Λέγε με Ισμαήλ.
Αυτή είναι μια από τις πιο διάσημες εισαγωγές στην ιστορία της λογοτεχνίας. Αυτές οι τρεις λέξεις, γνωστές στους περισσότερους βιβλιόφιλους, ακόμα και αν δεν έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο, αποτελούν μια πρόσκληση σε ένα ταξίδι, ένα κάλεσμα σε μια κοινωνία, είναι ίσως ακόμα ακόμα και ένα κλείσιμο του ματιού, μια συνενοχή.
Το βιβλίο είναι φυσικά για όσους δεν το ξέρουν ο Μόμπι Ντικ του Herman Melville.
Ο Μέλβιλ έγραψε τον Μόμπι Ντικ βασισμένος στις δικές του εμπειρίες από τα ταξίδια του με φαλαινοθηρικά. Το βιβλίο γράφτηκε το 1851, και σαράντα χρόνια αργότερα, όταν ο Μέλβιλ πέθανε το 1891 ήταν εκτός κυκλοφορίας και σχεδόν ξεχασμένο. Επανεκδόθηκε μετά τον θάνατό του μαζί με κάποια από τα υπόλοιπα έργα του χωρίς ωστόσο να προσελκύσει την ευρεία προσοχή του κοινού και των κριτικών. Μέχρι που στις αρχές της δεκαετίας του 1920 διάφοροι συγγραφείς, ανάμεσά τους ο Carl Van Doren και ο D. H. Lawrence ανακάλυψαν ξανά το βιβλίο και το ενδιαφέρον γύρω από αυτό ανακινήθηκε. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία.
Από τότε το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, έχει αναλυθεί, έχει σχολιαστεί, έχει εμπνεύσει ταινίες, τραγούδια, πίνακες ζωγραφικής, έχει συγκινήσει εκατομμύρια αναγνώστες με την ιστορία του κάπτεν Έιχαμπ που κυνηγάει μανιωδώς την τεράστια λευκή φάλαινα για να την εκδικηθεί που του έφαγε το πόδι του.
Αλλά για σταθείτε.
Γιατί αυτή η ιστορία να είναι τόσο συγκινητική?
Γιατί μια ιστορία εκδίκησης, μια ιστορία για έναν άνθρωπο που κυνηγάει μια φάλαινα να έχει αναλυθεί τόσο πολύ, να έχει ανακινήσει πλήθος φιλοσοφικών συζητήσεων, να έχει γεμίσει χιλιάδες σελίδες με σχόλια και υποσημειώσεις?
Είναι άραγε ο Μόμπι Ντικ η ιστορία ενός ανθρώπου που κυνηγάει μια φάλαινα?
Ή είναι κάτι άλλο?
Και τι?
Στις 16 Δεκεμβρίου του 2019 έγινε μια κουβέντα στο πατάρι του εκδοτικού οίκου Γκούτενμπεργκ όπου ο μεταφραστής Θανάσης Χριστοδούλου, ο οποίος αφιέρωσε πάνω από δέκα χρόνια στην μελέτη και εκπόνηση της πρώτης ολοκληρωμένης μετάφρασης αυτού του έργου στα ελληνικά, και ο εκδότης Κώστας Δαρδανός, ανέπτυξαν κάποιους από τους άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η αφήγηση του βιβλίου. Κάποια στοιχεία προσωπικά τα αγνοούσα, κάποια άλλα τα μάντευα διαβάζοντας το βιβλίο, η ουσία είναι πως μετά από μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά που διαρκεί η κουβέντα και έχοντας ακούσει τόσα πολλά πάλι νιώθεις λειψός. Πάλι νιώθεις πως ο βυθός του βιβλίου δεν έχει ανακαλυφθεί παρά μόνο σε ένα πολύ μικρό μέρος του.
Το βασικότερο στοιχείο στο έργο του Melville νομίζω ότι είναι πως χτίζει μια μυθολογία. Παίρνοντας στοιχεία από διάφορες θρησκείες, συμβολισμούς, στήνοντας γέφυρες ανάμεσα σε πολιτισμούς και σε διαφορετικούς χωροχρόνους προσπαθεί, και καταφέρνει για μένα πολύ επιτυχημένα, να χτίσει μια μυθολογία, και μέσα σε αυτή να εντάξει τους ήρωες του βιβλίου του. Τον αφηγητή Ισμαήλ, τον καπετάνιο Αχαάβ (αν θέλουμε να ακολουθήσουμε την μεταγραφή που προτίμησε στα ελληνικά ο μεταφραστής), τους καμακιστές, με προεξέχοντα τον κανίβαλο Κουίκουεγκ, τους αξιωματικούς, τον ίδιο τον Μόμπι Ντικ, αλλά ακόμα και άψυχα πράγματα όπως το θρυλικό Πίκουοντ, το πλοίο του Αχαάβ.
Η ιστορία όντως στην αρχή μοιάζει επίπεδη. Και ίσως λίγο ανιαρή. Ίσως μοιάζει με μια περιπέτεια, με ένα θαλάσσιο γουέστερν, άλλωστε την ίδια περίοδο που γράφεται το βιβλίο θεμελιώνεται στο αίμα η κυριαρχία των λευκών στην άγρια δύση. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Και αυτό ο αναγνώστης το μαθαίνει αρκετά νωρίς.
Ο Κουίκουεγκ γεννήθηκε στο Κοκοβόκο, ένα νησί πολύ μακρινό στα νοτιοδυτικά. Δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη· οι αληθινοί τόποι δεν υπάρχουν ποτέ.
Διαβάζοντας παρόμοια αποσπάσματα κάπου αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή ιστορία εκδίκησης. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα οποιοδήποτε κυνήγι. Κι εκεί ο κάθε αναγνώστης αρχίζει και κάνει τις δικές του σκέψεις, σύμφωνα πάντα με τις γνώσεις και τα βιώματά του, και το βιβλίο, παρότι διαδραματίζεται πάνω στην επιφάνεια του ωκεανού, αρχίζει σιγά σιγά να απογειώνεται.
Στην αίθουσα 67 του μουσείο Πράδο στην Μαδρίτη τα φώτα είναι χαμηλωμένα. Ο ανυποψίαστος επισκέπτης μπαίνει διστακτικά στον χώρο για να αντικρύσει 14 πίνακες στους οποίους κυριαρχούν τα σκοτεινά χρώματα και οι δύσμορφες και αλλόκοτες φιγούρες. Σε έναν από τους πίνακες κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει μια φιγούρα με μια μαύρη κάπα και μάσκα τράγου, σε έναν άλλο μια φιγούρα που αναπαριστά τον Κρόνο κομματιάζει με το στόμα του ένα μικρό παιδί, σε έναν άλλο ένα κεφάλι σκύλου εμφανίζεται σαν μέσα από μια δίνη και κοιτάζει στα δεξιά, έξω από τον πίνακα, και σε έναν άλλο ένα σύμπλεγμα τεσσάρων μορφών ίπταται πάνω από ένα τοπίο.
Η σειρά αυτή των πινάκων είναι οι Μαύροι Πίνακες (Pinturas Negras) του Francisco Goya.
Ο πίνακας με τις ιπτάμενες μορφές ονομάζεται Άτροπος και απεικονίζει τις τρεις μοίρες και έναν άνθρωπο με δεμένα χέρια ο οποίος φαίνεται να είναι έρμαιό τους.
Είχα την μεγάλη τύχη να δω από κοντά αυτούς τους πίνακες πριν από μερικά χρόνια. Από τη στιγμή που μπήκα στην αίθουσα η επίσκεψή μου στο Πράδο τελείωσε. Πέρασα σχεδόν δύο ώρες εκεί μέσα, και πάλι νιώθω ότι δεν έφτασαν.
Διαβάζοντας τον Μόμπι Ντικ μου ερχόταν συνέχεια στο μυαλό ο πίνακας με τις μοίρες. Έβλεπα τους ήρωες του βιβλίου, ειδικά τον Αχαάβ, να παλεύουν για να ορίσουν τη μοίρα τους, να μάχονται ενάντια στη φύση, και παρόλα αυτά στο τέλος της μέρας να στέκονται ανήμποροι, και απλά να αποδέχονται σιγά σιγά την ήττα τους.
Στο πρόσωπο του Αχαάβ είδα τον Άνθρωπο, την ανθρωπότητα που παλεύει να κατακτήσει την φύση, που ανοίγει συνέχεια δρόμους σε στεριά και θάλασσα, που καταστρέφει στο διάβα του ό,τι δεν του χρειάζεται, και πολλές φορές ακόμα και αυτά που του χρειάζονται χωρίς να το καταλαβαίνει. Τον Άνθρωπο που παλεύει να γίνει Θεός στη θέση του Θεού.
Και η φάλαινα, η τεράστια αυτή άσπρη φάλαινα, το μεγαλύτερο πλάσμα που υπήρξε ποτέ στέκεται απέναντι στον Άνθρωπο αντιπροσωπεύοντας την Φύση. Την Φύση που χωράει όλα τα πλάσματα, την Φύση που καταφέρνει και επιβιώνει, που δημιουργεί καινούριες μορφές ζωής, που ξεχνάει κάποιες άλλες που δεν εξυπηρετούν πλέον το σχέδιό της, την Φύση που έχει μια αποστολή.
Την επιβίωση. Την τελειοποίηση. Την θέωση.
Είμαστε άραγε το τελειότερο δημιούργημα?
Είμαστε άραγε οι κληρονόμοι αυτού του κόσμου?
Θα έπρεπε να πάμε την ζωή, την ύπαρξη, σε ένα άλλο επίπεδο. Και ίσως να το έχουμε καταφέρει· ειδικά τα τελευταία διακόσια χρόνια έχουμε κάνει τρομερές προόδους σε όλους τους τομείς.
Αλλά αυτή η πρόοδος αφορά όλη την ύπαρξη? Όλα τα πλάσματα? Όλη τη φύση? Ή μόνο εμάς?
Έλεος όμως δεν υπήρχε κανένα. Παρόλη τη μεγάλη ηλικία, παρόλο το ένα της φτερό και τα τυφλά της μάτια, έπρεπε να υποστεί εκείνο το θάνατο, να υποστεί εκείνο το φονικό, για να φωτίσει τα εύθυμα γαμήλια τραπέζια καθώς και τ’ άλλα γλέντια των ανθρώπων· για να φωταγωγήσει ακόμα τους ιεροπρεπείς ναούς που κηρύσσουν διαρκώς να μην κάνει κακό κανένας σε βάρος κανενός.
Στο βιβλίο περιγράφονται με λεπτομέρειες τόσο το κυνήγι των φαλαινών, όσο και η διαδικασία τεμαχισμού μετά. Πως αποθήκευαν το λίπος και το κρέας και τι έκαναν με τα κουφάρια όταν τελείωναν. Τα ταξίδια των φαλαινοθηρικών κρατούσαν σε κάποιες περιπτώσεις πάνω από τρία χρόνια, και η δουλειά σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν πολύ σκληρή. Οι φάλαινες δεν παραδίνονταν σε πολλές περιπτώσεις χωρίς μάχη, και πολλοί ήταν αυτοί που χάσανε τη ζωή τους σε τέτοιες περιπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση η φάλαινα ήταν το θήραμα και ο άνθρωπος ο θηρευτής. Άλλωστε οι φάλαινες δεν έχουν άλλους φυσικούς εχθρούς εκτός από τις όρκες και τους καρχαρίες.
Άρα πως μπορούμε να είμαστε το τελειότερο είδος, πως μπορούμε να έχουμε την ευθύνη αυτού του κόσμου όταν δεν μας ενδιαφέρει η ευημερία όλων των ειδών? Όταν δεν μας ενδιαφέρει η επιβίωση όλου του φυσικού πλούτου?
Αυτές τις μέρες παίζεται στους κινηματογράφους η τελευταία ταινία του Darren Aronofksy με τον τίτλο The Whale, (Η Φάλαινα). Η ταινία βασίζεται σε ένα θεατρικό έργο με τον ίδιο τίτλο από τον Samuel D. Hunter.
Στον πυρήνα του θεατρικού, όσο και της ταινίας βρίσκεται ο Μόμπι Ντικ.
Παρακολουθούμε την ιστορία του Τσάρλι, ενός υπέρβαρου καθηγητή φιλολογίας που παραδίδει μαθήματα μέσω διαδικτύου αποκλεισμένος/εξοστρακισμένος/αυτοεξόριστος μέσα στο σπίτι του.
Καθώς προχωράει η ταινία θα μάθουμε την τραγική ιστορία του, θα νιώσουμε άβολα, θα συγκινηθούμε, θα θυμώσουμε, θα προβληματιστούμε.
Η πρώτη εντύπωση είναι πως η ιστορία του Τσάρλι είναι η ιστορία αυτοκαταστροφής ενός πολύ χοντρού σωματικά, και πολύ αδύναμου ψυχικά ανθρώπου. Αλλά όπως και η ιστορία του Μόμπι Ντικ δεν είναι απλά η ιστορία ενός ανθρώπου που κυνηγάει μια φάλαινα, έτσι κι εδώ κρύβονται πολλά κάτω από το δέρμα του ήρωά μας.
Η αυτονόητη σύνδεση με το βιβλίο (το οποίο να σημειώσουμε εδώ πως ο πλήρης τίτλος του είναι Μόμπι Ντικ ή Η φάλαινα) είναι σίγουρα το σωματικό μέγεθος του ήρωα που παρομοιάζεται εδώ με φάλαινα, χωρίς να κρύβει αυτή η παρομοίωση κάτι το μεμπτό από πλευράς του συγγραφέα και του σκηνοθέτη. Ο Τσάρλι είναι ένα θύμα κι αυτός, ένα θήραμα, όπως ακριβώς η φάλαινα στο βιβλίο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη σύνδεση η οποία γίνεται εμφανής όσο προχωράμε προς το τέλος.
Η ζωή προχωράει.
Ο καθένας μας ξεχωριστά είμαστε ένα πολύ μικρό κομμάτι του κόσμου, της ύπαρξης, της ζωής. Όταν φύγουμε νομοτελειακά από αυτόν τον κόσμο, και όταν φύγουν και όλοι αυτοί που μας γνώρισαν και που γνωρίσαμε, και όταν γκρεμιστούν οι πόλεις στις οποίες ζήσαμε, και όταν βυθιστούν τα νησιά στα οποία ταξιδέψαμε, ο κόσμος μας θα συνεχίσει να υπάρχει. Διαφορετικός, ναι. Αλλά θα υπάρχει. Και η ζωή μπορεί να έχει αλλάξει, αλλά θα υπάρχει.
Αυτή τη συνέχεια ο Aronofsky την έχει χρησιμοποιήσει σαν άξονα της αφήγησης και σε μια παλαιότερη ταινία του, στο The Fountain. Εκεί, μέσα από τρεις ιστορίες μας δείχνει πως η ζωή δεν είναι μόνο οι άλλοι άνθρωποι. Η ζωή μπορεί να πάρει χιλιάδες μορφές, και η Πηγή της Αιώνιας Ζωής μπορεί να σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας.
Ανάμεσα στους Μαύρους Πίνακες του Goya υπάρχει ο Σκύλος.
Ο πίνακας αυτός διαφέρει από τους υπόλοιπους με δύο βασικούς τρόπους. Είναι αισθητά πιο φωτεινός, με μια πορτοκαλόχρωμη παλέτα, και είναι υπερβολικά λιτός. Απεικονίζει το κεφάλι ενός σκύλου που ξεπροβάλλει πίσω από κάποιο χώρισμα, σαν να βγαίνει από μια κρυψώνα, από ένα πηγάδι. Κοιτάει προς τα δεξιά, έξω από τον πίνακα· δεν ξέρουμε τι. Το βλέμμα του υποδηλώνει έκπληξη, τρόμο ίσως, ακόμα και δέος θα μπορούσαμε να πούμε. Και εδώ υπάρχει αυτή η λεπτή γραμμή που κάνει αυτόν τον πίνακα εκπληκτικό. Ο Σκύλος είναι περισσότερο άνθρωπος παρά σκύλος.
Ο Goya ζωγράφισε τους Μαύρους Πίνακες σε μια αγροικία έξω από τη Μαδρίτη όπου είχε μετακομίσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Οι πίνακες, που απέχουν αρκετά ως τεχνοτροπία από οτιδήποτε άλλο ζωγράφισε ο Goya, είναι ζωγραφισμένοι πιθανότατα κάπου ανάμεσα στο 1819 και το 1823. Το 1819 γεννήθηκε ο Melville στη Νέα Υόρκη ενώ δύο χρόνια αργότερα στη Μόσχα γεννήθηκε ο Dostoevsky.
Οι πίνακες είναι ζωγραφισμένοι στους τοίχους της αγροικίας. Η αγροικία αυτή ήταν διώροφη, κάτι που κάποια στιγμή αμφισβητήθηκε λόγω κάποιων εγγράφων που ανακαλύφθηκαν· ένα μεταγενέστερο συμβόλαιο πώλησης περιέγραφε την αγροικία ως μονώροφη. Έτσι ξεκίνησε μια κουβέντα ανάμεσα στους μελετητές και τους κριτικούς τέχνης για το κατά πόσο οι Μαύροι Πίνακες είναι όντως έργο του Goya με κάποιους να υποστηρίζουν ότι είναι έργο του γιου του. Συζητήθηκε ακόμα και το να αποσυρθούν οι πίνακες που υποτίθεται ότι ήταν στον δεύτερο όροφο, ανάμεσά τους και ο Σκύλος.
Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με το θέμα στο The New York Times Magazine στο οποίο αναλύεται όλη η υπόθεση και το δίλημμα μπροστά στο οποίο βρέθηκαν οι υπεύθυνοι του μουσείου.
Το άρθρο τελειώνει με μια ιστορία που διηγείται η Manuela Mena, επιμελήτρια του Πράδο.
Τον τελευταίο χρόνο της ζωή του ο ζωγράφος Juan Miro επισκέφθηκε το Πράδο. Η Mena τον ρώτησε αν θέλει να δει κάτι συγκεκριμένο.
«Θέλω να δω τον Σκύλο του Goya», της απάντησε ο Miro.
Έκατσε μπροστά στον πίνακα για μισή ώρα, και μετά ζήτησε να δει το Las Meninas του Velázquez, ίσως τον πιο διάσημο πίνακα που φιλοξενείται στο μουσείο. Η επιμελήτρια σημειώνει εδώ:
Για τον Miro αυτοί οι δύο πίνακες ήταν του ίδιου επιπέδου, απέπνεαν την ίδια ένταση. Δεν μπορούμε να βάλουμε τον Σκύλο στο υπόγειο απλά επειδή υποτίθεται ότι βρισκόταν στον ανύπαρκτο δεύτερο όροφο της αγροικίας του Goya.
Με τον Μόμπι Ντικ ο Melville μας άφησε μια μεγάλη κληρονομιά. Ένα μεγάλο έργο που όσο περισσότερο το διαβάζουμε, το προσεγγίζουμε, το μελετάμε, τόσο περισσότερο το ανακαλύπτουμε, και ταυτόχρονα μαζί με αυτό και μέσα από αυτό ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερα για μας, για την Φύση, για τη σχέση μας μαζί της. Και το σημαντικότερο στη ζωή δεν είναι τελικά αυτό που φαίνεται αλλά αυτό που δεν φαίνεται.
Ό Τσάρλι δεν είναι απλά ένας χοντρός, ένας υπέρβαρος άνθρωπος. Είναι ένας πατέρας, ένας εραστής, ένας έξυπνος, ευαίσθητος άνθρωπος. Με ρωγμές, με τραύματα, με ατέλειες.
Ο Σκύλος δεν ξέρουμε τι βλέπει, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά έχουμε το βλέμμα του.
Ο Μόμπι Ντικ δεν είναι μια φάλαινα.
Είναι η δίψα για ζωή.
Είναι το όχημά μας για να κατανοήσουμε τη ζωή, να βυθιστούμε στον πλούτο της.
Και ο Αχαάβ είναι ο εγωισμός μας που δεν βλέπει πέρα από τον δικό του πόνο, πέρα από το δικό του κομμένο πόδι.
Λέγε με Ισμαήλ.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: The AOI