Υπάρχει μια παλιά ελληνική ταινία που συμπυκνώνει την σχέση της ευρύτερης κοινωνίας με τους καλλιτέχνες. Λέγεται “Ο Ιππόλυτος και το βιολί του” και πρωταγωνιστές είναι ο Θανάσης Βέγγος που υποδύεται έναν μουσικό, τον Ιππόλυτο, ο οποίος παίζει σε νυχτερινά μαγαζιά κλασικο-τσιγγάνικο βιολί και ο Γιάννης Αργύρης που υποδύεται έναν επιχειρηματία (ζωέμπορο), τον Αγησίλαο, ο οποίος σε μια φάση ερωτικής απογοήτευσης, όταν μεθούσε έκανε θεό τον βιολιστή γιατί μόνον αυτός μπορούσε να του γιατρέψει τον καημό, αλλά μόλις ξεμεθούσε δεν τον θυμόταν καν, με όλες κωμικοτραγικές συνέπειες.
Οι δημοφιλείς φάρσες της εποχής συχνά υπέκρυπταν έναν κοινωνικό συμβολισμό, συνήθως απλοϊκό, αλλά η συγκεκριμένη ταινία μπορούμε να πούμε ότι έχει ένα βαθύτερο: από τη μια ο επιχειρηματίας, ο οποίος συμβολίζει την αντίληψη της κυρίαρχης αστικής τάξης (το ζωέμπορας δείχνει ότι δεν πάει και πολύς καιρός που αυτή τάξη δεν ήταν καθόλου αστική), ότι σημασία έχει η δουλειά και το χρήμα. Από την άλλη, ο μουσικός με το βιολί του αντιπροσωπεύει τον καταπιεσμένο συναισθηματικό κόσμο, ο οποίος μπορεί να εκδηλώνεται μόνο όταν υπάρχει πόνος και μέθη, ενώ όταν τελειώνει η επήρεια πρέπει να πάλι να σιωπά και να καταπιέζεται.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κύρια αποστολή της τέχνης είναι η παρηγορία απέναντι στον πόνο και τη δοκιμασία της ζωής. Όμως η ηδονιστική ψευδαίσθηση του καταναλωτισμού της μεταπολεμικής περιόδου δεν αφήνει χώρο στην τέχνη για αυτήν τη βασική λειτουργία της και θέλει να την περιορίσει σε ένα διακοσμητικό ρόλο. Θέλει τον καλλιτέχνη στο ψυγείο, (όπως τον καημένο τον Βέγγο στην ταινία) και να τον ζεσταίνει όποτε τον χρειάζεται, δηλαδή όταν ο πόνος της καψούρας δεν μπορεί να ηρεμήσει αλλιώς. Όπου καψούρα βλέπε τη σπασμωδική εκδήλωση των καταπιεσμένων συναισθημάτων.
Ο χαμένος ρόλος του καλλιτέχνη ως μεσάζοντα για την κοινωνία με το υποσυνείδητο και το άλογο, είναι η βαθειά αιτία της ανυποληψίας του, που έχει σαν αποτέλεσμα και τη δυσκολία η καλλιτεχνική εκπαίδευση να λαμβάνεται σοβαρά από το κράτος. Ο στρεβλός και όψιμος διαφωτισμός του εικοστού αιώνα στην Ελλάδα έχει εξιδανικεύσει μια στείρα επιστημονικότητα, θέλουμε να προχωρήσουμε μόνο με το δεξί πόδι, κουτσαίνοντας. Έτσι, η τριτοβάθμια (καλλιτεχνική;) εκπαίδευση έπρεπε κι αυτή να είναι επιστήμη, θεατρολογία και μουσικολογία και όχι κάποια ακαδημία στα πρότυπα όλων των άλλων χωρών. Η όντως καλλιτεχνική εκπαίδευση παραπετάχτηκε σε ιδιωτικές σχολές, οι οποίες κάτω από μια δήθεν επίβλεψη του υπουργείου πολιτισμού, λειτουργούν στην ουσία με γνώμονα τη συνείδηση των ιδιοκτητών τους. Μόνο τα τελευταία χρόνια προχωρά με πολύ αργά και μικρά βήματα η όντως καλλιτεχνική εκπαίδευση και στην ανώτατη εκπαίδευση. (Εδώ να σημειώσουμε ότι οι μόνοι τυχεροί καλλιτέχνες είναι οι εικαστικοί οι οποίοι έχουν από τον 19ο αιώνα ήδη μια ανώτατη σχολή με τις πρέπουσες σπουδές και τις αντίστοιχες εισαγωγικές εξετάσεις).
Αντί να γίνουν κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή την αξιολόγηση και διαβάθμιση των τίτλων στο υπουργείο Παιδείας, η κυβέρνηση με ένα προεδρικό διάταγμα έδωσε τη χαριστική βολή: οι τίτλοι θεωρούνται δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Για να πιάσουν τόπο οι συνεχείς διαμαρτυρίες των καλλιτεχνών για τη διαρκή υποβάθμισή τους, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πάλι την αποστολή της τέχνης, πρώτα ο Ιππόλυτος με το βιολί του και μετά ο Αγησίλαος με τις μπίζνες και τα ζώα του, κάτι που ξέρω ότι θα αργήσει, αλλά δυστυχώς πιστεύω ότι δεν θα γίνει διαφορετικά ποτέ.
Απολαύστε μερικά ξεκαρδιστικά αποσπάσματα αποσπάσματα από την ταινία και αναλογιστείτε: