοβούμενοι από τη μία ότι θα χάσουμε το ελάχιστο που ο καθένας μας έχει, και από την άλλη νιώθοντας ότι δεν έχει νόημα. Αλλά πάντα θα έχει νόημα. Πάντα θα έχει νόημα να αντιδράμε στην καταπίεση.
Σε μια συνέντευξή του, το 2018, ο Κνάουσγκορντ λέει πως κοιτώντας πίσω την εποχή που έγραφε τα βιβλία περνούσε μια κρίση μέσης ηλικίας, τώρα στα 50 του ήταν προφανές. Τότε όμως δεν ήταν. Τότε στα 40 του άρχισε να βλέπει να σημάδια που του είχε αφήσει η καταπίεση από τον πατέρα του. Δεν μπορούσε να δει το κακό που πιθανότατα θα προξενούσε ο ίδιος σε αυτούς που αγαπούσε γράφοντας αυτά τα βιβλία. Το κατάλαβε φτάνοντας προς το τέλος. Ήταν όμως αργά για να τα πάρει πίσω. Όπως ήταν και το 1939 για τους Γερμανούς να πάρουν πίσω την στήριξη που παρείχαν στον Χίτλερ. Τις περισσότερες φορές δεν μπορούμε να δούμε καθαρά την επίδραση που έχουν οι πράξεις μας στους άλλους και οι πράξεις των άλλων σε εμάς. Πρέπει συνήθως να πάρουμε μια απόσταση, να αλλάξουμε την οπτική μας. Και κάποιες φορές όταν τα καταφέρνουμε επιτέλους να δούμε καθαρά είναι πια αργά.
Τώρα που τελειώνω αυτό το κείμενο είναι απόγευμα Παρασκευής.
Δεν ξέρω αν Ο αγώνας μου μπορεί να μιλήσει σε όλους, ακόμα και σε αυτούς που θα ταυτιστούν με κομμάτια της ζωής του Κνάουσγκορντ. Κανένας άνθρωπος δεν είναι απόλυτα καλός ή απόλυτα κακός, και όλοι μας κρύβουμε πολύ περισσότερα από όσα δείχνουμε στους άλλους. Αυτό που επιχείρησε ο Κνάουσγκορντ είναι για μένα ένας συγγραφικός άθλος και μια αλησμόνητη αναγνωστική εμπειρία. Απόλαυσα κάθε λεπτό αυτού του ταξιδιού, έκλαψα, νευρίασα, γέλασα, είδα τον εαυτό μου, τον νεότερο και τον τωρινό, σε πολλά επεισόδια της ζωής αυτού του περίεργου Νορβηγού, και αν για κάτι πείστηκα διαβάζοντας αυτά τα βιβλία είναι πως υπάρχουν λίγα πράγματα που μας χωρίζουν και πολύ περισσότερα που μας ενώνουν, όποιοι και αν είμαστε και από όπου και αν ερχόμαστε.
Σε ευχαριστώ Καρλ Ούβε.